Από τον Αντώνη Ανδρουλιδάκη
«Θεραπεύοντας» το καπιταλιστικό τραύμα.
Έστω κι αν φαίνεται κάπως μελό, είναι να απορεί κανείς πως τόσοι άνθρωποι είναι ενημερωμένοι -παρά την εξωραϊστική ισχύ των κυρίαρχων συστημικών μέσων- για την τόση αδικία, την ανισότητα, την ανεντιμότητα, την καταπίεση, την εκμετάλλευση και την τόση απανθρωπιά του κόσμου μας. Και είναι βέβαιο πως οι άνθρωποι αυτοί παλεύουν με πάθος, προσπαθώντας σκληρά, για την ανατροπή της κατάστασης αυτής. Όλοι, λίγο ως πολύ, έχουμε αυτό το χάρισμα, να μπορούμε να φανταστούμε «έναν άλλο κόσμο, που είναι εφικτός».
Αλλά -πάντα υπάρχει ένα καταραμένο «αλλά» που καιροφυλακτεί για να μας διαψεύσει- στις περισσότερες περιπτώσεις, παγιδευόμαστε σε μια τόσο ανόητη παγίδα, σε κάτι που μοιάζει με κρυμμένη συναισθηματική βόμβα ή μάλλον με συναισθηματική νάρκη, που την πατάμε, έτσι καθώς σκοντάφτουμε στον εαυτό μας. Κι εκείνη, «σκάει η κουφάλα» κάθε φορά που «μπερδεύουμε τα μπούτια μας». Πάντα «σκάει». Και «σκάει» με την παραμικρή, την πιο ασήμαντη πρόκληση, χωρίς ούτε μια προειδοποίηση, έτσι σχεδόν από το πουθενά, κάθε φορά που επιχειρούμε να κάνουμε κάτι καινούργιο, να «εγκαινιάσουμε» και πάλι λίγο τη ψυχή μας. Η -κατά προσωπικού- «νάρκη» εκρήγνυται, ενεργοποιώντας αρνητικά συναισθήματα και βλαπτικές συμπεριφορές. «Γιατί, γαμώ την τρέλα μου, πάλι;» είναι η βουβή, συνήθως ανέκφραστη, αλλά τόσο βασανιστική ερώτηση. Η εκκωφαντική σιωπή της επαναλαμβανόμενης αστοχίας του προσώπου μου. Εμένα. Του δικού μου προσώπου. Κανενός Άλλου. «Γιατί, ρε φίλε;» είναι η παρά-πονη απορία μας.
Όμως η σιωπή αυτή «σπάει κόκκαλα», ιδιαίτερα όταν η προσπάθεια μας εντάσσεται σε μια συλλογικότητα ανθρώπων. Η ματαίωση εδώ, είναι συχνά το ίδιο οδυνηρή με την απώλεια ενός μεγάλου έρωτα, του οποίου το «θαύμα» ανακαλύπτουμε ξαφνικά ότι ζούσαμε «μόνοι» μας…
Για όποιον την «ψάχνει» λίγο, είναι προφανές ότι ο Τρόπος τον οποίο ακολουθούμε για να ζήσουμε σ’ έναν τόσο άνισο, ή μάλλον άκαρδο, κόσμο, προκαλεί ένα πλήθος από τραύματα, διαφόρων βαθμών, σε όλους μας. Και είναι αυτά τα τραύματα που συναρμολογούν την «παγίδα», αποδυναμώνοντας την ικανότητα μας να «θεραπεύσουμε» ο ένας τον Άλλο. Κι αν θεωρούμε πως δεν είναι δα και δικιά μας δουλειά να «θεραπεύσουμε» τον απέναντι Άλλο, τότε καλύτερα να εγκαταλείψουμε την ιδέα να «θεραπεύσουμε» τον κόσμο. Εδώ ίσως χρειάζεται μια άλλου είδους χειραφέτηση: η χειραφέτηση από τη ναρκισσιστική αντίληψη που θεωρεί ότι αν και είμαστε αφοσιωμένοι στο να σώσουμε τον κόσμο γενικώς, όταν αυτός ο κόσμος σαρκώνεται στο συγκεκριμένο απέναντι πρόσωπο…είναι Τετάρτη απόγευμα.
