Από το theballhog.net
Όταν από το καλοκαίρι άρχισαν να πληθαίνουν οι προτροπές αναγνωστών μας για να κάνουμε σαν site ένα αφιέρωμα στον Γιάννη Αντετοκούνμπο ήμασταν ιδιαίτερα διστακτικοί. Η ήδη υπάρχουσα πληροφόρηση και κάλυψη του φαινομένου “Giannis” από τον διεθνή μπασκετικό τύπο, αλλά και η εκνευριστικά φουστανελάτη κάλυψη του φαινομένου από τον εγχώριο Τύπο, θεωρούσαμε πως δεν μας άφηναν περιθώρια για παρουσίαση κάτι πρωτότυπου ή διαφορετικού από τα ήδη ειπωμένα, χωρίς την περαιτέρω ρήξη με τον εγχώριο μπασκετικό Τύπο, γεγονός που δεν ήταν μέσα στις επιδιώξεις μας, όχι από το φόβο της ρήξης καθεαυτής με την εγχώρια μπασκετική κοινότητα (άλλωστε επαγγελματίες σε άλλους τομείς είμαστε εμείς), όσο για την αποφυγή της μομφής του τακτικού ετεροπροσδιορισμού.
Παρόλα αυτά, η εξέλιξη του Giannis ως μπασκετμπολίστα, που πλέον συγκαταλέγεται στα top 50 ονόματα του ΝΒΑ, αλλά και η διαιώνιση του φαινομένου της -κατά συντριπτικής πλειοψηφίας- μη αντικειμενικής κάλυψης της εξέλιξης του ανθρώπου και αθλητή Αντεντοκούνμπο από τον εγχώριο Τύπο, άρχισαν να μας προκαλούν ερεθίσματα εντονότερα από την όποια διστακτικότητα. Η τελική αφορμή δόθηκε από δύο άσχετα μεταξύ τους γεγονότα. Πρώτον, από τα fora συζητήσεων των fantasy λιγκών του Ball Hog, όπου και ξεκίνησε μία μεγάλη συζήτηση για τη σωστή ή μη χρησιμοποίηση των ταλέντων του Αντετοκούνμπο από το προπονητικό team των Bucks, και για το αν η εξέλιξή του είναι αντίστοιχη των δυνατοτήτων του ή όχι. Και δευτερευόντως από την προκλητικά αντιφατική δημοσιογραφική κάλυψη του παρελθόντος της οικογένειας Αντετοκούνμπο, και της ένταξης αυτής στην ελληνική κοινωνία, σε σχέση με την δημοσιογραφική κάλυψη των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών στη χώρα μας, όπως αυτές έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια.
Τα παραπάνω βοήθησαν στο να παρθεί τελικά η απόφαση για ένα μεγάλο, όσο πιο αναλυτικό, αφιέρωμα στο φαινόμενο Giannis από το Ball Hog. Ένα αφιέρωμα για το οποίο επιστρατεύθηκε σύσσωμο το συγγραφικό δυναμικό του Ball Hog, για τον μεγαλύτερο δυνατό πλουραλισμό και την πληρότητα οπτικών και απόψεων πάνω στην περίπτωση του Αντετοκούνμπο. Ένα αφιέρωμα σε ένα φαινόμενο τόσο μεγάλο για τα ελληνικά μπασκετικά δεδομένα που για την πλήρη κάλυψή του αποφασίσαμε να το χωρίσουμε σε τρία μέρη, όσες θεωρούμε πως είναι και οι διαστάσεις του: η pop culture διάστασή του, η κύρια διάστασή του, η μπασκετική, και η κοινωνική του διάσταση, με τις όποιες προεκτάσεις αυτή έχει στην ελληνική, όχι αποκλειστικά μπασκετική, κοινωνία, και τί για αυτήν αποκαλύπτει, μάλιστα εμφατικά. Συνέχεια, και ολοκλήρωση σήμερα του αφιερώματος, με το Τρίτο Μέρος του Project Giannis του Ball Hog: την Κοινωνική Διάσταση του φαινομένου “Giannis Antetokounmpo”.
“Project Giannis” pt III: Η Κοινωνική Διάσταση
Ακόμα και στη μουλιασμένη από κυνισμό εποχή μας, υπάρχουν ιστορίες που ηχούν μαγικές, σαν παραμύθια, σκορπώντας αβίαστα χαμόγελα, κι εμείς σαν Ball Hog επιλέξαμε αυτές τις μέρες να σας διηγηθούμε μια τέτοια ιστορία, την ιστορία του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Και αφού είδαμε το πως κατόρθωσε να φθάσει από τα Σεπόλια στο ΝΒΑ, είδαμε την αγωνιστική του μεταμόρφωση, από έναν άγουρο και ανέτοιμο παίκτη σε έναν εν δυνάμει All-Star ή και franchise player, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στο πως ο ίδιος ο Γιάννης μεταμορφώθηκε στα μάτια μιας ολόκληρης κοινωνίας από “freak” σε “Greek Freak”.
Ίσως να μην ήταν από την πρώτη στιγμή, αλλά όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο η όλη ιστορία του Αντετοκούνμπο έπαιρνε στο μυαλό μας διαστάσεις παραμυθιού. Δεν φταίμε εμείς αποκλειστικά γι’ αυτό, μιας και ο όρος “fairytale” έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την ιστορία του Γιάννη ως τώρα. Και η αλήθεια είναι ότι ταιριάζει απόλυτα, καθώς η ιστορία αυτή εμπεριέχει τη μετάβαση από τα δύσκολα χρόνια στην ευτυχία και την επιτυχία. Και, ενδεχομένως το σημαντικότερο, η μετάβαση αυτή σφραγίστηκε από ένα λαμπερό χαμόγελο πασπαλισμένο με παραμυθόσκονη.
