Ποτέ δεν ήμουν από τους ανθρώπους που νιώθει αυτό που κάποιοι αποκαλούν εθνική υπερηφάνεια.
Έφη Μόρδου
Δε δακρύζω στη θέα της γαλανόλευκης ούτε ανατριχιάζω στο άκουσμα του εθνικού μας ύμνου. Δεν αναπολώ το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας, ούτε και θεωρώ πως είμαστε γνήσιοι απόγονοι του Σοφοκλή και του Αριστοτέλη. Οι παρελάσεις μου φέρνουν μια μικρή αηδία και οι Κολοκοτρώνηδες δεν είναι ακριβώς οι αγαπημένοι μου ήρωες.
Την τελευταία πενταετία δε, το μόνο που νιώθω για τη χώρα μου είναι λύπη και απογοήτευση, πολιτικοί ανίκανοι διαδέχονται άλλους πιο ανίκανους και με κάνουν να πιστεύω πως συναγωνίζονται ποιος θα μας φέρει πιο κοντά στον πάτο.
Τις τελευταίες μέρες όμως κάτι άλλαξε. Κάτι που με έκανε να νιώσω ξαφνικά περήφανη για τη χώρα μου, περήφανη να λέω πως είμαι Ελληνίδα. Βλέπω όλη την “πολιτισμένη” Ευρώπη να γυρνάει επιδεικτικά την πλάτη της στους πρόσφυγες, να κλείνει σύνορα και να σφυρίζει αδιάφορα. Και από την άλλη βλέπω ένα λαό που έχει γονατίσει από την ανεργία, τους φόρους και τις μειώσεις μισθών, να σηκώνει το μικρό του ανάστημα και να είναι εκεί.
Να δηλώνει έμπρακτα αλληλέγυος σε ανθρώπους που βρίσκονται κυριολεκτικά στο έλεος του θεού και να προσφέρει ό,τι και όσο μπορεί από το υστέρημά του.
Η εικόνα της πλατείας Συντάγματος την Κυριακή με ξεπέρασε. Χιλιάδες κόσμου παρέλασαν, (να αυτές μόνο οι παρελάσεις με συγκινούν), άλλος με ένα πακέτο μακαρόνια στο χέρι κι άλλος με δέκα σακούλες πράγματα, δεν έχει σημασία, μια μικρή προσφορά στο όνομα της ανθρωπιάς.
Βλέπω ακόμη και τον πρωθυπουργό, τόσο κατώτερο των προσδοκιών μας σε τόσα και τόσα, να δηλώνει πως δεν μπορεί να τους αφήσει να πνιγούν, τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα.
Κι όσο κι αν δεν με αφορά αν η λέξη φιλοσοφία, τηλέφωνο ή μαθηματικά είναι άκρως ελληνικές, με αγγίζει που οι λέξεις Αλληλ-εγγύη και Φιλο-ξενία είναι δικές μας, με όλο το νόημα και την ουσία τους.