Επικαιρότητα

”Προσευχή ΝΑΙ. Προσοχή όμως στα αιτήματα”. – από το Γιάννη Δημογιάννη

By Γιάννης Γεράσιμος

April 23, 2016

Μετά από τρεις, τέσσερις μέρες, ο οίστρος γύρω από την επίσκεψη του Ποντίφικα έχει σχεδόν εξατμιστεί – διόλου σπάνιο φαινόμενο στο δημόσιο διάλογο – και, λίγο πολύ, το πλήρωμα των γηγενών Χριστιανών αποσύρεται στο οικείο του, Ορθόδοξο κέλυφος. Δυστυχώς, η παλινδρόμηση στο παγιωμένο εδώ και αιώνες Χριστιανικό δίπολο (Καθολικοί, Ορθόδοξοι), με ωθεί να επικαλεστώ την αποκαλυπτική ρήση του Mahatma Gandhi: «Μού αρέσει ο Χριστός σας, αλλά δεν μού αρέσουν οι Χριστιανοί σας. Είναι τόσο διαφορετικοί από το Χριστό…». Κατά βάθος, όποια κι αν είναι η σχέση μας με τη θρησκεία, σκοντάφτουμε αλλεπάλληλα στην ίδια, οικουμενική δογματική χρεοκοπία. Οι Χριστιανοί ελάχιστα κατανόησαν και ελάχιστα έπραξαν από τη διδαχή του Ιησού, είτε στον ατομικό είτε στον κοινωνικό τους βίο. Και αν επιπλέον χρειαζόμαστε μία, τουλάχιστον, απόδειξη αυτής της ανεπάρκειας, αρκεί και μόνο ν’ ανατρέξουμε στον βιβλικό επίλογο του κατά Ματθαίον ευαγγελίου (25, 31 – 46), ώστε να συνειδητοποιήσουμε αν και κατά πόσο οι «πιστοί» υπηρετούν εμπράκτως τους κατατρεγμένους τούτου του κόσμου (εν προκειμένω, τους πρόσφυγες):

«Τότε, (στην ύστατη κρίση) ο βασιλιάς θα πει σ’ αυτούς που θα είναι από τα δεξιά του: Ελάτε, οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία… . επειδή, πείνασα, και μου δώσατε να φάω. δίψασα και μου δώσατε να πιω. ξένος ήμουν, και με φιλοξενήσατε. γυμνός ήμουν, και με ντύσατε. ασθένησα, και με επισκεφθήκατε… Τότε, οι δίκαιοι θα του απαντήσουν, λέγοντας: Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς, και σε θρέψαμε; Ή, να διψάς, και σου δώσαμε να πιεις; Και πότε σε είδαμε ξένον, και σε φιλοξενήσαμε; (…) Και απαντώντας ο βασιλιάς, θα τους πει: Σας διαβεβαιώνω, καθόσον το αυτό κάνατε σε έναν από τούτους τούς ελάχιστους αδελφούς μου, το κάνατε σε μένα.»

Αναμφίβολα, η απουσία των Χριστιανών απέναντι στους «ελάχιστους» αδελφούς τους συνιστά ένα διαρκές πνευματικό έγκλημα που μετρά 2016 χρόνια! Σε μία διευρυμένη θεώρηση, η ανυπαρξία των Χριστιανών στον οικουμενικό πόνο αντανακλάται άμεσα στη διαιώνιση των ανθρώπινων δεινών. Εξάλλου, σε όποια Χριστιανική ομολογία πίστης κι αν ανατρέξουμε, δυστυχώς, οι περισσότεροι κριτικά σκεπτόμενοι πολίτες προσκρούουν πάνω σε ανάλογα θρησκευτικά στερεότυπα, ενώ, ταυτόχρονα, πολύ φοβάμαι πως οι προσωπικές μας εμπειρίες, ενίοτε, περιλαμβάνουν τραγικές, για να μην πω καθηλωτικές αναμνήσεις, οι οποίες παραπέμπουν σε βιωμένες μορφές καταπίεσης, αυταρχισμού και θρησκευτικής χειραγώγησης.

Στην ουσία, όμως – αν πρωτίστως μάς αφορά η μεταστροφή αυτής της κατάστασης – τότε καμία αναδρομή στη ζοφερή νύχτα του Μεσαίωνα και καμία εντρύφηση στα πάσης φύσης σκάνδαλα ή στερεότυπα δεν επαρκούν ως διαπιστώσεις, για να καλύψουν το τεράστιο κενό θεωρίας και πράξη. Απεναντίας – αν, βέβαια, εξακολουθούμε να προσβλέπουμε σε μία νηφάλια προσέγγιση – δε θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε, ούτε καν να απαξιώσουμε το πολυάριθμο «σώμα» των Χριστιανών, για έναν αυτονόητο λόγο. Διαγράφοντάς τους ή αγνοώντας τους, θα ήταν λες και αγνοούσαμε ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι από το σώμα της ανθρωπότητας ή, για να το πω διαφορετικά, θα ήταν σαν να παραβλέπαμε μία σημαντική δύναμη αλληλεγγύης, στην κοινή ανάγκη ν’ αναμορφώσουμε τον κόσμο.

