Κρύο.
Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που ένιωσα ανοίγοντας τα μάτια μου, πριν ακόμα αντιληφθώ τον πόνο που σταδιακά άρχισε να απλώνεται στο κορμί μου, πριν αναρωτηθώ πώς ήταν δυνατό από το κρεβάτι μου να βλέπω τα αστέρια αφού δεν είχα παράθυρο, πριν διακρίνω ότι δεν υπήρχε πια σκεπή στο σπίτι.
Κρύο, θυμήθηκα ,νιώθουν αυτοί που πεθαίνουνε,μέχρι που γίνονται άψυχο κορμί.
Ησυχία.Νεκρική σιωπή-ή μήπως κουφάθηκα;
Μπορούσα να σηκωθώ; Έκανα να κουνήσω τα πόδια μου.
Γιατί δε μπορούσα να σηκωθώ; Γιατί δεν έχει σκεπή το δωμάτιο;
Πανικός.
Ανάμεσα στα συντρίμμια του σπιτιού και της ζωής μου ένα χέρι άψυχο ξεπροβάλει,ένα χέρι γυναικείο και δεν ήθελα να διαλέξω αν ήταν της μάνας ή της αδερφής μου, ψηλά στον ουρανό τα αστέρια έχουνε γίνει βομβαρδιστικά και τα σύννεφα μαύρος καπνός, η σιωπή δεν υπήρξε ποτέ, ήταν το μυαλό μου που για να μην με σκοτώσει ολοκληρωτικά μπλόκαρε κάθε ήχο ώστε να μπορέσω για λίγο να σκεφτώ καθαρά, όπως όταν ξυπνάς από κακό όνειρο και ταλαντεύεσαι ανάμεσα στον ύπνο και στην πραγματικότητα.
Αργά αλλά σταθερά, η ακοή μου γύρισε.
Και τότε την άκουσα.
Ήταν η κόλαση.
Έχεις ακούσει την κόλαση; Θα σου πω εγώ πώς είναι η κόλαση.
Βόμβες σφυρίζουν παντού γύρω, τα σπίτια γκρεμίζονται σαν τραπουλόχαρτα, πέτρα χτυπά με πέτρα, μέταλλο με πέτρα και τζάμια θρυμματίζονται,εκκωφαντικός ο θόρυβος μα οι κραυγές του κόσμου είναι ακόμα δυνατότερες και τις διακρίνω πεντακάθαρα,κάθε μία ξεχωριστά, είναι δίπλα μου αυτοί που ουρλιάζουν, είναι μέσα μου αυτοί που ουρλιάζουν,είμαι εγώ αυτός που ουρλιάζει,όλο το σύμπαν είναι μία κραυγή και δυο μάτια κλεισμένα σφιχτά-η αδερφή μου ή η μάνα μου είναι κάτω από τις πέτρες;- ο πατέρας άραγε είχε γυρίσει στο σπίτι, κι αν είχε γυρίσει μήπως είναι κι αυτός κάτω από άλλες πέτρες;-οι πέτρες σκοτώνουν ανθρώπους ή οι βόμβες;- φοβάμαι να κοιτάξω το στήθος μου, είμαι χτυπημένος ή τα μέσα μου έχουν σκίσει από τα ουρλιαχτά,τα πόδια μου γιατί δε μ’ακούνε,πώς θα σηκωθώ να βγάλω τις πέτρες για να ξεθάψω τη μάνα ή την αδερφή μου, μα και η άλλη που να είναι;
Κι ο μόνος λόγος που εύχεσαι να μη πεθάνεις εκείνη τη στιγμή είναι για να μη φύγεις από τον κόσμο με τούτα τα συναισθήματα και την απορία, θες να ζήσεις μία μέρα ακόμα για να δεις πώς πέθανε η μάνα σου και πώς η αδερφή σου, κι ύστερα ας πεθάνεις κι εσύ. Όχι ας πεθάνεις χαριστικά, ύστερα θα ζητάς να πεθάνεις για να ηρεμήσεις.
