Επικαιρότητα

Προάστια μίσους – από το Νίκο Νικήτογλου

By Νίκος Νικήτογλου

March 22, 2016

Σε λίγες ώρες τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή μέσα θα ασχολούνται με το προφίλ των τρομοκρατών.Πρώτη τους προτεραιότητα θα είναι να εξετάσουν το εάν πήγαν στο Βέλγιο από κάποια άλλη χώρα.Έπειτα,και είναι το πιο πιθανό σενάριο,θα δουν ότι πρόκειται για Βέλγους πολίτες, αφρικανικής καταγωγής ή με καταγωγή από τη Μέση Ανατολή.

Όσοι έχετε περάσει έστω και ένα μικρό διάστημα της ζωής σας σε μια μεγαλούπολη του “δυτικού κόσμου”, ξέρετε τί σημαίνει ghetto. Εργατικές πολυκατοικίες με τους ανθρώπους στοιβαγμένους. Ανεργία,κοινωνικός αποκλεισμός,εγκληματικότητα,ναρκωτικά.

Δουλεύοντας για ένα διάστημα σε μια στοιχηματική εταιρεία στο Λονδίνο,μπορώ να σας πω με βεβαιότητα πως αυτοί ήταν οι καλύτεροι πελάτες μας.Έπερναν τα επιδόματα πολυτέκνων,στέγασης,ανεργίας και μέχρι τις 5 του μήνα τα είχαν ακουμπήσει στο τζόγο.Το υπόλοιπο του μήνα το πέρναγαν δανείζοντας ο ένας λεφτά στον άλλον,δουλεύοντας σε underpaid δουλειές του ποδαριού,ή στις περισσότερες περιπτώσεις,έβγαζαν το “ψωμί” τους μέσα από εγκληματικές δραστηριότητες (όπως το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών).

Οι φονταμενταλιστές λοιπόν στρατολογούν νέα παιδιά από αυτές τις γειτονιές και τα χρησιμοποιούν για το σκοπό τους.Φανταστείτε λοιπόν ένα παιδί από αυτές τις γειτονιές,που εγκαταλείπει τη Δύση για να πάει στη Συρία. Για να σκοτώσει ή να σκοτωθεί. Φανταστείτε το πως μεγάλωσε, την οικογένεια του, το διαμέρισμα-κουτί, το σχολείο που δεν πήγε, τον αθλητισμό που δεν έκανε, την εγκληματικότητα και τη βία μέσα στην οποία μεγάλωσε από πολύ μικρή ηλικία.

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι το μυαλό μου πήγε στο “La Haine”(Το μίσος). Η αλήθεια είναι ότι είχα κάποια χρόνια από τότε που είχα δει τη συγκεκριμένη ταινία για τελευταία φορά. Όταν λοιπόν η ταινία τελείωσε, κατάλαβα γιατί παραμένει πιο επίκαιρη από ποτέ. Η ταινία του Μασιέ Κασοβίτς με τους Βανσέν Κασέλ, Ιμπέρ Κουντέ και Σαϊντ Ταγκμαουί, μας μεταφέρει σε ένα συγκρότημα εργατικών κατοικιών στο Παρίσι. Εξαιρετική ατμόσφαιρα από την ασπρόμαυρη εικόνα και μια γειτονιά η οποία ζει σε συγκρουσιακούς ρυθμούς με τις αρχές και την αστυνομία. Τρεις φίλοι λοιπόν, ένας εβραίος, ένας αλγερινός και ένας μαύρος, ξεκινούν τη μέρα τους, μετρώντας τις ζημιές και τις εμπειρίες τους από το προηγούμενο βράδυ των ταραχών. Αιτία για τις συγκρούσεις με την αστυνομία, είναι ένα 16άχρονο αγόρι, ο Abdel Ichah, ο οποίος κινδυνεύει να πεθάνει μετά από άγριο ξυλοδαρμό που υπέστη από αστυνομικό, στα πλαίσια μιας ανακριτικής διαδικασίας.