Δεν έχουμε κάποιο πρόβλημα με τα παραμύθια, αντιθέτως τα απολαμβάνουμε όσο λίγοι. Οπότε γιατί η συγκεκριμένη τόσο γλυκιά ιστορία να πικρίζει τόσο στο τέλος; Πιθανότατα επειδή αποτελούσε, και συνεχίζει να αποτελεί, μια διαρκή υπενθύμιση της σκοτεινής πραγματικότητας γύρω μας, που τόσο βίαια συγκρούεται με αυτή την φωτεινή ιστορία της ζωής του Γιάννη Αντετοκούνμπο.
Μέσα από το πρίσμα της ζωής του Γιάννη μπορούμε να ρίξουμε κλεφτές ματιές σε μία άλλη κοινωνία, όπου ο μετανάστης δεν γνωρίζει ρατσισμό, σε μία κοινωνία όπου το ταλέντο και η σκληρή δουλειά προσφέρουν ένα λαμπρό μέλλον σε ένα καθεστώς ίσων ευκαιριών ανεξαρτήτως φύλου, προέλευσης ή σεξουαλικών προτιμήσεων, σε μία κοινωνία όπου ο Πρωθυπουργός βραβεύει το παιδί ενός Αφρικάνου μετανάστη που ήρθε παράτυπα στην Ελλάδα. Όποιος ή όποια πιστεύει ότι αυτή είναι η πραγματικότητα γύρω μας, μπορεί κάλλιστα να πιστεύει και σε σοκολατένια σπίτια, δράκους και πρίγκιπες που κυκλοφορούν με ένα γοβάκι ψάχνοντας το ταίρι τους.
“Μα αφού όλα αυτά γίνανε, δεν τα φανταστήκαμε”, θα πουν πολλοί. Ναι, αλλά πρόκειται για οτιδήποτε άλλο πέρα από μία εξαίρεση που έρχεται να επιβεβαιώσει έναν παγιωμένο, σκληρό κανόνα; Μια αχτίδα φωτός στον σκοταδισμό που περιβάλλει μια ολόκληρη κοινωνία; Δεν είμαστε τόσο αισιόδοξοι. Τίποτα δεν μας προδιαθέτει να πιστέψουμε πως η ιστορία αυτή θα αφήσει κάποιο αποτύπωμα στο συλλογικό DNA του θυμικού των Ελλήνων.
Και στο σημείο αυτό θα θέλαμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Όπως όλα τα παραμύθια κρύβουν κάτω από τη αστερόσκονη την αλήθεια, έτσι και η ιστορία του Γιάννη έχει κατορθώσει να κρύψει τις νοσηρές αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας. Ο ιδρώτας του Γιάννη αποτέλεσε το νερό της κολυμπήθρας του Σιλωάμ μέσα στην οποία πάσχιζαν να ξεπλύνουν την μπόχα τους οι σιχαμένοι ρατσιστές, αλλά και να νίψουν τας χείρας τους, σαν τον Πόντιο Πιλάτο, οι ακόμα χειρότεροι άνθρωποι, αυτοί οι αδιάφοροι φιλήσυχοι μικροαστοί που είναι κρυμμένοι ανάμεσά μας. Για όλους τους κατοίκους της Λέσβου 1) που με συγκινητική υπερπροσπάθεια περιθάλπουν τους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες που καταφθάνουν στο νησί, τιμώντας στην πράξη το άγαλμα του νησιού τους, εκείνο της ξεριζωμένης Μικρασιάτισσας μάνας που κοιτάει προς τον τόπο προσφυγιάς της, υπάρχουν όλα εκείνα τα ανθρωποειδή που στον ανθρώπινο πόνο βρίσκουν “ευκαιρία” πλουτισμού, πουλώντας πανάκριβα τις υπηρεσίες της φόρτισης του κινητού και του ενός γαμημένου σάντουιτς σε πεινασμένους ανθρώπους.
Έτσι, παρά τη δυναμική και τη μοναδικότητα της περίπτωσης Giannis, και παρότι έσκασε με δύναμη, δημιουργώντας τους όρους να προκαλέσει σοβαρές ρωγμές στον πυρήνα της «κανονικότητας» των πεποιθήσεων και των προκαταλήψεων ενός ολόκληρου έθνους, πολύ γρήγορα μας μένει η αίσθηση πως η δύναμη του χτυπήματος απορροφήθηκε από το μοναδικό ταλέντο του ίδιου έθνους να κλείνει τα μάτια και να υποκρίνεται. Αντί να επιλέξουμε να αναμετρηθούμε με τις προκαταλήψεις και τις παθογένειες, που η άνοδος ενός νεαρού Αφρικάνου έφερε στην επιφάνεια, επιλέξαμε απλά να αγνοήσουμε την καταγωγή του. Επιλεκτικός αντιρατσισμός. Τόσο επιλεκτικός, που σε πολιτειακό επίπεδο δεν συμπεριλήφθηκαν στην εξαίρεση καν οι ίδιοι του οι γονείς2). Η δε υποκρισία, για πολλοστή φορά άφθονη:
“Απαντήσεις για το θέμα της ιθαγένειας των αδελφών Αντετοκούνμπο έδωσε το υπουργείο Εσωτερικών και ξεκαθάρισε ότι η μόνη παρέμβαση που έγινε στην υπόθεση τους ήταν να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για να μπορέσει ο Γιάννης να συμμετάσχει στο draft του ΝΒΑ. Αναλυτικά η ανακοίνωση:
«Ο Θανάσης και ο Γιάννης Αντετοκούμπο είναι δύο νέα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα χωρίς ουδέποτε να αποκτήσουν κάποια ιθαγένεια. Η ιθαγένεια αποδόθηκε στους δύο νέους απολύτως νόμιμα, βάσει των διατάξεων περί ανιθαγενείας. Οι συγκεκριμένες διατάξεις ισχύουν εδώ και πολλά χρόνια και αφορούν σε περιπτώσεις παιδιών που γεννιούνται στην Ελλάδα και είναι ανιθαγενείς. Μοναδική παρέμβαση της ελληνικής Πολιτείας ήταν να επιταχύνει τις διαδικασίες για να μπορέσει ο ένας εκ των δύο νέων Ελλήνων να συμμετάσχει στις επιλογές του αμερικανικού NBA.
