Απόψεις

«Που κάμνουνε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή.» (Κ. Καβάφης)

By Γιάννης Δημογιάννης

September 15, 2017

Κάθομαι όλο και πιο συχνά, τελευταία και προβληματίζομαι σχετικά με τη δίνη, που έχει συμπαρασύρει τον τόπο, σ’ ένα μη αναστρέψιμο σπιράλ καθόδου. Δίχως κάποια πρόθεση μελοδραματισμού, αισθάνομαι – και δεν είμαι ο μόνος – πως η διαφαινόμενη αξιακή και πολιτισμική καθίζηση φαντάζει τόσο βαθιά ριζωμένη, που, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, η πραγματικότητα παραπέμπει στους Καβαφικούς «Τρώες». Ένα τετελεσμένο ναυάγιο, μία χαμένη, θαρρείς, πολιορκία. Το θέμα είναι πως οι «καλές ελπίδες» των εδώ συφοριασμένων – όπως συμβαίνει με κάθε φρούτο που σαπίζει πρόωρα – δεν έχουν πια σοβαρές πιθανότητες, ούτε να δέσουν σαν καρποί ελπίδας για το μέλλον, πόσο, δε, μάλλον να χορτάσουν την πείνα των απελπισμένων. Οπότε, νομοτελειακά, σημαίνει η ώρα που «η τόλμη και η απόφασίς μας χάνονται∙/ ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει∙/ κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε/ ζητώντας να γλυτώσουμε με τη φυγή».

Το ζητούμενο, βέβαια, είναι αν τελικά διαφαίνεται μία αμυδρή διέξοδος φυγής, για την περιβόητη Ελληνική υπόθεση, και κυρίως, ν’ αναλογιστούμε ποιοι όντως διαθέτουν το ανάστημα – το όραμα, αν θες – για να βάλλουν πρώτοι πλάτη, σε τούτη την προσπάθεια. Εδώ, πολύ φοβάμαι, η παραδοχή του σκηνοθέτη Θ. Αγγελόπουλου, σχετικά με την ένδεια, και την ένοχη σιωπή των Ελλήνων «πρωτοπόρων», δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας: «Ίσως, όμως, αν υπήρχε από τη μία μεριά, αυτό που ονομάζουμε Ταγοί κι έκαναν κάτι, ίσως και να ησύχαζε η Ιστορία, αλλά ξέρω πολύ καλά πως αυτό δεν μπορούν να το κάνουν. Αν υπήρχε η πιθανότητα να ορίσουν το μέλλον μ’ έναν τρόπο, πιθανώς, ανατρεπτικό, τότε μόνον το μέλλον θα μπορούσε να είναι ανοιχτό και ότι χαλάλι του.» Οι νοσταλγοί, άρα, του χαμένου Παραδείσου δείχνουν ελάχιστοι, αλλά προπάντων, ξέπνοοι και μπερδεμένοι, λες και εγκλωβίστηκαν σε μία αποικία εξόριστων… Παρά όμως αυτή τη θλιβερή παραδοχή, η μοναδική κοινότητα, που εκτιμώ πως εξακολουθεί ν’ ανθίσταται στην πνευματική ασφυξία, επιμένοντας ακόμη να φιλτράρει, να προάγει, να μετασχηματίζει το βίο, μέσω της δημιουργικής έκφρασης, είναι προφανώς η κοινότητα των καλλιτεχνών. Κυρίως, λόγω της ιδιοσυστασίας της ψυχής, και των ονείρων τους.

Ο καθένας, υποθέτω, έχει κρατήσει τα δικά του ενθύμια από τούτη τη σχέση. Ένα βιβλίο, ένα ποίημα, μία θεατρική παράσταση, μία φωτογραφία ∙ μικρές νησίδες για τους ναυαγούς του χρόνου και της ζωής. Στιγμές που χαράχτηκαν μέσα μας, την ώρα του καημού, της χαράς, της οδύνης. Συχνά τις ανασύρουμε, αναζητώντας στην ανάμνησή τους, την παρηγοριά, την έμπνευση, την ανάταση, την κάθαρση. Και το κάνουμε, γιατί από μία έμφυτη ανάγκη, αναζητούμε τον τρόπο να βρούμε επιτέλους μία στιγμιαία ανακωχή, σε μία ρότα, δίχως γυρισμό. Η δική μου ανακωχή, φαίνεται, ήρθε σαν μία συμβολική εκεχειρία αγάπης, στη μέση του πένθους, μετά το θάνατο του πατέρα. Όταν το δέντρο του δικού μου χρόνου, νεκρώθηκε στη μια του ρίζα. Όταν ο δικός μου αναστοχασμός επέστρεψε και πάλι στα γνώριμα, επώδυνα ερωτηματικά: «Πόσο θα κρατήσει το ταξίδι και πού θα με βγάλει;» «Θ’ αντέξω;» «Γιατί δεν πρόλαβα να του διαβάσω το τελευταίο κείμενο, κι ας γράφτηκε γι’ αυτόν;» «Πόσο ανυπεράσπιστη μοιάζει η ζωή, δίπλα στο θάνατο;» «Πώς θα επιβιώσω κουβαλώντας ένα σώμα φθαρτό, ένα μυαλό ασταθές, και μία ψυχή ευάλωτη σαν την παλίρροια;» Εν ολίγοις, αυτούσια η δεξαμενή που τροφοδοτεί τη δαιμονική φύση του καλλιτέχνη.

