Του Γιάννη Μπάκου
Στις 22 Μαρτίου 1933 ο Φράνκλιν Ρούσβελτ υπογράφει το διάταγμα με το οποίο επιτρέπει την παραγωγή μπύρας με ποσοστό αλκοόλ μέχρι 3,2%, καθώς και παραγωγή κρασιού με χαμηλή περιεκτικότητα αλκοόλης. Το διάταγμα αυτό μένει στην ιστορία ως “The Cullen – Harrison Act”, παίρνοντας το όνομα της από την Αμερικάνικη βιομηχανία μπύρας και έχοντας ισχύ από τις 7 Απριλίου 1933.
Το ψήφισμα αυτό, ήρθε ουσιαστικά να οριστικοποιήσει την αλλαγή σελίδας στην Αμερικάνικη κοινωνία, με την ολοκλήρωση της Ποτοαπαγόρευσης, μιας περιόδου που διήρκεσε από το 1920 έως το 1933 στις ΗΠΑ, όταν κηρύχθηκε παράνομη με τροποποίηση του συντάγματος η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.
Η πρώιμη ποτοαπαγόρευση στην συντηρητική Αμερικάνικη κοινωνία, με πρωτοβουλίες που ανήκαν, κυρίως, σε θρησκευτικές προτεσταντικές οργανώσεις του Μεθοδιστικού δόγματος, ξεκίνησε από το 1850 ακόμα σε ορισμένες νότιες πολιτείες, όπου και είχαν ψηφιστεί σχετικοί νόμοι περιορισμού ή απαγόρευσης της διάθεσης αλκοολούχων ποτών. Το 1879 ο Τζον Σεντ Τζον εκλέχθηκε κυβερνήτης του Κάνσας και τέσσερα χρόνια αργότερα το Κάνσας έκανε η πρώτη πολιτεία στην Αμερική, που κήρυξε παράνομο το αλκοόλ. Το 1884 ο Σεντ Τζον έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Αμερικής με τη σημαία του Κόμματος της Απαγόρευσης και έλαβε 150.369 ψήφους.
Η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών ήταν για πολλά χρόνια ένα αμφιλεγόμενο θέμα στην Αμερική από την περίοδο της αποικιοκρατίας. Τον Μάιο του 1657, το Γενικό Δικαστήριο της Μασαχουσέτης έκρινε παράνομη την πώληση ισχυρών οινοπνευματωδών ποτών του ρουμιού, του κρασιού , του κονιάκ , κλπ. Ο Μπένζαμιν Ρας , ένας από τους σπουδαιότερους γιατρούς στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα , πίστευε στη μετριοπάθεια παρά την απαγόρευση. Στην πραγματεία του που εκδόθηκε το 1784 , “Η έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις του αλκοόλ στο ανθρώπινο σώμα” υποστήριξε ότι η υπερβολική χρήση αλκοόλ ήταν ζημιογόνος για τη σωματική και ψυχική υγεία. Στις αρχές του 1800 σχηματίστηκαν “ομάδες εγκράτειας” σε οκτώ κράτη, την ώρα που το 1830 οι Αμερικανοί κατανάλωναν κατά μέσο όρο 1,7 μπουκάλια σκληρού αλκοόλ ανά εβδομάδα.
Έτσι λοιπόν, όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης, με την σημαία να κρατούν θρησκευτικές οργανώσεις, καθώς και η Χριστιανική Ένωση Εγκράτειας Γυναικών και η Ένωση κατά των Σαλούν το 1874. Το κίνημα γιγαντώθηκε με το τέλος του πολέμου, όταν κυκλοφόρησε η αντίληψη ότι το αλκοόλ προκαλούσε ηθική παρακμή, ασθένειες και μειωμένη παραγωγικότητα στην εργασία και έτσι την 1η Ιανουαρίου του 1920 τέθηκε σε ισχύ ο νόμος Βόλστιντ ο οποίος απαγόρευε την παραγωγή, την πώληση και τη μεταφορά αλκοόλ. Όμως, ο νόμος είχε ένα κενό, δεν απαγόρευε την κατανάλωση αλκοόλ για ιδιωτική χρήση, αλλά ήταν αδύνατο να βρεις αλκοόλ εκείνη την εποχή χωρίς να έχεις παραβεί κάποιον από τους αρχικούς νόμους.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί Αμερικανοί θεωρούσαν μη πατριωτική πράξη τη χρησιμοποίηση δημητριακών για την παραγωγή αλκοολούχων ποτών και όχι τροφίμων. Πολλές ζυθοποιίες είχαν ιδιοκτήτες γερμανικής καταγωγής, γεγονός που επαύξησε τα αντιγερμανικά αντανακλαστικά των Αμερικανών. Επιφανείς εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου δήλωναν ότι οι εργαζόμενοι θα ήταν πιο παραγωγικοί εάν απείχαν από το αλκοόλ. Μάλιστα, ο Τζον Ροκφέλερ δώρισε 350.000 δολάρια στην «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League).
Η προπαγάνδα οδήγησε στην αλλαγή διάθεσης της κοινής γνώμης και ως το 1919 το 75% των πολιτειών είχε ευθυγραμμισθεί με τη 18η τροποποίηση του Συντάγματος, που απαγόρευσε την πώληση ή διακίνηση αλκοολούχων ποτών (16 Ιανουαρίου 1919). Έναν χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου του 1920, τέθηκε σε ισχύ με το νόμο Βόλστιντ.
Όπως ήταν φυσικό, η αμερικανική κοινωνία δεν θέλησε να υπακούσει το νόμο κι έτσι για τα επόμενα 13 χρόνια η χώρα ζούσε μια διπλή, παράνομη αλλά και ελκυστική καθημερινότητα. Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα και η μαύρη αγορά άρχισε να ανθίζει, το έγκλημα να κινείται ανοδικά και οι οργανωμένες συμμορίες να ευημερούν και να κερδίζουν πολιτική επιρροή. Η αστυνόμευση ήταν δύσκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα παράνομα αποστακτήρια και μπαρ. Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την προ Ποτοαπαγόρευσης εποχή και η διαφθορά στους κόλπους της αστυνομίας κάλπαζε, καθώς οι πειρασμοί για τους χαμηλά αμειβόμενους αστυνομικούς ήταν μεγάλοι.
Οι τεράστιες δημοσιονομικές απώλειες, όμως, καθώς η φορολόγηση του αλκοόλ δεν αντικαταστάθηκε ως έσοδο στα κρατικά ταμεία, με το κράτος να υπολογίζεται πως έχανε 500 εκατομμύρια δολάρια ετησίως από τη μη φορολόγηση του αλκοόλ, αποτέλεσαν και βασικό λόγο της άρσης της Ποτοαπαγόρευσης μετά την υιοθέτηση από το Κογκρέσο της 21ης Τροποποίησης του Συντάγματος, με την φράση του Φράνκλιν Ρούσβελτ “It’s time for a beer!” να μένει στην ιστορία.
Δεκάδες τραγούδια γράφτηκαν με θέμα την ποτοαπαγόρευση, είτε κατά την διάρκεια, είτε τα χρόνια που ακολούθησαν, με αγαπημένο θέμα τους “Bootleggers”, τους κατά συνθήκη λαθρέμπορους δηλαδή, διακινητές αλκοολούχων ποτών. Εμείς διαλέγουμε το “Kentucky Bootlegger” της σπουδαίας country μπάντας New Lost City Ramblers, που μεγαλούργησαν στη Νέα Υόρκη τις δεκαετίες ’50 και ’60.