Την ίδια ευαισθησία δείχνει η Ελληνική Πολιτεία σε όλες τις περιπτώσεις όπου υπάρχουν έκτακτοι λόγοι όπως περιπτώσεις υγείας όπου απαιτείται νοσηλεία εκτός Ελλάδος ή περιπτώσεις σπουδών στο εξωτερικό. Σε τέτοιες περιπτώσεις επιταχύνεται η διαδικασία και εάν οι αιτούντες πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου, αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια. Η επιτάχυνση της διαδικασίας στην περίπτωση του Θανάση και του Γιάννη Αντετοκούμπο ήταν μία πράξη που ωφέλησε την Ελλάδα, και η δημόσια παρουσία τους τιμά την πατρίδα».”
Παρατηρείται, συνεπώς, μία άτυπη συναλλαγή: ο Γιάννης προσφέρει τιμή, δόξα, νίκες και η ελληνική κοινωνία σε αντάλλαγμα καταδέχεται να κάνει τα στραβά μάτια στο χρώμα του δέρματος του, στο άκουσμα του επιθέτου του, στην καταγωγή του. Δεν τα αποδέχεται. Γιατί στα παρασκήνια του παραμυθιού του Γιάννη, στην ελληνική πραγματικότητα, οι μετανάστες αντιμετωπίζονται, στην καλύτερη περίπτωση, ως πρόβλημα και στην χειρότερη ως σκουπίδια, ενώ οι καταγγελίες των παιδιών μεταναστών και προσφύγων προς την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για την συμπεριφορά που συνάντησαν στην Ελλάδα περιλαμβάνουν περιστατικά απίστευτης βαρβαρότητας που προκαλούν αποτροπιασμό. Τα όποια εντυπωσιακά παραδείγματα αλληλεγγύης, φιλοξενίας και περίθαλψης είναι δυστυχώς ατομικά και όχι πολιτειακά. Η επίσημη πολιτεία επιμένει σε κέντρα φιλοξενίας -κατ’ όνομα, κράτησης στην πράξη- και επεκτείνει την “αρωγή” της με “hot spots” υποδοχής, πολιτικές επαναπροώθησης, απομάκρυνση των δημοσιογράφων όταν είναι να αποδοθεί η παραδοσιακή ελληνική αστυνομική φιλοξενία και με ενίσχυση της συνεργασίας με την Frontex για μια Ευρώπη – Φρούριο.
Σύμβολο της ακολουθούμενης πολιτικής ως προς την μετανάστευση στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί άλλο από τον φράχτη στον Έβρο. Ένας φράχτης που κατασκευάστηκε και διατηρείται από το 2012, με την συντριπτική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών κομμάτων να έχουν ταχθεί υπέρ της ύπαρξης και διατήρησής του. Ενός φράχτη που ευθύνεται για την διαρκή αύξηση των πνιγμών ανθρώπων στο Αιγαίο.
Και είναι ανατριχιαστικό το δημοσιογραφικό αφήγημα της λογικής “αν δεν θέλανε να πνίγονται στο Αιγαίο, ας μην ταξιδεύανε Γενάρη μήνα“, σε μια προσπάθεια να μετατεθεί η ευθύνη των πνιγμών στην εποχή μετανάστευσης από τους χρόνιους βομβαρδισμούς μιας χώρας.
Ο δε Πρωθυπουργός που βράβευσε τον Γιάννη Αντετοκούνμπο έχει βασίσει μεγάλο κομμάτι της πολιτικής του καριέρας σε μία ακροδεξιά ρητορική και πρακτική μίσους έναντι στους μετανάστες, αυτούς που χαρακτήριζε “λαθραίους” – σαν να μιλάει για προϊόντα. Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση του Αντώνη Σαμαρά στο διαγραμματειακό του κόμματός του όπου χαρακτήρισε τη “λαθρομετανάστευση” ως “πρόβλημα που διογκώνεται και κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε”, προαναγγέλοντας “την ανακατάληψη των πόλεών μας”: “Οι πόλεις μας έχουν καταληφθεί από παράνομους μετανάστες, εμείς θα τις ανακαταλάβουμε.
