Του Περικλή Κοροβέση
Οι ακόλουθες γραμμές θα είναι σαν να μιμούμαι τον Στάινμπεκ και ίσως και λίγο τον Κάφκα:
«Η κυρία Θ. είναι κοντά στα εβδομήντα της χρόνια, ζούσε με τα πέντε παιδιά της σε ένα αυθαίρετο σπιτάκι, στις παρυφές της πόλης, όπου κατά κανόνα η πρώτη κατοικία εκεί είναι ένα καλύβι χτισμένο όπως όπως και με προσθήκες που γίνονται σιγά σιγά.
Η μια κόρη ήταν ανάπηρη και έπαιρνε ένα επίδομα της τάξης των 320 ευρώ. Τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά, που ήταν άνεργα, έπρεπε να ζήσουν με τη σύνταξη χηρείας της μάνας τους, που ανερχόταν σε 800 ευρώ.
Δηλαδή το κάθε άτομο τον μήνα, με μια δίκαιη μοιρασιά, έπρεπε να ζήσει με 133 ευρώ τον μήνα. Και έτσι μπορούσαν να τρώνε, με περίσκεψη βέβαια, ψωμί, φέτα και ελιές. Μέχρι εδώ όλα καλά.
Αλλά χρώσταγε στην εφορία περίπου 2.000 ευρώ, προκαλώντας μεγάλη ζημιά στο Δημόσιο με τη φοροδιαφυγή της. Και εδώ το κράτος προστατεύτηκε.
Κατάσχεσε τον ακατάσχετο λογαριασμό της και ίσως το επόμενο βήμα να είναι η κατάσχεση του αυθαιρέτου, που σημαίνει αυτομάτως και τη νομιμοποίησή του.
Αλλά για άλλον ιδιοκτήτη. Το κράτος δεν μπορεί να πουλάει αυθαίρετα».
Αυτό σημαίνει κράτος ευνομίας.
Οι παραπάνω γραμμές δεν είναι μίμηση κανενός συγγραφέα. Είναι μια σύνοψη της ανταπόκρισης από τη Θεσσαλονίκη του συναδέλφου μας Νίκου Φωτόπουλου, που δημοσιεύτηκε σε ένα σχεδόν ολοσέλιδο στις 19.1.17 και αφορά την κ. Θεοπίστη στις Συκιές.
Πόσες περιπτώσεις αντίστοιχες να έχουμε; Αγνωστο.
Η Στατιστική Υπηρεσία, από ό,τι γνωρίζω, δεν μας έχει δώσει κανένα στοιχείο. Ούτε έχω υπόψη μου κάποια πανεπιστημιακή έρευνα.
Ο,τι ξέρουμε είναι από δημοσιογραφικές έρευνες ή από το περιβάλλον μας.
Τώρα τα χρέη των πτωχών προς το Δημόσιο ή τις τράπεζες τα διαχειρίζονται απρόσωπες εισπρακτικές εταιρείες και ο μόνος εγκέφαλος που διαθέτουν είναι αυτός του κομπιούτερ.
Ανθρωπος δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και δεν του απευθύνονται ποτέ. Υπάρχουν μόνο αριθμοί και λογιστικές πράξεις.
Αν αυτό σημαίνει την καταστροφή μιας οικογένειας, δεν σημαίνει τίποτα για τον υπολογιστή.
Αυτός τη δουλειά του έκανε όπως τον είχαν προγραμματίσει. Ασχετα αν δημιουργούνται ανθρώπινες τραγωδίες.
Μια κυβέρνηση με στοιχειώδη σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα θα έπρεπε να είχε μια άλλη προσέγγιση.
Να εξετάζει την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, να δει ποιες είναι οι οικονομικές δυνατότητες του κάθε οφειλέτη και να ρυθμιστεί το χρέος με δόσεις που ο ίδιος μπορεί να πληρώσει ή να το παγώσει μέχρι να έρθουν οι μέρες της ανάπτυξης που όλοι μάς υπόσχονται.
Γιατί η σημερινή πολιτική είναι χειρότερη από κείνη την εποχή που οι άνθρωποι γίνονταν σκλάβοι για τα χρέη τους.
Ο ιδιοκτήτης του σκλάβου πρόσεχε την περιουσία του. Τον τάιζε, τον πότιζε, τον κοίμιζε.
Στην αρχαία Αθήνα είχε ίδιο μισθό με τον ελεύθερο πολίτη. Τώρα ο φτωχός χρεωμένος έχει προοπτική τον δρόμο και την πείνα.
Αλλά ας πάμε και σε μια άλλη κατηγορία ανθρώπων. Αυτών που έκαναν μια δουλειά που δεν τους ενδιέφερε.
Επνιξαν τα ταλέντα τους και τις επιθυμίες τους θυσιάζοντας την απόλαυση της ζωής έναντι ενός καλού μισθού με άριστες προοπτικές.
Υπολόγισαν πως σε κάποια χρόνια θα έχουν αρκετά λεφτά για να κάνουν αυτό που θέλουν και να ξαναβρούν τον χαμένο εαυτό τους.
Παράλληλα βέβαια, οικογένεια και παιδιά. Δεν χρειαζόταν ένα καλό σπίτι; Χρειαζόταν.
Τα παιδιά δεν πρέπει να έχουν το εξοχικό τους; Πρέπει.
Δύο αυτοκίνητα δεν είναι απαραίτητα; Είναι. Γιατί όχι και ένα μικρό σκαφάκι, έτσι για βόλτες στην παραλία;
Αλλά κάποια ταξιδάκια στο εξωτερικό δεν είναι απαραίτητα; Και τελικά μετέθεσαν τα όνειρά τους και τις επιθυμίες τους για μετά τη σύνταξη.
Σήμερα στα εξήντα πέντε του ο άνθρωπος είναι ακόμα νέος. Και με την κρίση αντιλαμβάνονται πως τίποτα δεν ήταν δικό τους.
Τα πάντα τα χρωστούσαν στις τράπεζες και με την ανάπηρη σύνταξή τους αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους.
Και μετά έπονται οι κατασχέσεις. Και όσο και αν έμειναν και υπεράσπισαν το σύστημα, δεν υπήρξε έλεος γι’ αυτούς.
Να μην πούμε τίποτα για τους μαγαζάτορες και τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες.
Και ούτε βέβαια για τους αγρότες και τις πάλαι ποτέ επιδοτήσεις τους, που πίστεψαν πως ήταν η καλύτερη καλλιέργεια και η πιο αποδοτική.
Μια συνηθισμένη έκφραση του Νεοέλληνα είναι «έπεσα από τα σύννεφα».
Μήπως όμως αυτό εκφράζει έναν βαθύτερο ψυχισμό που δείχνει πώς ανακαλύπτει την πραγματικότητα;
Μόνο όταν γειώνεται βίαια ύστερα από κάποιο σοκ. Αλλά δεν βγάζει τα κατάλληλα συμπεράσματα.
Και προτιμάει να απογειωθεί ξανά και να επιστρέψει στην πρώτη του κατοικία, στα σύννεφα, όπου προς το παρόν οι κατασχέσεις δεν έχουν φτάσει.
Πάντα βέβαια υπάρχουν και εξαιρέσεις, εκείνοι που ξέρουν πού πατούν.
Αλλά είναι λίγοι. Και αυτοί που τους ακούν είναι ακόμα λιγότεροι.
Αυτοί που κάτι έχουν καταλάβει από την εμπειρία τους και ψάχνονται ειλικρινά και με αγωνία από αυτούς τους λίγους έχουν να μάθουν.