Στο βαθμό που δεν κατορθώνουμε να απενεργοποιήσουμε αυτές τις «νάρκες», είμαστε καταδικασμένοι να επιβάλλουμε, ανεπίγνωστα, τις ξεπερασμένες και μη λειτουργικές σχέσεις του παρελθόντος, σε κάθε μελλοντική μας προσπάθεια. Διατρέχουμε τον κίνδυνο να προβάλλουμε, ξανά και ξανά, την «μούφα» ταινία του παρελθόντος μας στα μούτρα του καινούργιου Άλλου. Πόσες φορές αυτό το έργο! Σαν να γυρεύουμε να τρέξουμε, και μάλιστα σε έναν αντικαπιταλιστικό αγώνα δρόμου, φορώντας τα βαφτιστικά παπουτσάκια…που μας «κόβουν». Κι’ όσο κι αν ακούγεται κάπως παράδοξο, πολύ συχνά, δεν υπάρχει τίποτα πιο ελκυστικό από το να σαμποτάρει κανείς τα ίδια τα όνειρα του, ιδιαίτερα αν δεν είναι και πολύ σίγουρος ότι του αξίζουν.
Χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί συμβαίνει όλη αυτή η αυτό-παγίδευση. Αλλά, κυρίως, απαιτείται να επανεφεύρουμε τις διαδικασίες που θα μας ενδυναμώνουν -και θα μας χειραφετούν- στο να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο, να ανακάμψει απ’ αυτές τις συναισθηματικές κακώσεις.
Γιατί, «δεν υπάρχει τίποτα λάθος στον καθένα από μας, εκτός από τις συνέπειες της κακοποίησης μας», όπως θα δηλώσει ο Harvey Jackins. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι προσωπικό, είναι συστημικό! Μερικά εκατομμύρια «προσωπικά προβλήματα», είναι πρόβλημα κοινωνικό.
Ο καπιταλισμός, στη σύγχρονη μάλιστα παγκοσμιοποιητική εκδοχή του, προκαλεί, τόσο στους ανθρώπους όσο και στο περιβάλλον, πολύ περισσότερες «βλάβες» απ’ ότι οι πιο πολλοί άνθρωποι μπορούν να αναγνωρίσουν. Και το ζήτημα είναι ότι κάθε καπιταλιστική «βλάβη» αφήνει ένα επιπρόσθετο συναισθηματικό αποτύπωμα, μια κληρονομιά ψυχικού πόνου. Μια κληρονομιά θλίψης, φόβου, σύγχυσης και εσωτερικευμένης βίας, που παραδίδεται από γενιά σε γενιά, με μια σκυταλοδρομία οδύνης, δυσκολεύοντας μια ριζοσπαστική διακοπή του φαύλου επαναλαμβανόμενου μοτίβου της.
Δεν ξέρω αν ο παρακάτω συλλογισμός είναι συνεπής με μια, ας πούμε, μαρξιστική ορθοδοξία, αλλά νομίζω ότι το πρώτο βήμα σε μια πορεία αποπαγίδευσης μας είναι η συνειδητοποίηση της κρίσιμης διάκρισης ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι εξαναγκασμένοι να διαδραματίζουν διάφορους καταπιεστικούς ρόλους του Συστήματος αφενός, και σε αυτό που το ίδιο το Σύστημα είναι αφ΄ ετέρου.
Η κυρίαρχη κοινή οπτική είναι, προφανώς, η αντανάκλαση της καπιταλιστικής ανισότητας. Το απλουστευτικό γεγονός, δηλαδή, ότι υπάρχουν καλοί άνθρωποι όπως «εμείς», και κακοί άνθρωποι όπως οι «Άλλοι», οι «Αυτοί»! Και κάπως έτσι, κρίνουμε διαρκώς «ποιος» είναι «ποιος», και αναλαμβάνουμε την ευθύνη να ταχθούμε με το πλευρό των «καλών» και να προσπαθούμε να πλήξουμε, να αλλάξουμε, να αγνοήσουμε, να τιμωρήσουμε, να φοβίσουμε, ακόμη και να εξοντώσουμε τους «κακούς» άλλους. Βέβαια, αυτές οι προσπάθειες δεν αποδίδουν και τόσο, αλλά εμείς επιμένουμε ανεξάρτητα απ’ αυτό, κάνοντας το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, αν και απορούμε, μάλλον, με το γεγονός ότι το πρόβλημα, συνεχώς, επιδεινώνεται.
Φαίνεται πως μας λείπει ένα κομμάτι από το παζλ και ίσως αυτό να βρίσκεται σε μια διαφορετική, από την κυρίαρχη, οπτική. Υπάρχει ένα χαμένο κομμάτι «πληροφορίας» σε σχέση με την ανθρώπινη συμπεριφορά, που μπορεί να αλλάξει δραστικά την αντίληψη μας αυτή. Και βέβαια το κομμάτι αυτό δεν μπορεί να αφορά στην αθώωση των, ανά καιρούς, kapos, (Εβραίοι συνεργάτες των ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων), αλλά στην υπέρβαση μια μανιχαϊκής (τριμπαλιστικής) αντίληψης της Ιστορίας, που υπηρετεί, τελικά, την καπιταλιστική «ασπρόμαυρη» πραγματικότητα.