Επίσης, θα καταργήσουμε τον νόμο Ραγκούση, που μετέτρεψε τη χώρα μας σε μαγνήτη παράνομων μεταναστών. Θα μεταφέρουμε τους λαθρομετανάστες σε κέντρα φιλοξενίας, σε παλιά στρατόπεδα έως ότου να επαναπατριστούν”. Συνάδει μια τέτοια τοποθέτηση με την βράβευση ενός «παράνομου» μετανάστη, η μόνη διαφορά του οποίου με τους υπόλοιπους είναι ότι πηδάει ψηλά και έχει ταλέντο στο να πετάει μια μπάλα σε ένα καλάθι; Αρκεί, λοιπόν, το ταλέντο του Γιάννη για να κάνει τον τότε Πρωθυπουργό – ψηφισμένο από μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού, άρα σε ένα βαθμό και εκφραστή του- να κρύβει κάτω από το χαλί τη ρητορική και τις αντιλήψεις του για χάρη μιας φωτογραφίας με έναν δημοφιλή νεαρό;
Φυσικά δεν υπολογίζουμε τους εν Ελλάδι υποστηρικτές του φασισμού, αυτούς που, σταθερά και για ιδεολογικούς λόγους, θα ήθελαν όλους τους μετανάστες εξαφανισμένους, και κάνουν ό,τι μπορούν προς αυτή την κατεύθυνση. Συνεπής, τουλάχιστον απέναντι στον μισανθρωπισμό που έχει διαποτίσει κάθε κύτταρο της ύπαρξής του, παρουσιάστηκε ο αρχηγός της νεοναζιστικής συμμορίας, Νίκος Μιχαλολιάκος, ο οποίος εμφανίστηκε εξοργισμένος από την συμπάθεια που συγκεντρώνει ο Γιάννης, και ζήτησε την σύλληψη και την απέλαση του ίδιου και της οικογένειας του.
Δεν έμεινε εκεί, όμως, και σε τηλεοπτική του εμφάνιση στον σταθμό – πλυντήριο Kontra News, όπου, προφανώς σαγηνεμένοι από τις θεωρητικές του αναλύσεις, του έδωσαν βήμα για να μολύνει λίγο ακόμα την ελληνική κοινωνία με κηρύγματα μίσους, ο Νίκος Μιχαλολιάκος χαρακτήρισε τον Αντετοκούνμπο, του οποίου το όνομα δεν μπορούσε να προφέρει γιατί στα ελληνικά αυτιά του τού ηχούσε ξένο, “χιμπατζή”.
“Ένα μεμονωμένο περιστατικό” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η προηγούμενη δήλωσή του Νίκου Μιχαλολιάκου. Και είναι γεγονός ότι προκάλεσε μια μικρή αναστάτωση, κυρίως στην ελληνική μπασκετική κοινότητα, η οποία ανακάλυψε την ύπαρξη της Χρυσής Αυγής, χωρίς βέβαια να αντιδράσει υποτυπωδώς, χάνοντας μια μοναδική ευκαιρία σύγκρουσης με τον ρατσισμό και τον φασισμό σε ένα προνομιακό γήπεδο, όπως αυτό του αθλητισμού και δη του μπάσκετ.
Ωστόσο, πέρα από τις ελάχιστες αντιδράσεις που προξένησε, θα έπρεπε να είχε προκαλέσει κι ένα deja-vu στους Έλληνες αθλητικούς δημοσιογράφους, καθώς ολοκλήρωνε έναν κύκλο, αντηχώντας μια αλησμόνητη στιγμή, με πρωταγωνιστή τον ισόβιο φύλαρχο του ελληνικού μπάσκετ, τον αγέραστο Γιώργο Βασιλακόπουλο. Πρώτος αυτός, προκειμένου να προπαγανδίσει τη φυλετική ανωτερότητα των Ελλήνων ως εμπνευστών του σκεπτόμενου μπάσκετ, είχε τολμήσει, με μηδενιστική χυδαιότητα, να παρομοιάσει τους εξαιρετικούς αθλητές, που αποτελούν πρότυπα για όλο τον πλανήτη, με τα συγγενικά μας πρωτεύοντα, λέγοντας πως: «Τι είναι δηλαδή το ΝΒΑ; Κάτι μαϊμούδες που πηδάνε».
Μια δήλωση η οποία είχε περάσει ως ένα ακόμη ευφυολόγημα του σοφού Νέστορα από τους ντόπιους σφουγγοκωλάριους του ελληνικού Τύπου, που όταν οι κάφροι των ελληνικών γηπέδων πετάνε μπανάνες σε Αφρικανούς παίκτες θα το θεωρούν ως μια χαριτωμένη στιγμή του “παθιασμένου λαού της ομάδας”. Οι ίδιοι, που η αντίδραση τους όταν στους τελικούς της Α1 υπήρχε ένας χουλιγκάνος του Παναθηναϊκού ντυμένος με τις λευκές κουκούλες της Ku-Klux-Klan, ασελγώντας χυδαία στην συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας για να ταράξει τον Eddie Johnson, το αντιμετώπισαν σε μία λογική «το μη χείρον βέλτιστον», συγκρινόμενο με τα άλλα περιστατικά της πιο σωματικής, αλλά όχι λιγότερο νοσηρής, βίας που λάμβαναν χώρα στα ελληνικά γήπεδα. Το Τρίποντο αποκαλούσε το ΝΒΑ «Αλλό Πλανήτη», αλλά αυτός ο τίτλος είχε μάλλον μπερδέψει τους βαλκάνιους κλεφτοκοτάδες της καλαθόσφαιρας, που είχαν την εντύπωση πως απευθύνονταν στον Πλανήτη των Πιθήκων…
Το πρόβλημα, βέβαια, εδράζεται και σε ένα άλλο κυρίαρχο χαρακτηριστικό της προσέγγισης του αθλητισμού από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού: την απόλυτη φετιχοποίηση της νίκης και του αποτελέσματος. Για την πλειονότητα των Ελλήνων, το κυνήγι του ροζ φύλλου καθίσταται αυτοσκοπός σε βαθμό τέτοιο, όπου το ίδιο το παιχνίδι χάνει την αξία του και γίνεται απλά το μέσο, το όχημα για την διεκδίκηση της ευχαρίστησης και της ηδονής που προκαλεί η επικράτηση επί του αντιπάλου. “H ομάδα να κερδάει κι ας είναι με πέτσινο πέναλτι στο ’90” είναι η φράση που εσωκλείει χαρακτηριστικότερα την νοσηρή νοοτροπία που έχει κυριαρχήσει σε αθλητικό επίπεδο στη χώρα.