Λιποθυμώ και όταν τα μάτια ξανανοίγουν είμαι ψηλά στον ουρανό, αιωρούμαι,να χω πεθάνει άραγε ή να με κουβαλάνε χέρια, μα δε θέλω να χω πεθάνει γιατί δε ξέρω αν της μάνας μου ή της αδερφής μου ήταν το χέρι που ξεπρόβαλε κάτω από τις πέτρες,κι αν ήταν της μιανής, η άλλη που να’τανε;
Αργότερα κατάλαβα πως της μάνας μου ήταν το χέρι, επειδή την αδερφή μου ούτε την βρήκαν είπανε, θέλω να πιστεύω καλύτερα πως δεν υπήρξε ποτέ και μονάχα την φανταζόμουν τόσα χρόνια.Κι ο πατέρας το ίδιο σκέφτεται, τη μάνα θα την κλάψουμε, μα το μικρό το κορίτσι ούτε κι αυτός το θυμάται πια, γιατί αν κάνει πως το θυμηθεί θα την παρατήσει τη ζωή.Κι είμαι τώρα μονάχα εγώ γι’αυτόνε κι εκείνος για μένα.Να μείνω να περιμένω την άλλη βόμβα που θα μας πάρει και τους δυο, είναι καλή η επιλογή, τί να ‘χω να περιμένω πια απ’τη ζωή, μα αν μείνω εγώ θα μείνει κι ο πατέρας, το ίδιο σκέφτεται κι αυτός και κανένας δεν αφήνει τον άλλονε.
Κι έτσι ξεκινούμε κι οι δυο λοιπόν για χώρα ξένη, εκείνος για μένα κι εγώ για κείνον, δίνουμε λεφτά στους διακινητές δανεικά αγύριστα και διαβατήρια πλαστά, άνθρωπος είμαι και ντρέπομαι, μα τα δικά μας τα πλάκωσε η βόμβα και να περιμένω καινούργια δεν το μπορούσα.
Και μπαίνω στη βάρκα με άλλους πολλούς,-μην είναι οι ίδιοι που ουρλιάζανε μέσα μου,μην είδανε κι αυτοί της μάνας ή της αδερφής τους το χέρι πλακωμένο;-και δεν αντέχει η βάρκα, το βλέπω, το ξέρω πώς πάω για πνιγμό μα δε με νοιάζει κι όλας, κι ο πατέρας το ξέρει μα έτσι θα καταφέρουμε να αφήσουμε ο ένας τον άλλον με μια λύση που βολεύει και τους δυο μας,κανείς δε θα πει πως άφησε τον άλλονε μα θα χει γίνει πια και θα ηρεμήσουμε κι οι δυο, τον κοιτάζω και καταλαβαινόμαστε, περάσαμε κι ακούσαμε την κόλαση και θα μας τρομάξει τί;Μια βάρκα πλαστική και μια θάλασσα με ψάρια; Ή μήπως θα με τρομάξει ο θάνατος πια;
Και φτάνω απέναντι στη χώρα της Ελλάδας που μου είπανε, μας έβγαλε η ρότα μας μες το μεγάλο το λιμάνι της πόλης και την άλλη μέρα οι εφημερίδες γράφανε για μένα πως αναστάτωσα τον κόσμο που έκανε τη βόλτα του ημέρα Κυριακή , μου δώσανε και τίτλο βέβαια, είμαι μου είπανε παράνομος πρόσφυγας,γράφανε πως λέρωσα τον κήπο που πήγαμε να στήσουμε το τσαντίρι μας επειδή κρέμασα τα ρούχα να στεγνώσουνε και σου χαλούσα την αισθητική σου.Και ντράπηκα, στο λέω αλήθεια, ντράπηκα που κι εγώ κι εσύ λογαριαζόμαστε το ίδιο, γιατί εσένα η μάνα κι η αδερφή σου είναι στο σπίτι και το χέρι τους μυρίζει λεβάντα από το σαπούνι κι η μόνη κόλαση που έζησες ήταν όταν σε χώρισε η αγαπητικιά σου, ντράπηκα που σου έγινα και βάρος και σου χάλασα τη βόλτα, ντράπηκα που λένε και για τους δυο μας πως είμαστε άνθρωποι.
Και σηκώθηκα κι έφυγα να σ’απαλλάξω από το βάρος που σου έφερα.
Παρακάτω μου άνοιξε το σπίτι μια κυρά Ειρήνη, μου δωκε ζεστή κουβέρτα και τσάι κι είπα τελικά πως καλώς εμείς λογαριαζόμαστε άνθρωποι ,κι ας είμαστε από άλλα μέρη, κι ας μη μοιάζει το δέρμα μας, κι ας χαίρεται τη μάνα και την αδερφή της η Κυρά Ειρήνη, γερές να’ναι.Δυο λογιών άνθρωποι υπάρχουνε κατάλαβα σαν γνώρισα την κυρα Ειρήνη,δεν είναι οι Έλληνες κι οι πρόσφυγες, ούτε οι Έλληνες κι οι Σύροι, μα είναι οι άνθρωποι κι οι υπάνθρωποι.
Κι ο παράταιρος στην ιστορία ήσουνα εσύ που σου χάλασα τη βόλτα σου Κυριακή μέρα.