Η, κάπως κρυμμένη, αλήθεια είναι, ότι κάτω από τις συνθήκες του Καπιταλισμού (με όλα τα εξουσιαστικά και καταπιεστικά υποσυστήματα του) τραυματιζόμαστε όλοι –«νικητές» και «χαμένοι». Κι’ όσο κι αν ακούγεται κάπως αφοριστικό, τα τραύματα μας δεν είναι παρά οι άμεσες και έμμεσες συνέπειες για την ανθρώπινη ύπαρξη που είναι υποχρεωμένη να μεγαλώνει και να ζει κάτω απ’ αυτές τις εξοντωτικές συνθήκες. Αυτές οι συνθήκες εγκαθιστούν πρότυπα (patterns) αγχωδών συμπεριφορών, σκέψεων και συναισθημάτων, που με τη σειρά τους επιδρούν στην προσωρινή διακοπή της συνηθισμένης νοημοσύνης μας, την οποία αντικαθιστούν με άκαμπτες και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, όταν βρισκόμαστε σε καταστάσεις που μας θυμίζουν τις προηγούμενες επώδυνες εμπειρίες μας.
Μπορεί, για παράδειγμα, να είμαστε σε μια συλλογικότητα ανθρώπων, όπου θέλουμε να πούμε κάτι και ξαφνικά ανακαλύπτουμε πως κάτι από όλο αυτό μας θυμίζει το σχολείο. Έτσι, ανάλογα με τις σχολικές εμπειρίες μας, μπορεί αυτό να είναι μια ενδιαφέρουσα μνήμη ή μπορεί να ενεργοποιεί την εσωτερικευμένη «παγίδα» μας, καθιστώντας μας ξαφνικά εντελώς συνεσταλμένους και ανήμπορους να εκφραστούμε, εξ’ αιτίας του φόβου της ταπείνωσης, όπως ακριβώς είχε, πιθανόν, συμβεί όταν είμασταν στο σχολείο. Με τη μικρή διαφορά ότι δεν είμαστε πια στο σχολείο και κυρίως, δεν είμαστε ακόμη παιδιά.
Μπορεί, ακόμη, να φανταστεί κανείς να χτυπά το τηλέφωνο του σε κάποια ώρα πριν ξημερώσει και να νιώσει πως είναι να πλημμυρίζει με φόβο. «Ποιος πέθανε;» «Που είναι το παιδί τέτοια ώρα;» «Τι έχω κάνει λάθος;», όλα υποθέσεις στηριγμένες σε αρνητικές περασμένες εμπειρίες και πληροφορίες από το παρελθόν. «Ο νους μας πάει στο κακό». Και η ανακούφιση μας θα είναι μεγάλη όταν κάποιος «ηλίθιος που ψάχνει το Μήτσο, μας πει πως έκανε λάθος». Αυτή η παράξενη εξουθενωτική διαδικασία έχει ονομαστεί «επαναδιέγερση» ή «πάτημα του κουμπιού».
Κάθε φορά που επιχειρούμε να κάνουμε κάτι με έναν καινούργιο τρόπο, αυτό το φαινόμενο είναι εκεί για να μας παρεμποδίσει. Για να μας υποχρεώσει να ακολουθήσουμε την πεπατημένη. Όσο διαφορετικό και αν είναι το «νέο δημιούργημα» μας, ελκόμαστε σταθερά από το «κουμπί της παγίδας μας», να λειτουργήσουμε με τρόπους που έχουμε μάθει στο παρελθόν. «Αυτούς ξέρουμε, αυτούς εμπιστευόμαστε», όπως έλεγε η παλιά διαφήμιση για τη χλωρίνη. Ακόμη κι αν η «χλωρίνη» καίει στις πληγές, είναι η μόνη οικεία πρακτική.
Κάπως έτσι είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα επαναδημιουργήσουμε, φτού κι απ’ την αρχή, και πάλι το παρελθόν με ενσωματωμένα όλα τα προβλήματα του.