Η αρρωστημένη αυτή προσέγγιση μας προσφέρει αντίστοιχες αρρωστημένες σκηνές. Στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα Εφήβων U18 που φιλοξενήθηκε στο Βόλο, είδαμε τον κόσμο που είχε κατακλύσει το κλειστό να αποδοκιμάζει και να βρίζει παιδιά 18 χρονών που ήρθαν να παίξουν για να πάρουν εμπειρίες. Ανήλικα παιδιά να υβρίζονται για ένα αποτέλεσμα χωρίς τον παραμικρό αντίκτυπο, χωρίς κανένα αποτύπωμα. Και ο Τύπος φυσικά να τα παρακινεί να φέρουν το τρόπαιο, και να κάνει λόγο για τεράστια «καρύδια» και για “DNA νικητών”. Πόσο άδικο άραγε μπορούμε να καταλογίσουμε στον Alexander Gomelsky, όταν αυτός υποστήριξε πως «Οι Έλληνες δεν αγαπούν τα σπορ, αλλά τις νίκες σε αυτά.»;
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, που συνοψίζει το πρόβλημα της νοοτροπίας της αντιμετώπισης του αθλητισμού στη χώρα, είναι το ασφυκτικά γεμάτο γήπεδο για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Άρσης Βαρών της Αθήνας το 1999. Ένα άθλημα που η γνώση των περισσοτέρων γύρω από αυτό περιοριζόταν απλά στην ύπαρξή του, μετά από τα μετάλλια στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης και της Ατλάντα έγινε το εθνικό μας σπορ.
Οι “κωλοαλβανοί” των αρχών της δεκαετίας του ’90 έγιναν “τα δικά μας παιδιά, οι βορειοηπειρώτες, των αλύτρωτων πατρίδων” μόλις κάτι γυαλιστερό κρεμάστηκε μπρος στο στήθος τους. Και ο κοινωνικός παροξυσμός της πιο κάλπικης δεκαετίας της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας κορυφωνόταν στο γήπεδο των εθνικών μας επιτυχιών, το ΣΕΦ, στις 18-28 Νοέμβρη του σωτηρίου έτους 1999, παράλληλα με τις έτερες φούσκες της εποχής, το Χρηματιστήριο και το κωστοπουλικό lifestyle. Φούσκες που όλες τους σκάσανε με πάταγο λίγα χρόνια αργότερα, έχοντας προλάβει όμως να μας στιγματίσουν για τον τρόπο που σαν κοινωνία αφήσαμε να μας θαμπώσουν απροβλημάτιστα.
Αλλά δυστυχώς τα παραδείγματα δεν σταματούν εδώ. Ένα ολόκληρο στάδιο σταμάτησε προσωρινά τη διεξαγωγή του τελικού των 200 μέτρων γιουχάροντας στους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004 γιατί “άδικα κυνηγάνε το δικό μας το παιδί, αφού όλοι ντοπάρονται”. Χωρίς το συγκεκριμένο περιστατικό να αποτελεί μία μοναδική εξαίρεση, μιας και “η ανωτερότητα του ελληνικού DNA”, ειδικά στον στίβο, αποδείχθηκε πάμπολλες φορές τα χρόνια που ακολούθησαν χημικά βελτιωμένη.
Επιπρόσθετα, τα καραβάνια των φιλάθλων που ακολουθούσαν ανά την υφήλιο την Εθνική Ελλάδος του ποδοσφαίρου τη δεκαετία των πιο αποτελεσματικών, αλλά χτικιάρικων, βαρετών και αντιποδοσφαιρικών της εμφανίσεων, πήγανε σύσσωμα στα σπίτια τους μόλις οι επιτυχίες σταμάτησαν. Καμία σχέση με τους Βρετανούς φιλάθλους ή τους Δανούς Rolligans, με απλά λόγια, που αγαπάνε το σπορ και την ομάδα σε κάθε περίσταση. Ενώ, για να επανέλθουμε και στα μπασκετικά, δεν μπορούμε να φανταστούμε πολλές χώρες που επαγγελματίας αθλητής, εν ενεργεία διεθνής, θα είχε ηχογραφηθεί να ζητάει το ντοπάρισμά του3) και θα συνέχιζε κανονικά τόσο ως διεθνής, όσο και να αποθεώνεται, από οπαδούς και Τύπο. Τα παραδείγματα επιβεβαίωσης της ρήσης του Gomelsky είναι ντροπιαστικά πολλά.
