Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Ο σεβασμός με τον φόβο έχουν την ίδια βάση. Δε φοβάμαι παρά μόνο τους ανθρώπους. Εκτιμώ, δεν σέβομαι. Θέλω να με εκτιμούν, όχι να με σέβονται.
-Αν δεν ξέρεις πώς πατάω μην στρώνεις χαλιά να πατήσω πάνω από σπασμένα γυαλιά. Άσε με να ματώσω. Δε με ένοιαξαν οι πληγές μου ποτέ. Δε με τρόμαξε ο πόνος, δε με ίδρωσε κανένα δύσκολο. Ναι, θέλω το πιο εύκολο αλλά όχι όταν αυτό θα μου φορτώνει τεμπελιές που δεν κουβαλάω, στεγνά μέτωπα που δε σκούπισα, πολυθρόνες που δε ζέστανα, ανέγγιχτες φτέρνες που δεν προφύλαξα. Αν δεν έχεις πάρει μυρωδιά τι και ποιος είμαι, μην κάνεις μπουκέτα με λουλούδια του δικού μου προσώπου, του δικού μου σώματος, του δικού μου χαρακτήρα. Δε σου το επιτρέπω. Χωρίς συζήτηση. Με τελεία και παύλα στο τέλος.
Μου ‘λεγε ο μπαρμπα-Σπύρος παλιά στο χωριό: «κακοί άνθρωποι υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Να τους ξεχωρίζεις από μακριά και να τους αφήνεις να περάσουν. Κάνε ωτοστόπ μόνο στους καλούς ανθρώπους»!
-Στην άκρη των δρόμων πάντα. Έτσι περπατάει η ιστορία στη γραμμή του χρόνου. Στην άκρη των δρόμων με συνεχή κοιτάγματα πίσω της. Πώς αλλιώς να προστατευτεί απ’ τους κάγκουρες όλων των εποχών; Δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο οι αεροτομές και τα χειρόφρενα στις στροφές, τα μαρσαρίσματα και οι παραβιάσεις σηματοδοτών. Το σηματάκι της BMW δεν είναι ένας έλικας που γυρίζει, είναι ένας κρίκος που ενώνει κάθε κλεισμένη ράμπα αναπήρων απ’ τον καιρό που οι Σπαρτιάτες τους έριχναν στον Καιάδα ως τις μέρες μας. Είμαι η ιστορία. Πιάνω άκρη όταν βλέπω στον οδηγό το μάτι του μαλάκα. Οφείλω να μεταβώ στο μέλλον. Σηκώνω τον αντίχειρα (σαν εύχυμη καουμπόισσα του Ρόμπινς) και ζητάω διαδρομή μόνο από τιμόνια που θα με φτάσουν ως τον επόμενο αιώνα.
Κάτι φορές γράφω, κυκλοφορώ στο σπίτι, μαγειρεύω, ζω ντυμένος κανονικά και με τα παπούτσια μου και με όλα. Σε κάθε άβολο που φαίνεται, αντιπαραβάλω ένα άγχος του να πρέπει να φύγω γρήγορα και για κάπου. Ένα άγχος να εξαφανιστώ σε έναν άλλο πλανήτη, σε μια ζούγκλα ή ακόμη σε ένα μπαρ. Τα ρούχα δε με κρύβουν, τα ρούχα είναι το safe μου. Τα παπούτσια είναι η δυνατότητά μου να τρέξω ή να περπατήσω πλάι σε κάποιον. Κάτι φορές, δεν διαλέγομαι τη λογική, μου επιβάλλεται το παράλογο ως μόνος δρόμος.
-Άσε με μωρέ! Ξέρω ότι πια ασυνάρτητα γράφω. Είναι το κρασί, είναι η μουσική. Random τραγούδια και random ποτήρια δε φτιάχνουν κεφάλι, φτιάχνουν ζαλάδες. Πού σταματάν αυτά που γυρίζουν, πού αρχίζουν αυτά που είναι βιδωμένα στη γη; Αν τώρα χαθώ δεν ξέρω τι θα μείνει πίσω μου. Μιαν άδεια καρέκλα και 420 λέξεις σε μια μη αποθηκευμένη σελίδα του word θα είναι αρκετά για να με θυμάται ετούτος ο κόσμος; Ένα μπουκάλι κρασί μισό ποτήρι πριν το άδειασμά του θα είναι αρκετό να θυμίσει σε χείλη ότι τα φίλησα κόκκινα, ότι τα φίλησα ημίγλυκα, ότι τα δάγκωσα πιωμένα; Δεν ξέρω. Γράφω και παραμένω ντυμένος. Δεν χαλαρώνω. Μιαν εγρήγορση άγχους, ένας τρόμος προσωπικής απώλειας και της εξωτερικής εμφάνισής μου στην κακιά συγκυρία. Αδειάζω το ποτήρι. Δεν έχει ηρεμία απόψε. Στον καναπέ με τα παπούτσια θα κοιμηθώ. Δε γίνεται να χαϊδεύεις κανέναν στην κοιλιά, στο λαιμό, στο μάγουλο δυο μέτρα από εκεί που κάθομαι εγώ και σε περιμένω. Δε γίνεται ρε.
Αγοράζω συχνά από παλιατζίδικα ή σελίδες ρετρό πωλήσεων αντικειμένων με αστερίσκους “perfect working condition”.
-Μα δεν ψάχνω καμιά τελειότητα στη λειτουργία, στην ύπαρξη, στη ζωή κανενός. Τι να τους κάνω τους τέλειους; Τι να το κάνω το κορμί χωρίς ραγάδες, την Κυριακή χωρίς μελαγχολία, το φαγητό χωρίς πολύ αλάτι, τη σελίδα χωρίς μουτζούρες; Τι να τους κάνω τους άριστους; Έλεγε ο Ρίτσος ότι άριστος είναι αυτός που δεν έχει καμία κλίση σε κάτι. Βαριέμαι τις ευθείες. Θέλω χαλασμένα ραδιόφωνα και σχισμένα σαλόνια, σπασμένες πολυθρόνες και παράφωνους τραγουδιστές. Θέλω Μητροπάνους που ζαλίζουν κάθε νότα αδιαφορώντας για την παρουσία της και Monty Python που γονατίζουν κάθε «καθώς πρέπει» διακωμωδώντας ακόμη και την κηδεία του. Αγοράζω από παλιατζίδικα για τα κουσούρια των προϊόντων. Μη μου το χαλάτε. Αν ήταν αλλιώς, αν ήμουν αλλιώς, θα ψώνιζα απ’ τα mall.