Η Κίνα βγαίνει ενισχυμένη από την πανδημία, θέτοντας σκληρά διλήμματα στην κυβέρνηση Μπάιντεν.
- του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Στην πρώτη του συμμετοχή στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, τον Ιανουάριο του 2017, ο Σι Τζινπίνγκ γοήτευσε την αφρόκρεμα των πολυεθνικών ελίτ. Τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ ετοιμαζόταν να αναλάβει τα προεδρικά του καθήκοντα με σημαία το America First και πολεμικές κραυγές εναντίον της παγκοσμιοποίησης, ο ηγέτης της Κίνας εκθείαζε την ελευθερία του εμπορίου και τις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής, από τις οποίες σε μεγάλο βαθμό θρέφεται το κινεζικό οικονομικό θαύμα.
Όταν η Αμερική, η μέχρι πρότινος ατμομηχανή της παγκοσμιοποίησης, κήρυσσε την εθνική αναδίπλωση, η Κίνα, σε μια ειρωνεία της Ιστορίας, επιβεβαίωνε ότι ένας ορισμένος “κομμουνισμός” είναι το ανώτατο στάδιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Σι συμμετείχε και πάλι στο (διαδικτυακό, λόγω κορονοϊού) Φόρουμ του Νταβός, στα τέλη του περασμένου Γενάρη. Ο Τραμπ ήταν ήδη παρελθόν και ο Μπάιντεν μόλις είχε αναλάβει με την επαγγελία μιας ριζικής στροφής. Ωστόσο η προεδρική αλλαγή στις ΗΠΑ δεν φαίνεται να μεταβάλλει, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο, τη διανομή ρόλων μεταξύ των δύο ισχυρότερων οικονομιών στη διεθνή σκηνή. Η ομιλία του Σι ήταν και πάλι μουσική στα αυτιά των κοσμοπολίτικων ελίτ, με ύμνους στην “πολυμερή συνεργασία”, εξορκισμούς στον κίνδυνο ενός “νέου Ψυχρού Πολέμου” και εκκλήσεις προς τον Μπάιντεν να αποφύγει τις ροπές του προκατόχου του προς “την αποσύζευξη των οικονομιών, τη διάρρηξη των αλυσίδων παραγωγής και τις κυρώσεις”, που μπορεί να οδηγήσουν σε “διάρρηξη της παγκόσμιας οικονομίας ή και σύρραξη”.
Την ίδια στιγμή, όμως, ο Τζο Μπάιντεν υπέγραφε προεδρικό διάταγμα που έκανε πράξη το προεκλογικό του σύνθημα Buy American, επιβάλλοντας στους προμηθευτές του δημοσίου να κάνουν χρήση αυστηρά αμερικανικών προϊόντων και απειλώντας με κυρώσεις όσους διώχνουν δραστηριότητές τους στο εξωτερικό. Όχι μόνο οι Κινέζοι, αλλά και οι Ευρωπαίοι και οι λοιποί δυτικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ συνειδητοποίησαν ότι ο Τραμπ έφυγε, αλλά ο αμερικανικός νεοπροστατευτισμός ήρθε για να μείνει.
Ο Τραμπ έφυγε, αλλά ο αμερικανικός νεοπροστατευτισμός ήρθε για να μείνει.
Θεωρώντας ότι οι ΗΠΑ έχουν αρχίσει να χάνουν από την παγκοσμιοποίηση, που οι ίδιες σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσαν, ενώ η Κίνα επωφελείται τα μέγιστα, ο Ντόναλντ Τραμπ και οι επιτελείς του εξαπέλυσαν σκληρό εμπορικό πόλεμο εναντίον της αναδυόμενης υπερδύναμης. Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά για τους Αμερικανούς. Το 2020, το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας στο εμπόριο με την Αμερική όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε κατά 7%. Αν και ξεκίνησε από την Κίνα, η πανδημία κατέληξε όχι μόνο να μην την γονατίζει, αλλά να την ευνοεί σε βάρος των ανταγωνιστών της, καθώς είναι η μόνη μεγάλη οικονομία του πλανήτη που εκτιμάται ότι αυξήθηκε (κατά 2,3%) το 2020, ενώ το 2021 προβλέπεται, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, να σημειώσει τεράστιο, για τα δεδομένα της εποχής, άλμα, της τάξης του 8%.