Δεν θα μιλήσω για το σκηνοθετικό κομμάτι της ταινίας, καθώς υπάρχουν άλλοι και σαφώς πιο έμπειροι και καθ’ύλην αρμόδιοι γι’αυτό. Εμένα όμως η συγκεκριμένη ταινία με άγγιξε σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικό. Η κάμερα ακολουθεί τους πρωταγωνιστές σαν σκιά. Ζεις μαζί τους μια ολόκληρη μέρα. Βλέπεις με τι πραγματικά ασχολούνται. Ποιοί είναι οι φίλοι τους. Ποιές οι ασχολίες τους, οι ανησυχίες τους, τα άγχη τους. Βλέπεις το επίπεδο ζωής σε ένα προάστιο του Παρισιού, την υποβάθμιση, την εγκληματικότητα,την ανυπαρξία ευκαιριών για κάτι καλύτερο, για κάτι διαφορετικό. Βλέπεις ότι δεν υπάρχει κάποιος σκοπός ζωής. Υπάρχει η καθημερινή επιβίωση, μικροκλοπές, ναρκωτικά, γοητεία για τη βία, ανυπακοή και μίσος προς τις αρχές.

Και η υποβάθμιση δεν είναι κάτι το οποίο προσπερνάς. Ποιές είναι οι ευκαιρίες αυτών των ανθρώπων; Ποιά είναι τα εφόδια που τους δίνει η πολιτεία; Ποιά είναι η συμπεριφορά των αρχών απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους; Κοινωνικός απομονωτισμός, περιθωριοποίηση. Βία και αντιβία. Ένας νέος άνθρωπος σε κρίσιμη κατάσταση λόγω αστυνομικής βίας, ένας άλλος πυροβολημένος στο κεφάλι από αστυνομικό. Πώς λοιπόν θα αντιδρούσαν αυτοί οι νέοι άνθρωποι, που ζουν στη σκιά του Παρισιού, του φωτός και του έρωτα; Υπάρχει θεός γι’αυτούς; Μάλλον όχι.

Προάστια μίσους. Μαύροι, Άραβες, Εβραίοι, Skinheads, Μετανάστες, γόνοι προσφύγων. Οι κολασμένοι των μεγαλουπόλεων, η ορχήστρα της αστικής βίας. Και ναι οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις με τρομάζουν ως άνθρωπο. Μοιάζουν με αποθήκες ψυχών, όπου κάθε άνθρωπος δεν ζει, επιβιώνει. Προσπαθεί να πάρει μια ανάσα. Απλά κάποιοι παίρνουν βαθιές ανάσες, και οι υπόλοιποι μοιράζονται το οξυγόνο που περισσεύει.

Όλη η ταινία είναι 2 ατάκες για μένα (προσωπικά το λέω) και οι δύο τυγχάνει να ειπώθηκαν από τον Ουμπέρτ Κουντέ. Η μία εγκιβωτίζει το άγχος ενός νέου ανθρώπου, με συγγενείς στη φυλακή, μεγαλωμένος στο γκέτο, περιθωριοποιημένος, ο οποίος λέει στη μητέρα του:

“I’m sick of the projects.I want out.It’s getting worse.”

“Βαρέθηκα να ζω στις εργατικές κατοικίες. Θέλω να ξεφύγω. Όσο πάει και χειροτερεύουν τα πράγματα”.

Η δεύτερη ατάκα, πάλι από τον Κουντέ, περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο την ψυχολογία αυτών των νέων ανθρώπων.

“Heard about the guy who fell off a skyscarper?On his way down past each floor,he kept saying to reassure himself:So far so good…so far so good…so far so good.How you fall doesn’t matter.It’s how you land”

“Άκουσες γι’αυτόν τον τύπο που έπεσε από έναν ουρανοξύστη; Καθώς έπεφτε, σε κάθε όροφο που πέρναγε, έλεγε στον εαυτό του: Μέχρι στιγμής..όλα καλά…μέχρι στιγμής…όλα καλά.Το πως πέφτεις δεν έχει σημασία.Το πως προσγειώνεσαι έχει σημασία”.

Και αυτό στο δίνει η ταινία. Στο δίνουν οι ήρωες. Νιώθουν να πέφτουν συνεχώς. Νιώθουν πως για όλο αυτό δεν υπάρχει διέξοδος. Είναι σαν μια δίνη που σε καταδικάζει να ζεις στο περιθώριο, με ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, με συγκεκριμένες αφετηρίες και ακόμη πιο συγκεκριμένα όρια.

Αυτοτροφοδοτούμενα αδιέξοδα, παραδείγματα προς αποφυγή. Ίσως τελικά, οι άνθρωποι που καταφεύγουν σε ακραία μέσα, είναι πραγματικά απελπισμένοι, για να μην χρησιμοποιήσω τον όρο εξαθλιωμένοι. Από αυτές τις γειτονιές θα “ψωνίσουν” οι “τρομοκράτες”, σε αυτές τις γειτονιές θα πλουτίσουν οι έμποροι του θανάτου.