Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Ψυχή μου…
Χτύπησε το τηλέφωνο χτες το απόγευμα. Ήταν η ανιψιά μου. Είχε βάλει την αδερφή μου να με πάρει στο skype. Δύο χρονών. Μου μέτρησε ως το δέκα. Μέχρι πριν λίγους μήνες δεν έλεγε λέξη. Κάθε νούμερο και μια χαρά, κάθε νούμερο και μια μικρή γιορτή. Η ανακάλυψη της ζωής ασυνείδητα μέσα απ’ την πιο εύκολη μαθηματική αλληλουχία. Ένα, δύο, τρία… Μέτρα κορίτσι μου. Μέτρα και θύμησέ μου ότι κάτι πράγματα δεν έχουν τέλος, κάτι πράγματα αρχίζουν στην εκφορά της πρώτης λέξης μας και δεν τελειώνουν ποτέ.
Τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά… Μέτρα αγάπη μου. Γέλα σε κάθε δεύτερο γράμμα, ξεκαρδίσου σε κάθε λάθος τόνο. Πλησίασε την κάμερα και δείξε μου τα δάχτυλά σου. Όλα μαζεμένα, όλα απλωμένα, όλα είναι η μονάδα, όλα το σύνολο. Μέτρα. Κάνε τις πρώτες σου πράξεις. Μέτρα ανθρώπους. Μέτρα ποιοι σε κάνουν να γελάς, μέτρα ποιων τα χέρια θες να κρατάς. Μέτρα ζωή μου. Εσύ, εσείς -πιτσιρίκια- με τα δικά σας νούμερα θα ξεχωρίσετε του πλανήτη την ήρα απ’ το στάρι.
Οχτώ, εννιά, δέκα!
Ψυχή μου…
Έκλεισα το τηλέφωνο και ξεκίνησα να χαζεύω στο τουίτερ. Κι έπεσα πάνω σε ετούτη τη φωτογραφία. Πάνω στο βίντεο που δείχνει αυτό το παιδί αμέσως μετά το βομβαρδισμό της πόλης, της γειτονιάς, του σπιτιού του. Δεν συνειδητοποιεί τι έχει γίνει, δεν ξέρει, δεν καταλαβαίνει. Δεν κλαίει, δεν μιλάει, κοιτάζει. Κάποιος το τράβηξε απ’ τα χαλάσματα, κάποιος το πήρε αγκαλιά, κάποιος έτρεξε και το ακούμπησε στο κάθισμα του ασθενοφόρου. Κι έμεινε μόνο, με ένα σωρό κόσμο εκεί γύρω αλλά μόνο. Λίγο μετά τη βόμβα, την έκρηξη, το θάνατο των δικών. Μόνο σε μια καρέκλα ασθενοφόρου. Το μάτι του το ενοχλούσε, τα μαλλιά του έπεφταν στα μάτια. Σήκωσε το χέρι να τα κάνει στην άκρη. Αίμα. Αίμα στο χέρι του. Κόκκινο πάνω στη σκόνη. Τι είναι τώρα αυτό; Ασυναίσθητα πρέπει να το καθαρίσει. Δεν έρχεται η μάνα του να του το πει, να το σκουπίσει. Πρέπει μόνο του ετούτη τη φορά. Το σκουπίζει απ’ το κάθισμα. Ξανατακτοποιείται. Βάζει τα χέρια πάνω στα πόδια. Μένει ακίνητο. Κοιτάζει μακριά. Κανέναν. Όλους. Όλους μας.
Μετράει. Ένας, δύο, τρεις… Πόσοι γράψατε, πόσοι φωνάξατε, πόσοι βγήκατε στο δρόμο, πόσοι δαρθήκατε σε πορείες, πόσοι κάνατε έστω ένα κάτι, έστω το πιο μικρό πράγμα στο σύμπαν για να ακουστεί ότι πρέπει να τελειώσει αυτός ο πόλεμος; Πόσοι σκεφτήκατε το Χαλέπι, πόσοι ξέρετε το Χαλέπι, πόσοι μιλήσατε σε πόσους για το Χαλέπι;
Τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά… Μετράει. Δε σταματάει. Εκεί, στο κάθισμα του ασθενοφόρου με το βλέμμα του διαπερνά όλο τον πλανήτη, καθέναν από εμάς. Πόσοι σηκώσατε μια ασπίδα πάνω απ’ το σπίτι του, πόσοι ανοίξατε μια πόρτα να τον κρύψετε την ώρα του βομβαρδισμού, πόσοι κλάψατε έστω μια φορά για τη Συρία;
Οχτώ, εννιά, δέκα…
ΥΓ. Ψυχές μου, ψυχούλες μου! Συνεχίστε να μετράτε. Μαζέψτε σε μπουκέτα τα λουλούδια του αυριανού κόσμου. Στήστε τον εσείς κι αφήστε απέξω όλους εμάς που δυο εξισώσεις ζωής κι αγάπης δεν μπορέσαμε να λύσουμε ποτέ.