Οι τελευταίες εκτιμήσεις λένε ότι η Κίνα θα ξεπεράσει την Αμερική, για να γίνει η πρώτη οικονομία του κόσμου πολύ νωρίτερα από ο,τι αναμενόταν μέχρι πέρυσι, πιθανόν το 2028. Ήδη το 2020, η Κίνα έγινε ο πρώτος προορισμός των άμεσων ξένων επενδύσεων, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τις ΗΠΑ. Την ίδια χρονιά, και πάλι για πρώτη φορά, είχε τη δυνατότητα να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές με αρνητικό επιτόκιο, προνόμιο που ακόμη και η Γερμανία έχει πλέον χάσει. Πολλοί θα αμφισβητήσουν το ειδικό βάρος αυτών των εξελίξεων, υπογραμμίζοντας τα φαινόμενα υπερθέρμανσης- υπερσυσσώρευσης στην κινεζική οικονομία και τις μεγάλες ανισότητες που συνοδεύουν την ανάπτυξή της. Οι επισημάνσεις αυτές είναι βέβαια σωστές, μόνο που δεν εμπόδισαν την Κίνα να κερδίζει διαρκώς έδαφος στο διεθνή καταμερισμό εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες και είναι αμφίβολο αν την εμποδίσουν στο προβλέψιμο μέλλον. Άλλη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας μαρτυρεί ότι οι ανισότητες ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της Κίνας μειώνονται σταθερά στην πορεία της τελευταίας δεκαετίας.
Το νέο τοπίο που διαμορφώνεται θέτει σκληρά διλήμματα ενώπιον του Τζο Μπάιντεν και της κυβέρνησής του. Αν κάτι έδειξε η εποχή Τραμπ για τις σχέσεις ΗΠΑ- Κίνας, είναι ότι η περίφημη “αποσύζευξη” των δύο μεγαλύτερων οικονομιών είναι κάτι που δεν μπορεί να πετύχει η Αμερική χωρίς να πυροβολήσει τα πόδια της, καθώς το καθοριστικό στοιχείο της ύστερης παγκοσμιοποίησης, οι διεθνείς αλυσίδες παραγωγής, έχουν επεκταθεί τόσο πλατιά και τόσο βαθιά που είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο να σπάσουν.
Βεβαίως ο Μπάιντεν θα προσπαθήσει να ασκήσει τη μέγιστη δυνατή πίεση στην Κίνα, ακολουθώντας διαφορετικές μεθόδους από τον Τραμπ. Εκεί που ο προκάτοχός του επένδυε σε μονομερείς, αμερικανικές ενέργειες, ο Μπάιντεν θα προσπαθήσει να δημιουργήσει ενιαίο μέτωπο εναντίον της Κίνας (αλλά και της Ρωσίας), προσελκύοντας τους Ευρωπαίους, τους Ιάπωνες, τους Αυστραλούς, τους Ινδούς και άλλους εταίρους των ΗΠΑ. Αυτόν τον στόχο εξυπηρετεί και η “σύνοδος των Δημοκρατιών” που ετοιμάζει, μια ιδέα που προωθεί με θέρμη και ο Μπόρις Τζόνσον, φιλοδοξώντας να μετασχηματίσει την ομάδα G7 σε D10 (το D παραπέμπει στο Democracy), με τη συμπερίληψη της Ινδίας, της Αυστραλίας και της Νότιας Κορέας.
Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να αμφιβάλλει κανείς, όμως, για τις πιθανότητες επιτυχίας του εγχειρήματος. Η μετατροπή της Κίνας σε βασική ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης την αναδεικνύει σε πολύτιμο δυνητικό στήριγμα των χειμαζόμενων δυτικών οικονομιών. Είναι ενδεικτικό ότι η Ε.Ε. υπέγραψε επενδυτικό προσύμφωνο με την Κίνα λίγες ημέρες πριν από την ορκωμοσία Μπάιντεν, φέρνοντάς τον προ τετελεσμένων. Το άλλο πρόβλημα της γραμμής Μπάιντεν είναι ότι η επιθετική στάση απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία ταυτόχρονα απειλεί να ωθήσει τις δύο μεγάλες δυνάμεις σε μια στενή, στρατηγική συμμαχία, όπου η οικονομική ισχύς της μιας θα κουμπώνει πάνω στη στρατιωτική ισχύ της άλλης. Δηλαδή, θα κάνει πραγματικότητα τον εφιάλτη που ήθελε πάση θυσία να αποφύγει ο Χένρι Κίσινγκερ, αρχιτέκτονας της προσέγγισης των ΗΠΑ με την Κίνα, έναν από τους παράγοντες που επιτάχυναν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τη νίκη της Αμερικής στον Ψυχρό Πόλεμο. Τέλος, η πρόσφατη προειδοποίηση της Κίνας ότι οποιαδήποτε κίνηση της Ταϊβάν προς την ανεξαρτησία, με υποστήριξη των ΗΠΑ, αποτελεί αιτία πολέμου υπενθύμισε τις κόκκινες γραμμές που δεν μπορούν να ξεπεράσουν οι ΗΠΑ παρά μόνο με κίνδυνο γενικευμένης ανάφλεξης.