Αναπόφευκτα, το θέμα είναι πότε και πώς θα δρομολογήσουμε το πρώτο αναγκαίο βήμα που θα μας απελευθερώσει από όσα δογματικά αδιέξοδα μάς εγκλωβίζουν. Στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, αυτό το βήμα δεν είναι άλλο, παρά η αποστασιοποίηση, παράλληλα με την ενσυνείδητη εσωτερική μεταστροφή. Με άλλα λόγια, η αυτογνωσία ως η απαραίτητη συναίσθηση της κοινής μας μοίρας, η βαθύτερη ανθρώπινη επίγνωση πως «παρά τις φιλότιμες προσπάθειες… ο θάνατος συνεχίζει να είναι η μόνη βεβαιότητα στη ζωή». Μία αυτοκριτική που προφανώς αφορά όλους και δεν εξαιρεί κανένα ∙ καθολικούς, ορθόδοξους, πιστούς, δύσπιστους ή και άπιστους. Που πρακτικά σημαίνει πως ο καθένας θα βρεθεί αντιμέτωπος πρωτίστως με το καρφί ή το καδρόνι που σφηνώθηκε ανάμεσα στα μάτια του. Και προχωρώ στην πρόσφατη επίσκεψη του Πάπα.

Σε μία πρώτη προσέγγιση, οι ντόπιοι Ορθόδοξοι ποιμενάρχες και, από κοντά, μεγάλο μέρος των «προβάτων» της Ορθόδοξης αγέλης φάνηκαν, για άλλη μία φορά, αποκομμένοι στο γραφικό, αλλά διόλου αθώο μικρόκοσμό τους. Αν αναλογιστούμε και μόνον κάποιες άναρθρες κραυγές σαν τις καμπάνες αφύπνισης (από ποιον ύπνο άραγε;) ή τους φοιτητές της Θεολογικής που καλούσαν σε προσευχές ώστε να ακυρωθεί η επίσκεψη του Πάπα, οι ντόπιοι ζηλωτές αντέδρασαν εν πολλοίς συμπλεγματικά, όντας οχυρωμένοι πίσω από το πνευματικό τους παραπέτασμα. Στην περίπτωση τους, επομένως, αποστασιοποίηση και αυτοκριτική σημαίνει να βρουν το χώρο και τη γενναιότητα, ώστε να αφομοιώσουν φωνές σαν και τη νουθεσία του αρχιμανδρίτη Αννόβερου Γεράσιμου Φραγκουλάκη:

«Τι θα πουν τώρα όλοι αυτοί οι αρχιερείς, ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί οι οποίοι προσευχόντουσαν για να ματαιωθεί η επίσκεψη των θρησκευτικών ηγετών στην Λέσβο; Θα αποδεχθούν πως ο Θεός δεν εισάκουσε τις προσευχές τους; Κομμάτι δύσκολο μου φαίνεται!  Φαντάζομαι την απογοήτευση τους όταν πληροφορήθηκαν ότι ο Αρχιεπίσκοπος κατέφθασε στη Λέσβο. Θα αύξησαν σίγουρα την προσευχή τους, για να μη συμβεί το ίδιο και με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Μια κακοκαιρία να μην μπορεί να πετάξει το αεροπλάνο, μια αναποδιά να τύχει στον Πατριάρχη, κάτι τέλος πάντων που να μπορεί να ερμηνευθεί ως σημάδι, ότι ο Θεός δεν θέλει αυτή την επίσκεψη. Όμως μάταια! Έφτασε και ο Πατριάρχης. Απόμεινε ο Πάπας. Μέχρι την προγραμματισμένη άφιξή του, όχι απλή προσευχή, αγρυπνία θα μπορούσαν να κάνουν. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν να συμβεί κάτι απρόοπτο και να αναστατώσει τον προγραμματισμό της επίσκεψης. Μάταια όμως… Όλα κύλισαν ομαλά και ικανοποιητικά.»