Αλλά και από την άλλη, το φαινόμενο της φωτογράφισης του Σαμαρά δίπλα στο ανατέλλον -ακόμα τότε- άστρο του Γιάννη Αντετοκούνμπο δεν αποτελεί εξαίρεση. Δίπλα σε πόσα μετάλλια γυναικείου πόλο, μετάλλια σε σπορ που δεν ξέρουμε καν πως παίζονται, όπως πάλη ή ενόργανη γυμναστική, δεν έχουν πάει να υποδεχτούν και να φωτογραφηθούν, σαν γύφτικα σκεπάρνια, οι πολιτικοί ηγέτες του τόπου;
Και πόσο ευφάνταστους τίτλους έχουν βρει για να τα παρουσιάσουν οι αθλητικές φυλλάδες, έντυπες και ηλεκτρονικές, της χώρας; Μόνο και μόνο για να βγουν οι αθλητές στις συνεντεύξεις των επόμενων δύο ημερών, μιας και τόσο κρατάει όλο κι όλο το κοινωνικό ενδιαφέρον, για να μιλήσουν για την πλήρη έλλειψη αθλητικών υποδομών της χώρας και το μοναχικό και δύσκολο αγώνα τους για την επίτευξη των στόχων τους;
Βέβαια, το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Από την πλευρά της πολιτείας δεν υπάρχει η παραμικρή κοινωνική υποδομή για άθληση. Τα δημοτικά γήπεδα ανά την επικράτεια, στην συντριπτική πλειονότητά τους, έχουν παραχωρηθεί σε ΠΑΕ ή ΚΑΕ για επαγγελματικούς σκοπούς και οι δημόσιοι χώροι άθλησης είναι ιδιαίτερα περιορισμένοι. Κι αυτό αφορά τα δημοφιλή σπορ. Η κοινωνική μέριμνα για δωρεάν εκμάθηση και άθληση πιο εξεζητημένων αθλημάτων αποτελεί ουτοπία. Και στην αναγκαστική καταφυγή στους ιδιωτικούς αθλητικούς συλλόγους, το πρόβλημα που ανακύπτει είναι εξίσου σημαντικό: δεν επικροτείται η άθληση, αλλά επιδιώκεται ο πρωταθλητισμός ως αυτοσκοπός.
Η αρρωστημένη νοοτροπία πως τα σπορ δεν μπορούν -όπως πρέπει- να αποτελούν μέρος μιας ισορροπημένης καθημερινότητας, αλλά ένα μέσο καταξίωσης και μόνο. Ή πρώτος ή τίποτα. Είναι πάμπολλα τα παραδείγματα γύρω μας που έχει ειπωθεί το αφοριστικό “δεν είσαι καλός για αυτό το άθλημα”. Μα δεν έχει σημασία αν είναι καλός! Η ενασχόληση με κάποιο άθλημα με σκοπό τη διασκέδαση, για τη χαρά του παιχνιδιού και την εκμάθηση και κατανόησή του, έχει αξία αφ’ εαυτής.
Ή το αντίστοιχο τραγελαφικό σενάριο, να είvαι κάποιος καλός (ή ψηλός, ή γρήγορος) για ορισμένο άθλημα, και για ακριβώς αυτόν τον λόγο να καταστρέφεται η όποια εξέλιξή του σε αυτό, μιας και η καλλιέργεια των ταλέντων του, η εισαγωγή στην κουλτούρα του αθλήματος και η σφαιρική κατανόηση αυτού, θυσιάζονται στο βωμό του ανελέητου κυνηγιού μιας σειράς από ανούσιες νίκες σε παιδικά και εφηβικά πρωταθλήματα. Η νοοτροπία αυτή οδηγεί, με την σειρά της, στη παραγωγή παικτών που πρώτα από όλα κοιτάνε την καταστροφή του παιχνιδιού του αντιπάλου, πριν δοκιμάσουν να μάθουν τα βασικά.
Πόσο τυχαίο είναι ότι η ελληνική μπασκετική σχολή φημίζεται για τις αμυντικές ικανότητες και την τακτική προσήλωση, και όχι, ας πούμε, για το καλό σουτ; Όταν οι παίκτες ξεκινάνε στις ακαδημίες στα οχτώ τους να μαθαίνουν να περνάνε πίσω από τα σκριν στο pick’n’roll, στα 12 είναι ειδήμονες στις εφαρμοσμένες ζώνες και στα 17 τους αρχίζουν να δουλεύουν πάνω στη μηχανική του σουτ τους, πόσο διαφορετικά αποτελέσματα μπορούμε να περιμένουμε;
Και από την άλλη, βέβαια, υπάρχει ο αθλητικός Τύπος. Θα λέγαμε η χυδαιότερη μορφή Τύπου στη χώρα, αν στον πολιτικό Τύπο τα συμφέροντα δεν ήταν πάμπολλων εκατομμυρίων παραπάνω. Το “δημοσιογραφικού Τύπου” δεν τολμάμε να το αναφέρουμε. Αυτό το πράγμα που κρέμεται καθημερινά από τα μανταλάκια στα περίπτερα ή ξεπετάγεται στις οθόνες των υπολογιστών όσων κλικάρουν, έχει τόση σχέση με τη δημοσιογραφία όση έχει και η εφαρμογή των Μνημονίων με τον εξορθολογισμό των δυσλειτουργιών της ελληνικής πραγματικότητας. Καμία απολύτως.