Ξεκομμένος από την πατρική ρίζα, ξεκομμένος κι από τη ρίζα του τόπου μου ∙ ορφάνια διπλή. Το τηλεφώνημα από τον Αντρέα έφτασε, όταν το σύννεφο είχε ρίξει βαριά άγκυρα στη γη μου. Συναντηθήκαμε σ’ ένα καφέ, δίπλα στη θάλασσα. Στη διαδρομή χαθήκαμε, αλλά, όταν ξαναβρεθήκαμε, ήταν σαν να μην πέρασε μία μέρα. Δεξιοτέχνης σολίστας του πιάνου, συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής, δάσκαλος γενεών, ο Αντρέας μετεωρίστηκε για μία ζωή, ανάμεσα στη σιωπή και τον ήχο, ανάμεσα στην αρμονία της μουσικής και τη δυσαρμονία του ανθρώπου. Κατά βάθος, ήθελε να με συλλυπηθεί για την απώλεια μου, αλλά η συζήτηση ξανοίχτηκε από νωρίς. Η φωνή του, παρηγορητική και εγκάρδια, με άγγιξε στους πιο μύχιους πόνους της ψυχής, στις απορίες που, την ώρα της οδύνης, έχασκαν αναπάντητες. Πάνω απ’ όλα, με σκέψεις διαυγείς, προσεχτικά γραδαρισμένες, ευγενικές, δίχως υπερβολές. Όταν, βλέπεις, στις μέρες μας πλεονάζουν οι κακόηχες κραυγές, σπανίζουν σίγουρα οι νηφάλιοι ψίθυροι. Εκείνη τη μέρα όμως, το ημερολόγιό μου έγραψε, χάρη στη γενναιοδωρία του φίλου Α. Αδαμόπουλου, και μία επιπλέον γενναιόδωρη προσφορά – όπως θα μπορούσε να την ενσαρκώσει μονάχα ένας σπάνιος μουσικός… Αρχικά, με προσκάλεσε στο ρεσιτάλ του, στα πλαίσια του Διεθνούς φεστιβάλ Πάτρας, στο μαγευτικό χώρο του αίθριου του παλιού Δημοτικού Νοσοκομείου της πόλης. Μετά, ήρθε και το πολύχρωμο ρεπερτόριο: «Θα παρουσιάσω, μου είπε, τον κύκλο «Τραγούδια χωρίς φωνή», γραμμένα για πιάνο. Θα παίξω 3 συνθέσεις του Fr. Shubert, 3 τραγούδια του F. Mendelsοn, καθώς και δύο δικά μου έργα (τις σουίτες «Ελληνόφως Ι» και «Ελληνόφως ΙΙ», βασισμένες σε Ελληνικά τραγούδια).» Και τότε, σέρβιρε για φινάλε, το παυσίλυπο αντίδωρό: «Να ξέρεις πως το “Ελληνόφως”, το έγραψα για εσένα και θέλω να το αναφέρω στο Αίθριο. Έγινες, χάρη στον αγώνα σου, η αφορμή για να ντυθούν από την αύρα σου, μελωδίες τραγουδιών που εγώ ξεχώρισα!» Τόσο ανθρώπινα, τόσο καθαρά, τόσο λυτρωτικά.

