Της Γιάννας Παπαπαύλου
“Στις 9 Αυγούστου του 2016 στη Γερμανία, ένα φορτηγό μεταφέρει αγελάδες προς το σφαγείο και αναποδογυρίζει. Δυο από αυτές δραπετεύουν, και η μία μπαίνει σε σουπερμάρκετ θεωρώντας το ασφαλές, για να βρει καταφύγιο. Υπάλληλοι του μαγαζιού την πυροβολούν και τη σκοτώνουν, δίπλα από τα ψυγεία με συσκευασμένα χοιρινά και βοδινά κρέατα.”1
Η αφήγηση του περιστατικού καθώς και οι εικόνες, με το πτώμα της αγελάδας να κείτεται ατόφιο δίπλα στον αποστειρωμένο πάγκο με το τεμαχισμένο κρέας αγελάδων και άλλων ζώων, είναι σαφώς αποκρουστική, ίσως όχι μόνο λόγω της αποστροφής στην αιματοχυσία. Μέσα στον πεπερασμένο χώρο του πάγκου ενός κρεοπωλείου παρατίθενται τα πτώματα των ζώων, σε πακέτα αποκομμένα από τη διαδικασία της σφαγής, προς αγορά και κατανάλωση. Η κανονικότητα της μπουτίκ της ωμής σάρκας των ζώων δεν μαρτυρεί τον θάνατο στη συνείδηση των καταναλωτών. Αντιθέτως, το αίσθημα του καταναλωτή εγείρεται αποκρουστικά με την παράθεση της κυριολεκτικής εικόνας της σφαγής και του θανάτου. Υπάρχει κάτι το εγγενώς διεστραμμένο στην παράθεση αυτή ανάμεσα στη ‘φυσική’ και στην ‘τεχνητή’ πορεία της ζωής, καθώς τα απομεινάρια της κατανάλωσης είναι αυτά που θα καταδείξουν τη φυσικότητα του κύκλου της ζωής.
Πέραν της νοηματοδότησης του συμβάντος με αντισπισιστικές θεωρήσεις, το γεγονός θα μπορούσε να αποτελέσει μια αλληγορία για τον κόσμο της (υπερ)αγοράς και της γυάλινης βιτρίνας. Η αγορά θα υποδείξει τις επιθυμίες ως καταναλωτική συμπεριφορά και θα κανονικοποιήσει το βρώμικο υπόβαθρο της αξιακής προσθήκης, το οποίο θα καταστήσει αόρατο στο κοινό. Η φυσικότητα αυτού του κόσμου δεν περιορίζεται στην πρωτόγονη ανάγκη της επιβίωσης αλλά βασίζεται στον κορμό της πυραμίδας της αφθονίας. Σε αυτό το σύστημα οι τροφοσυλλέκτες της κατώτερης βαθμίδας προσφέρουν την ίδια τους την σάρκα ως πρώτη ύλη στο σφαγείο της σύγχρονης οικονομίας. Είναι ένα σφαγείο, το οποίο θα μιλήσει για οικολογία, αειφόρο ανάπτυξη, κυκλική οικονομία και ανακύκλωση ως κομμάτια μιας οικοδομικής δραστηριότητας που θα υποδείξει την επιθυμία για την κατοίκηση στο ‘φυσικό’. Το ‘φυσικό’ και το ‘τεχνητό’ για ακόμη μια φορά σε μια συγκρουσιακή συνύπαρξη ανάμεσα στη δομημένη επέμβαση και στην προκαπιταλιστική ονείρωξη της πρόσχωσης της φύσης.
