Βάσω Κατωπόδη*
Στόχος των παρεμβάσεων των Κέντρων Πρόληψης της χώρας είναι η Πρωτογενής και Καθολική Πρόληψη και η Προαγωγή της Ψυχοκοινωνικής Υγείας.
Η πρόληψη των εξαρτητικών συμπεριφορών (άρα, όχι μόνο «των ναρκωτικών») αφορά την αντιμετώπιση των παραγόντων, που κάνουν ευάλωτο τον άνθρωπο, και την ενίσχυση των παραγόντων, που τον ενδυναμώνουν και τον προστατεύουν, συμβάλλοντας στην αποφυγή ή στην αναβολή έναρξης της εξάρτησης.
Το εγχείρημα στηρίζεται σε σχεδιασμένες παρεμβάσεις στην τοπική κοινότητα μέσω ενημερώσεων, ευαισθητοποίησης, εκπαίδευσης, ενεργοποίησης και διασύνδεσης. Οι παρεμβάσεις έχουν ως αποδέκτες τους νέους και τα παιδιά (τελική ομάδα-στόχο των παρεμβάσεων), αλλά και ενδιάμεσες ομάδες-στόχο: εκπαιδευτικούς, γονείς, προπονητές, χοροδιδασκάλους, ιερείς και εν γένει τους ενήλικους υποστηρικτές, που σχετίζονται με νέους και παιδιά μέσα από την ιδιότητα και το ρόλο τους.
Η προαγωγή της υγείας είναι η διαδικασία που δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους «να ελέγξουν και να βελτιώσουν την υγεία τους» (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και διακήρυξη της Οτάβα). Δεν αφορά μόνο τη συμπεριφορά του ατόμου σε θέματα υγείας αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη αντίληψη αναβάθμισης του κοινωνικού, φυσικού και οικονομικού περιβάλλοντος και των συνθηκών ζωής που προάγουν την υγεία και διαμορφώνουν υγιείς στάσεις και συμπεριφορές (WHO, 1998). Στο πλαίσιο αυτό, βασικός σκοπός της προαγωγής της υγείας είναι η ενίσχυση της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας – η προώθηση ενός υγιούς τρόπου ζωής στην κοινότητα.
Τα μέσα της πρόληψης και της προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας
Η υλοποίηση των στόχων αυτών, που θέτονται από τους εργαζόμενους των Κέντρων Πρόληψης, περνά από την ανάπτυξη προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων, όπως: αυτοεκτίμηση, ανάληψη ευθύνης, διαχείριση άγχους, ενίσχυση της αποδοχής της διαφορετικότητας ομαλή μετάβαση αναπτυξιακών σταδίων, επικοινωνία, αναγνώριση και έκφραση συναισθημάτων, συγκρούσεις και πως επιλύονται, διαχείριση αλλαγών.
Μέσω αυτών γινόμαστε λιγότερο ευάλωτοι και προάγεται συνολικά η ποιότητα ζωής των παιδιών, των νέων και των ενηλίκων υποστηρικτών τους. Στο σχεδιασμό των παρεμβάσεων αυτών λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές και προσωπικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με όλο το κλίμα των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτιστικών και αξιακών δεδομένων και απευθύνεται σε όλη την τοπική κοινότητα.
Στη μεθοδολογία των προγραμμάτων πρόληψης αξιοποιούνται ιδιαίτερα οι αρχές της βιωματικής μάθησης, ώστε να καλλιεργούνται σχέσεις και αξίες.
Μέσω της αλληλεπίδρασης, του μοιράσματος των εμπειριών και των ιδεών που βγαίνουν από την επικοινωνία στις παρεμβάσεις -συνδυασμένων με τη γνώση-, η βιωματική μάθηση λειτουργεί υποστηρικτικά στη σταδιακή αλλαγή στάσεων, ώστε οι συμμετέχοντες στις βιωματικές ομάδες να αποτελέσουν υγιές πρότυπο για τα παιδιά/νεους αλλά και ευρύτερα όλων των μελών της κοινότητας.
Προσωπική και κοινωνική αλλαγή σε εποχή κρίσης
Από μακροπρόθεσμη σκοπιά, η προσωπική και κοινωνική αλλαγή, που επέρχεται μέσω των παρεμβάσεων πρωτογενούς και καθολικής πρόληψης -αναλυόμενων σε αξίες, αρχές και πρακτικές, σχέσεις και διαδικασίες κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο ομάδων-, συμβάλλει στην άμβλυνση της ατομικής και κοινωνικής δυσφορίας, άρα και «παθολογίας». Συμβάλλει, κατ’ επέκταση, στην εξοικονόμηση πόρων πολλών ειδών και σε πολλαπλά επίπεδα: από τον ουσιαστικό παιδαγωγικό χρόνο στη σχολική τάξη, ως την αποσυμφόρηση προγραμμάτων απεξάρτησης, δομών ψυχικής υγείας και/ή σωφρονιστικών καταστημάτων. (Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, 2016).
Για τους εργαζόμενους στα Κέντρα Πρόληψης, απώτερος στόχος των προγραμμάτων πρόληψης, στην εποχή μιας κρίσης παρατεταμένης -σχετιζόμενη ιδιαίτερα με τη διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών- είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Ο ορίζοντας των παρεμβάσεων πρόληψης, προκειμένου να μην εκφυλίζονται σε αποσπασματικές, διαχειριστικές «δράσεις», δεν μπορεί να είναι άλλος απ’ αυτόν της ουσιαστικής αυτονομίας κάθε ανθρώπου, δηλαδή της αυτονομίας ως υπεύθυνου μέλους μιας κοινότητας. (Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, 2016).