Είναι μάλλον όλο και πιο συχνό να βλέπουμε ανθρώπους, που αν και τοποθετούνται μαζί σε ένα κοινό όραμα, ξαφνικά «πλακώνονται», διαπληκτίζονται μεταξύ τους, οικοδομούν άτυπες εξουσιαστικές ιεραρχίες, ανταγωνίζονται και αλληλοαποκλείονται, «κουτσομπολεύουν» και γίνονται ακραία αγενείς, μέσα ή έξω από τα κοινωνικά δίκτυα. Ανεπίγνωστα εξωτερικεύουμε ό,τι έχουμε «μάθει», εκδηλώνοντας καταπιεστικές στάσεις και συμπεριφορές και παραβλέποντας αντικειμενικά γεγονότα, όπως για παράδειγμα ότι…«οι ανάπηροι δεν μπορούν να ανέβουν σκαλιά» ή ότι «οι vegetarians δεν τρώνε κρέας» ή «στου κουνγκ-φού την πόρτα… πάρε την πόρτα και φύγε».
Μπορεί, λοιπόν, να αναρωτιόμαστε γιατί κανείς δεν έρχεται στις συναντήσεις μας, εκτός από καμιά δεκαριά που είναι «ίδιοι με μας», και να καταριόμαστε την απάθεια, την αδιαφορία και την αλλοτρίωση ή το μικροαστισμό, τις συνθήκες που δεν έχουν ωριμάσει ή what ever, που δεν μας αφήνει να αγιάσουμε. Έτσι κι αλλιώς, οι ανά τον κόσμο αριστερές οργανώσεις, είναι διάσημες για την ικανότητα τους να αγνοούν τα 99 πράγματα στα οποία συμφωνούν και να διασπώνται με αφορμή το ένα εκείνο που δεν έχουν συμφωνήσει. Αλλά την επόμενη φορά που θα τεθεί το ζήτημα της «μαζικότητας», ίσως να πρέπει να ξανασκεφτούμε αυτό το φαινόμενο της αυτοπαγίδευσης μας σε επαναλαμβανόμενα patterns.
Γιατί, σε μια ακραία εκδοχή τους, αυτά τα patterns σε συνδυασμό με την ευαλωτότητα μας στην επαναδιέγερση, μπορεί να μας κάνουν επικίνδυνους και ικανούς να κακοποιήσουμε τους άλλους χωρίς ίχνος ντροπής ή τύψεων.
Χωρίς την κατανόηση αυτού του φαινομένου, τα περισσότερα από ό,τι κάνουμε οι άνθρωποι παραμένουν ακατανόητα. Αν όμως κατανοηθεί έστω μια φορά, τότε γίνεται κάτι που μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να μάθουμε να διαχειριζόμαστε. Κι έτσι, αντί να πυροδοτούμε τον εαυτό μας στη σύγκρουση, η προσέγγιση μας στρέφεται προς την κατεύθυνση του «τι βοήθεια χρειάζεται αυτός ο άνθρωπος για να «θεραπεύσει» ό,τι τον πονά; Ποιος είναι ο πόνος που τον οδήγησε να συμπεριφέρεται με τόσο ανεπιθύμητο τρόπο;»
Νομίζω όμως, ότι όλο αυτό το λέει καλύτερα ο Carl Rogers.
«Έχει τεράστια σημασία να επιτρέπω στον εαυτό μου να κατανοήσει ένα άλλο πρόσωπο.
Σπάνια επιτρέπουμε στον εαυτό μας να κατανοήσει ακριβώς ποιο είναι το νόημα της δήλωσης γι’ αυτόν. Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει επειδή το να καταλάβει κανείς είναι επικίνδυνο. Αν αφήσω τον εαυτό μου να κατανοήσει ένα άλλο πρόσωπο, μπορεί να αλλάξω από την κατανόηση. Και όλοι φοβόμαστε την αλλαγή. Η κατανόηση είναι εμπλουτισμός με διπλό τρόπο…Μαθαίνω από αυτές τις εμπειρίες με τρόπους που με αλλάζουν, που με κάνουν ένα διαφορετικό και, νομίζω, περισσότερο διαδραστικό πρόσωπο. Ίσως ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η κατανόηση που επιδεικνύω γι’ αυτά τα άτομα τους επιτρέπει να αλλάζουν… να αποδέχονται τους φόβους τους… τις παράξενες σκέψεις… τα τραγικά συναισθήματα και αποθαρρύνσεις, όπως και τις στιγμές του κουράγιου και της ευγένειας και της αγάπης και της ευαισθησίας. Και τότε, αλλάζουν τόσο τα συναισθήματα, όσο και αυτοί οι ίδιοι. Όμως πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι, όταν τα άτομα γίνονται κατανοητά από κάποιον άλλο, ενεργοποιούνται θετικά και η ζωή τους παίρνει άλλη αξία.»
«Θεραπεύοντας» το καπιταλιστικό τραύμα, ο Καπιταλισμός αρρωσταίνει…και η ζωή του Άλλου, παίρνει την αξία της.