Η μέρα της συναυλίας έφτασε. Αρχές φθινοπώρου, σ’ ένα κατάμεστο Αίθριο. Στην παράσταση, ο σολίστας και συνθέτης, επέστρεψε στο γνώριμο σώμα αγαπημένων τραγουδιών, τα οποία, όμως, σχεδόν μεταμορφώθηκαν σε δικά του έργα, αυτόνομα και ισοβαρή. Όσο για την πρόταση του, δεν περιχαρακώθηκε καθόλου από την αίγλη ή τη φήμη των μεγαθηρίων που τα γέννησαν: Χατζιδάκις, Λοΐζος, ακόμη και λαϊκών δασκάλων, όπως ο Τσιτσάνης και ο Βαμβακάρης. Απεναντίας, κράτησε το άρωμά τους, την πεμπτουσία τους, αλλά, εν συνεχεία, δημιούργησε το δικό του κήπο, για να ξεναγήσει τους καλεσμένους του, σε νέες περιηγήσεις. Και το έκανε με το δικό του, μοναδικό τρόπο, όπως συμβαίνει πάντα με την έντεχνη παράδοση των τραγουδιών. Κοντολογίς, γνώριμες μελωδίες ενδύθηκαν στο παρόν, τους δικούς του ήχους, για να ταξιδέψουν σαν αυτόνομοι πια ταξιδιώτες, σε καινούργιους αστερισμούς. Όπως αιώνια συμβαίνει με τα έργα της Τέχνης… Η αρχική πυραμίδα παραμένει ατόφια, αλλά κάθε επόμενος δημιουργός προσθέτει τις ψηφίδες του, ανορθώνοντας έτσι τη βάση της, στον Ουρανό. Ίσως, κι ο μοναδικός τρόπος που απομένει, προκειμένου να συνομιλήσουμε με τα περασμένα, φρεσκάροντάς τα, με την ενέργεια από το προσωπικό μας αποτύπωμα. Γιατί, τελικά, ο πιανίστας Α. Αδαμόπουλος αυτό αποπειράθηκε με τα «τραγούδια, χωρίς φωνή»: να ξαναδεί το παλιό με τα δικά του μάτια, να συνομιλήσει εν τέλει όχι μόνο με τους ίδιους τους γεννήτορες των τραγουδιών, αλλά και με όσους διψούν για νέες αναγνώσεις – ερμηνείες.

Αυτό το νέο, άφθαρτο βλέμμα του Οδυσσέα αναζήτησε και συνέλαβε ο Αντρέας, σκύβοντας βαθιά μέσα στο σώμα της μουσικής μας παρακαταθήκης, και οριοθετώντας το ιδιαίτερο στίγμα του. Απλά, διέκρινε στις δημοφιλείς μελωδίες, εκείνους τους ήχους, που θα ταίριαζαν στη ξεχωριστή του αφήγηση. Το ίδιο αρχέγονο μονοπάτι της «ποιητικής» μετεξέλιξης. Γιατί αναμφίβολα ο λόγος του Ευριπίδη παραμένει ανυπέρβλητος στους αιώνες, εντούτοις επιτρέπει στις ερχόμενες γενιές, τις άπειρες, διαφορετικές και ανομοιόμορφες, μεταξύ τους, προσεγγίσεις. Κάπως έτσι, γράφτηκε και η σουίτα για πιάνο, με τίτλο «Ελληνόφως». Το πρώτο μέρος, το γνωστό «Τριαντάφυλλο» του Χατζιδάκι, μεταμορφώθηκε σε «Αστρολαμπυρίσματα». Η «Αγάπη που ’γινε δίκοπο μαχαίρι» μετασχηματίστηκε σαν «Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας». Το αγαπημένο του Σ. Κραουνάκη «Αυτή η νύχτα μένει», έγινε «Το Άδυτο». Ύστερα, το ρεμπέτικο «Χαράματα η ώρα τρεις», ταξίδεψε σαν «A true love of mine», και τέλος, το επαναστατημένο «Ο γέρο νέγρο Τζιμ» του Μ.Λοϊζου αποδόθηκε σαν όραμα: «Διαμαρτυρία, διεκδίκηση».

5 ολόφρεσκες ματιές πάνω σε θέματα, πολυτραγουδισμένα. 5 άφθαρτα βλέμματα, που θα παρέμεναν αφανέρωτα, έως ότου ανασυρθούν από τους ήχους ενός καλλιτέχνη. Πριν την εκτέλεση ο Αντρέας – θυμάμαι με συγκίνηση – σηκώθηκε και είπε δημοσίως: «Τη σουίτα “Ελληνόφως” την εμπνεύστηκα και την έγραψα για το φίλο, Οδυσσέα – Γιάννη Δημογιάννη. Το έργο αυτό αφορά τον αγώνα και το κουράγιο του»... Όταν επέστρεψα εκείνη τη νύχτα, σπίτι, ένιωσα να γλιστρούν στην καρδιά, οι στίχοι του Αλεξανδρινού: «Νάρκης του άλγους δοκιμές, εν φαντασία και λόγω». Ο πόνος θα μείνει, συλλογίστηκα, αλλά τουλάχιστον, ας ναρκωθεί! Έστω και στιγμιαία.