Η «μπανανόφλουδα» της συμβουλευτικής
Μέρος του έργου μας είναι και η υποδοχή ατομικών αιτημάτων βοήθειας, σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν ήδη κάποιο πρόβλημα, συνήθως μάλιστα όχι άμεσο πρόβλημα εξάρτησης, αλλά πρόβλημα στο επίπεδο των αιτιολογικών παραγόντων της εξάρτησης: άγχος, οικογενειακές δυσκολίες, πένθος, διαζύγιο κ.ο.κ. Στόχος εδώ είναι η διερεύνηση του αιτήματος, η ανάγκη του ατόμου (αναγνώριση του προβλήματος – κινητοποίηση για αναζήτηση λύσης) και, κατόπιν, η παραπομπή σε εξειδικευμένη δομή. Αποτελεί μέχρι σήμερα σημαντική παρέμβαση, ιδιαίτερα σε κοινότητες από όπου απουσιάζουν άλλες κοινωνικές δομές.
Εδώ χρειάζεται, όμως, πολλή προσοχή, ώστε να υπάρχει σαφής διάκριση και οριοθέτηση από τη συμβουλευτική και το θεραπευτικό έργο, μια και ο κίνδυνος που απορρέει είναι να αλλάξει ο ρόλος των Κέντρων Πρόληψης -που είναι η παρέμβαση πριν εμφανιστεί το πρόβλημα και όχι η διαχείρισή του-, δηλαδή να έχουμε μια «πρόληψη κατ’ όνομα».
Γιατί χρειάζεται η στήριξη του έργου μας μέσα από μια ριζική θεσμική αλλαγή
Τα έργο των Κέντρων Πρόληψης εστιάζει στην πρωτογενή και καθολική πρόληψη. Ως τέτοιο έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως πρωτοποριακό και παραγωγικό, παρόλα αυτά εδώ και χρόνια οδηγούνται σε υποβάθμιση και αποδυνάμωση, με δύο τρόπους:
1). Με την αναπαραγωγή του θεσμικού προβλήματός τους, που δομείται με τη μορφή μιας τεράστιας γραφειοκρατίας γύρω από τον «άρρωστο» πυρήνα 67 αστικών εταιρειών, που καθεμιά τους συνεργάζεται με τον ΟΚΑΝΑ (έναν οργανισμό εξειδικευμένο στη χορήγηση υποκαταστάτων).
2). Με τους σχεδιασμούς για αλλαγή της κοινοτικής φιλοσοφίας τους και του κοινοτικού έργου τους.
Η φιλοσοφία και το έργο των εργαζόμενων στα Κέντρα Πρόληψης πρέπει να διατηρήσει τον ανοιχτό, πλατύ και ποικιλόμορφο χαρακτήρα του ως προς τις παρεμβάσεις πρόληψης στην κοινότητα (πρωτογενής και καθολική πρόληψη). Ιδιαίτερα, μάλιστα, σε εποχή κρίσης, ο χαρακτήρας αυτός χρειάζεται να καλλιεργηθεί και άλλο, να εμβαθύνει, σε όφελος της απαιτούμενης κοινωνικής συγκρότησης και συνοχής.
Οι εργαζόμενοι των Κέντρων Πρόληψης, εδώ και χρόνια, έχουμε ανταποκριθεί στις αυξημένες κοινωνικές ανάγκες, αυξάνοντας όμοια τις παρεμβάσεις μας, μέσα όμως σε ένα θεσμικό πλαίσιο απαγορευτικό.
Αν το πλαίσιο αυτό δεν αλλάξει, με αρχή τη δημιουργία ενός ενιαίου φορέα των Κέντρων Πρόληψης στη θέση των 67 αστικών εταιρειών και των συνεργασιών τους με έναν φορέα -τον ΟΚΑΝΑ- που δεν μπορεί να στηρίξει επιστημονικά την πρόληψη, τότε η πρόληψη των εξαρτήσεων θα γίνει καρικατούρα του εαυτού της. Με αποτέλεσμα «δράσεις»-πασαλείμματα, στη θέση των παρεμβάσεων πρόληψης, και άρα αναπόφευκτη αύξηση της κατάχρησης και της εξάρτησης.
Η πολιτεία χρειάζεται να τολμήσει, θέτοντας το καλό της κοινωνίας πάνω από τα συμφέροντα κάποιων λιγοστών «παραγόντων», που θέλουν τα Κέντρα Πρόληψης εργαλεία μικροπολιτικής δουλειάς, ακόμα και σκουριασμένα, ακόμα και διαλυμένα, χωρίς ψυχή και προσανατολισμό ακριβώς εκεί όπου οι μικροπολιτικές παρεμβάσεις είναι πιο έντονες.
Είναι καθήκον και ευθύνη όλων των εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης και των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, με τους οποίους συνεργαζόμαστε πανελλαδικά, να αποτελέσουμε ζωντανό παράδειγμα όλων όσων πρεσβεύουμε μέσα από τη δουλειά μας, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό μας τόσο για την επίλυση του θεσμικού προβλήματος όσο και για την υπεράσπιση του κοινοτικού, πλατύ χαρακτήρα της δουλειάς μας.
*Ψυχολόγος, Επιστημονικά Υπεύθυνη του Κέντρου Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Π.Ε. Λευκάδας «Δίαυλος»
Μεγάλο μέρος του άρθρου έχει βασιστεί στο βιβλίο του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης «Κοινότητα, πρόληψη των Εξαρτήσεων, Κέντρα Πρόληψης», διαθέσιμο στο ιστολόγιο του Σωματείου