Και για τον εγχώριο αθλητικό Τύπο με ελάχιστες εξαιρέσεις, λοιπόν, η νίκη είναι θρίαμβος και η ήττα καταστροφή. Κάθε νίκη και κάθε ήττα. Εθνικιστικοί τίτλοι, γεμάτοι φουστανέλες και τσαρούχια, σε κάθε ατομική ή συλλογική διάκριση αθλητή ή ομάδας, που πρέπει να προκαλέσει πανελλήνια περηφάνια και ανάταση. Μια υπερηφάνεια που θα πρέπει να υπερβαίνει το χάλι της δημόσιας παιδείας, των σχολείων χωρίς καθηγητές, των νοσοκομείων που κλείνουν, του ερασιτεχνικού αθλητισμού που δεν υπάρχει. Σε αντίθεση, μάλλον και με την καθόλου τιμητική θέση πανευρωπαϊκά στα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας της χώρας, αποτέλεσμα όλων των παραπάνω υπό κατάρρευση υποδομών.
Και δυστυχώς το έλλειμμα παιδείας είναι τέτοιο στην πλειονότητα των εγχώριων μέσων ενημέρωσης, που δεν αντιλαμβάνονται τον χυδαία προπαγανδιστικό ρόλο λανθασμένης και προβληματικής κοινωνικής κουλτούρας που προωθούν. Στον βωμό των “κλικς” και της πώλησης περισσότερων φύλλων, γινόμαστε τακτικά μάρτυρες χυδαία σεξιστικών καιομοφοβικών πρωτοσέλιδων, κειμένων γεμάτων ρατσισμό και εθνικισμό. Και για να συνοψίσουμε το σύνολο της γελοίας αντιμετώπισης του συνόλου των προαναφερθέντων ζητημάτων στον Γιάννη Αντετοκούνμπο, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί ενδεχομένως o όμιλος 24Media.
Την στιγμή που το κεντρικό πρόσωπο ενός εκ των sites του ομίλου, του ΝΒΑ Hellas, είναι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, σε άλλο site του ίδιου ομίλου,στο News247, μπορούν να ανεβρεθούν 967 άρθρα με τη χρήση του ρατσιστικού, αβάσιμου και παράλογου, όρου “λαθρομετανάστης”. Kαι ενώ πάρα πολλά από τα άρθρα αυτά αναφέρονται σε φράσεις πολιτικών και δεν αποτελούν, θεωρητικά, λέξη επιλογής του συντάκτη, σημαντικότατος είναι ο αριθμός των άρθρων και της τελευταίας κατηγορίας.
Ενώ, για τους κατανοούντες τη δημοσιογραφική γραφή, η επιλογή προβολής του αναφερόμενου λόγου, αφηγηματικά ή μη, είναι τρόπος επιλογής τονισμού εννοιών και μηνυμάτων. Για να μην μακρηγορήσουμε στο θέμα των ΜΜΕ, ο αναφερόμενος λόγος αυτών στην προβολή μεταναστευτικών και προσφυγικών ζητημάτων έχει γίνει πολλάκις αντικείμενο ακαδημαϊκών ερευνών, ιδίως από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, με χαρακτηριστικότερη ολοκληρωμένη μελέτη, την εξέταση της περίπτωσης της δημοσιογραφικής αντιμετώπισης των Αλβανών από τα ελληνικά μέσα. Ο
ρόλος δε, του χρησιμοποιούμενου δημόσιου και δημοσιογραφικού λόγου και το κοινωνικό αποτύπωμα αυτού, μπορεί να αναζητηθεί -μεταξύ άλλων- στο ερευνητικό έργο της καθηγήτριας του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, κας Μαρίας Κακαβούλια. Θλιβερή επιβεβαίωση του υπόγειου ρόλου που παίζει η καθημερινή αβασάνιστη χρήση γλώσσας μίσους στον δημόσιο λόγο από τα ΜΜΕ αποτελεί η εισβολή του όρου “λαθρομετανάστης” ακόμα και στα σχολικά συγγράμματα, δίχως να προκαλέσει αρκετή αίσθηση κατά την επιμέλεια τους.
Το σύνολο της προαναφερθείσας περιγραφής των ευρύτερα κοινωνικών, άλλα και ειδικότερων αθλητικών και δημοσιογραφικών δυσλειτουργιών της ελληνικής κοινωνίας κάνουν το χαμόγελο στα χείλη του Γιάννη Αντετοκούνμπο να φαντάζει πλατύτερο και λαμπερότερο, αφού κατάφερε να ξεπεράσει μια σειρά από κοινωνικά εμπόδια4) και προκαταλήψεις και να καταφέρει να αποθεωθεί, έστω και κατ’ εξαίρεση, από τον υφέρποντα εθνικιστικό και χαζοχαρούμενα ρατσιστικό Τύπο. Και τούτο το “κατ’ εξαίρεση” είναι που μεταθέτει και ένα νέο φορτίο ευθυνών στις πλάτες του ίδιου του Γιάννη.
Και το βάρος που πέφτει στις πλάτες ενός 21χρονου παιδιού είναι δυσανάλογα μεγάλο, ακόμα και αν αυτό έχει ύψος 2,13. Στην πραγματικότητα καλείται να αποφασίσει αν την επόμενη φορά που θα ερωτηθεί αν έχει νιώσει ρατσισμό στην Ελλάδα, θα απαντήσει σκεπτόμενος τον εαυτό του ή τους χιλιάδες υπόλοιπους μετανάστες που έχουν έρθει στην Ελλάδα και δεν έχουν τα χαρίσματα του. Καλείται να αποφασίσει αν την επόμενη φορά που θα κληθεί να βραβευτεί από έναν Πρωθυπουργό που εξαπολύει κυνηγητά εναντίον μεταναστών, θα πάει να παραλάβει το βραβείο του ή θα απόσχει για να στείλει ένα δυναμικό μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση. Δ
εν τίθεται αμφιβολία πως ο Γιάννης νιώθει ολόψυχα Έλληνας. Το έχει αποδείξει δεκάδες φορές. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο Γιάννης θα αποφασίσει να γίνει ο μέσος Έλληνας που κλείνει τα μάτια σε ό,τι γίνεται γύρω του, ή θα αποφασίσει να σπρώξει αυτή την χώρα να κάνει ένα βήμα μπροστά. Επειδή λίγοι μπορούν να βοηθήσουν τη χώρα να κάνει αυτό το βήμα που απαιτείται όσο αυτός.