  Δευτερευόντως, τα πράγματα στην περίπτωση του Πάπα κρύβουν ένα νόμισμα με δύο αντίθετες ανθρωπιστικές όψεις. Η αρνητική αφορά συνολικά τα έργα και τις μέρες της καθολικής εκκλησίας. Αφορά την εσκεμμένη απουσία της από τις πιο ματωμένες πληγές της ανθρωπότητας, καθώς και τη νοσηρή εμπλοκή της σε παγιωμένους μηχανισμούς οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Όμως – και παρά τις όποιες λογικές ενστάσεις μας – δεν μπορούμε ούτε καν να απαξιώσουμε, πόσο μάλλον να χλευάσουμε την παρουσία του Ποντίφικα στο νησί της προσφυγιάς! Και αυτό, για έναν ολωσδιόλου αμελητέο λόγο. Επί του παρόντος, όλοι ανεξαιρέτως οι μηχανισμοί εξουσίας όχι μόνον απουσιάζουν από το ηφαίστειο του Προσφυγικού, αλλά έχουν κυριολεκτικά ορθώσει τα πιο φρικτά τείχη απανθρωπιάς απέναντι στους κατατρεγμένους. Συνεκτιμώντας, λοιπόν, αυτό το δεδομένο και μόνο, δε θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε ή να μικρύνουμε τη συγκεκριμένη συμβολική επίσκεψή. Απεναντίας, μάλιστα. Αυτό ακριβώς το σκοτεινό παρελθόν της καθολικής εκκλησίας – ήδη βεβαρυμμένο με αναρίθμητες αποτρόπαιες αμαρτίες σε βάρος του Ανθρώπου – καθιστά την επίσκεψη αυτή ως ένα αυτονόητο και επιβεβλημένο κήρυγμα αφύπνισης και ενεργούς παρουσίας. Για να επισημανθεί, επίσης, πως το ακροατήριο του Πάπα απαριθμεί εκατομμύρια ακόλουθους, οπότε η απήχηση του λόγου του μπορεί, εν δυνάμει, να αποβεί καταλυτική για την ενεργό εμπλοκή των καθολικών στην Προσφυγική κρίση. Τόσο απλά, τόσο καθαρά.

  Και καταλήγουμε σε όλους τους υπόλοιπους. Όσους δεν εμπλέκονται ενεργά στη θρησκεία, αλλά εν τούτοις διατηρούν τον σκεπτικισμό τους, πιθανότατα και την ενεργητική τους συμμετοχή στα κοινά. Η απορία μου φαντάζει κάπως ρητορική… Αν οι προκαθήμενοι της άρχουσας Εκκλησίας αγνοούσαν τους μουσουλμάνους αδελφούς και απουσίαζαν από τις προσφυγικές τους εστίες, προφανώς όλοι θα εξεγείρονταν δικαιολογημένα για την ένοχη συνενοχή της Εκκλησίας. Το ζητούμενο, όμως, είναι πώς διαχειριζόμαστε τώρα την κοινή τους παρουσία στη Μυτιλήνη, και αν τελικά ενεδρεύει ο κίνδυνος να ακυρώσουμε, να διαγράψουμε δίχως περίσκεψη αυτήν τη σπάνια πρωτοβουλία; Αν, δηλαδή, ενδώσουμε σε παρεμφερείς ιδεολογικές αγκυλώσεις σαν και αυτές που φυσιολογικά στηλιτεύουμε, κυρίως όταν εκφράζουμε τις ενστάσεις μας απέναντι στα Θρησκευτικά στεγανά; Γιατί, αν για παράδειγμα διακηρύσσουμε ένθερμα πως το δίπολο Καθολικό Απόλυτο/ Ορθόδοξο Απόλυτο αγγίζει τα όρια του σημασιολογικού ανέκδοτου, τότε – αντιστρέφοντας την εικόνα – η ακύρωση, απόρριψη αυτής της επίσκεψης δίχως δεύτερη σκέψη, ποιες «δάφνες» ίσως κομίζει σε μία απροκατάληπτη θεώρηση των πραγμάτων;

  Τα στερεότυπα πάντα ελλοχεύουν στον ανθρώπινο βίο, απολύτως ικανά και πρόθυμα να βραχυκυκλώσουν τις συνάψεις του δύσκαμπτου μυαλού μας. Όποιο πρόσχημα κι αν βρίσκουν διαθέσιμο, όποια εύλογη δικαιολογία, προκειμένου να γονιμοποιηθούν. Σε εμάς επομένως εναπόκειται ο απεγκλωβισμός μας από όλες αυτές τις περιχαρακώσεις. «Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα» έλεγε ο ποιητής και πια είναι καιρός ο καθένας να αναλογιστεί το δικό του μερτικό στα κοινά μας όνειρα. Στο μοναδικό μας βασίλειο ∙ εκεί όπου Μουσουλμάνοι, Ορθόδοξοι, Καθολικοί και οι λοιποί συγγενείς θα νιώσουν, επιτέλους, πως είναι ξανά άνθρωποι και αδελφοί!

  *Η φράση που τιτλοφορεί το παρόν κείμενο ειπώθηκε από τον αρχιμανδρίτη Αννόβερου Γεράσιμου Φραγκουλάκη.

 

Γιάννης Δημογιάννης για το Νόστιμον ήμαρ