Μιας φύσης στην οποία θα προσδωθεί το φαντασιακό καταφύγιο του ικανού καταναλωτή. Μιας φύσης που θα πλαισιωθεί, ρετουσαριστεί, για να αποτελέσει το υπόβαθρο της ταμπέλας Πωλήσεων Ακινήτων. Μιας φύσης με στυλ, όπου η ‘integrazione scenica’, η σκηνογραφική ενσωμάτωση δηλαδή στο τοπίο, δεν περιορίζεται στο κτιριολογικό απόθεμα, αλλά επεκτείνεται στον έλεγχο του φυσικού τόπου, σε μια μεταφορά των αστικών ηθών στην ύπαιθρο. ‘Αχ! Ιδού η αληθινή λογοτεχνία, δεν υπάρχει ποτέ λάθος στυλ σε ένα λιβάδι’, γράφει ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ στο έργο του «Οι χωριάτες». Η φύση στυλιζάρεται, πακετάρεται σε όρους αγοραστικούς και πουλάει.
Είναι η μετεξέλιξη της ‘τυραννίας του ματιού’2, του ρομαντικού ποιητή William Wordsworth, όπου η οπτική προσέγγιση του τοπίου έχει τις αξιώσεις της εικόνας ως παράστασης, η οποία αναπαράγεται συνεχώς δημιουργώντας κάθε φορά ένα ανιστορικό, αποτοπικοποιημένο περιβάλλον. Εν τέλει, καταλήγουμε στην διαπίστωση ότι οι επιμέρους εικόνες δεν τυγχάνουν κάποιας μοναδικότητας, άρα η σημασία επικεντρώνεται στο σύστημα που υποστηρίζει τη συνεχή παραγωγή της εικόνας.
Στο ντοκιμαντέρ ‘Πρώτη Ύλη’ του Χρήστου Καρακέπελη, μια τέτοια εικόνα που καταδεικνύει το γενικευμένο τοπίο σε σχέση με το σύστημα που την παράγει είναι η διαφήμιση της χαλυβουργικής ‘Σιδενορ’:
‘Το νέο σας σπίτι “βλέπει” θάλασσα. Εσείς δείτε τα σίδερα’, αναγράφεται στην πινακίδα, καθώς μπροστά περνάει ένας άντρας σπρώχνοντας ένα καρότσι με παλιά σιδερικά. Η αντίστιξη των δύο παραστάσεων υποδηλώνει το ‘σφαγείο’ της σύγχρονης ελληνικής οικοδομικής δραστηριότητας. Ο Καρακέπελης καταγράφει το μεροκάματο αυτών των ανθρώπων, που συλλέγουν από τα σκουπίδια, scrap μέταλλα, τα οποία θα μεταπωλήσουν για ψίχουλα, καταλήγοντας ως πρώτη ύλη στα εργοστάσια των μεγάλων χαλυβουργιών και αποφέροντας τεράστια κέρδη σε μια βιομηχανία που λειτουργεί με ασυδοσία και μεροληψία ως προς τις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις των ευρωπαϊκών κανονισμών.
Οι αόρατοι ρακοσυλλέκτες των παραγκουπόλεων της Αθήνας είναι κομμάτι μιας παραοικονομίας που λειτουργεί εις βάρος τους χωρίς να υπάρξουν ποτέ κυρώσεις, καθώς οι ίδιοι είναι μη-πρόσωπα, παράνομοι μετανάστες, οι οποίοι τυπικά δεν υπάρχουν.
Η ‘τυραννία του ματιού’, η οποία βασίζεται στην οπτικοποίηση της επιθυμίας χωρίς τα παρελκόμενα, τραντάζεται από την εισαγωγή της πρώτης ύλης, μαρτυρώντας στο θεατή-καταναλωτή λίγο από τη σήψη της σκηνοθετημένης αγοράς. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ μιλούσε για τη συνείδηση ως αλάνθαστο κριτήριο, και σε αυτήν ίσως μόνο μπορούμε να στηριχτούμε, αλλά και να ματαιωθούμε, μιας και όταν δεν την έχουμε μπορεί ακόμα και να δολοφονήσει.
(Πηγή: Ραδιοφράγματα)
Μωραϊτης Κώστας, «Το τοπίο, πολιτιστικός προσδιορισμός του τόπου».