Και ναι, είναι ενδεχομένως άδικο από την πλευρά μας να ζητάμε από ένα 21χρονο παιδί, που πλέον ζει, εργάζεται και απολαμβάνει τις χαρές της ζωής στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, να λύσει τις εδώ χρόνιες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Παθογένειες που εμείς συνολικά σαν κοινωνία τόσα χρόνια δεν έχουμε καταφέρει να αντιμετωπίσουμε.
Αλλά όπως η κίνησή του να γυρίσει μετά από μια γεμάτη ΝΒΑική σεζόν και να παίξει μπάσκετ στο ανοιχτό της παιδικής γειτονιάς του, στα Σεπόλια, ενέχει έναν τεράστιο συμβολισμό που μπορεί να παρακινήσει δεκάδες παιδάκια να πάρουν μια μπάλα και να βγουν να παίξουν, αντίστοιχα μία δήλωσή του προς την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας ή του παράλογου καθεστώτος της ιθαγένειας που μέχρι πρόσφατα επικρατούσε στη χώρα (και ακόμα απέχει αρκετά από το να έχει πλήρως επιλυθεί) μπορεί να έχει σημαντική συμβολή σε αυτόν τον συλλογικό κοινωνικό αγώνα.
Και αυτό δεν είναι κάτι που θα του είναι ξένο ως εικόνα, κάτι που δεν το έχει συναντήσει κατά την παρουσία του στα γήπεδα του ΝΒΑ. Η κοινωνική επαγρύπνηση των παιχτών του ΝΒΑ και η κοινωνική τους δραστηριότητα είναι ιδιαίτερα έντονη, κυρίως ως προς τις δολοφονίες άοπλων, έγχρωμων στην συντριπτική τους πλειοψηφία, πολιτών από τις αστυνομικές αρχές, αλλά και όχι μόνο. Αντίστοιχες κινήσεις ή δηλώσεις από τον Γιάννη Αντετοκούνμπο θα είχαν πολλαπλασιαστικά θετικές επιδράσεις στην ελληνική κοινωνία του σήμερα.
Αλλά και σε ευρύτερα κοινωνικό επίπεδο, το ερώτημα που τίθεται κατ’ εμάς σαν Ball Hog, με αφορμή τον ίδιο τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και την εξέταση και ανάλυση της πορείας του, τόσο εντός, όσο και εκτός παρκέ, είναι το ακόλουθο: μήπως έχει φτάσει η ώρα, με παράδειγμα τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και την ιστορία του, να δούμε σαν κοινωνία πως μπορούμε να εξασφαλίσουμε το μέλλον όλων των παιδιών, χωρίς να εστιάσουμε σε αυτούς που μπορούν να το ανταποδώσουν προσφέροντας νίκες και δόξα;
Μήπως έχει έρθει η ώρα κοιτώντας στο στέρνο των ανθρώπων να μην ψάχνουμε να δούμε πρώτα αν κάτι γυαλιστερό κρέμεται σε αυτό πριν τους θαυμάσουμε και αγαπήσουμε, και να αποδεχτούμε απλά πως πίσω από αυτό ακριβώς το στέρνο υπάρχει μια ψυχή που οφείλει να ζήσει σε τούτη τη γη ισότιμα με κάθε άλλη; Mήπως έχει έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουμε τον αθλητισμό ως αθλητισμό, κι όχι σαν πρωταθλητισμό και μόνο, την κοινωνία σαν ένα πεδίο σχέσεων αλληλεπίδρασης με στόχο την καλύτερη δυνατή διαβίωση του συνόλου των μελών της, κι όχι μόνο των ευνοημένων ή επιτυχημένων αυτής;
Γιατί μπορεί ο Γιάννης Αντετόκουμπο να είναι ένα ξεχωριστό ταλέντο που εμφανίζεται μια φορά σε κάθε γενιά, αλλά αυτό δεν σημαίνει επ’ ουδενί πως είναι μοναδικός. Για την ακρίβεια υπάρχουν περίπου 200.000 παιδιά σαν το Γιάννη στην Ελλάδα. Παιδιά τα οποία ήταν αόρατα, εξαφανισμένα, όπως ακριβώς ήταν και ο ίδιος ο Γιάννης μέχρι να ψηλώσει απότομα. Είναι άραγε δυνατό να ψηλώσουμε όλοι μαζί απότομα ώστε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων που θέτουν αυτοί οι τόσο δύσκολοι καιροί;
1. | ↑ | είναι το ίδιο νησί με την Μυτιλήνη, Αλέξη, το νου σου |
2. | ↑ | το συγκεκριμένο γεγονός παρουσιάστηκε αναλυτικά στο πρώτο μέρος του αφιερώματος |
3. | ↑ | “Κύριε Μάκη, το φάρμακο” |
4. | ↑ | Την “παρανομία” του από την έλλειψη κάθε επίσημου εγγράφου για την ύπαρξή του, μέχρι κοντά στην ημερομηνία του draft, την έλλειψη των βασικών κοινωνικών υποδομών, αθλητικών και μη |