Κείμενο: Μουντούρης Παναγιώτης
ΖΩΗ ΜΠΟΖΕΜΠΕΡΓΚ Κόμπος εκδ. Στερέωμα
Όσοι ασχολούνται με τη θάλασσα λένε ότι οι ναυτικοί κόμποι είναι αποτελεσματικοί, μπορούν να αντέξουν μεγάλη ένταση και πίεση ενώ την ίδια στιγμή με το τράβηγμα ενός σχοινιού λύνονται εύκολα. Σίγουρα ο κόμπος που ασφυκτικά έχει περιδέσει τον Άγη – ένας βρόχος που σφίγγει και πνιγεί την ψυχική του υπόσταση – δεν είναι ένας ναυτικός κόμπος. Είναι «αδύνατον» να τον “ορίσει” κανείς, μπορεί όμως να τον «διηγηθεί» όπως η Ζωή Μπόζεμπεργκ στο πρώτο της μυθιστόρημα “Κόμπος”, η οποία, μέσα από έναν λόγο διαυγή και απλό συνάμα πυκνό και ασθματικό, δίνει υπόσταση και μορφή στο ανυπόφορο κενό ότι κανένας δεν επιθυμεί την ύπαρξη του Άγη.
«Υπάρχει ένας κόμπος που δένεται δύσκολα. Θέλει χρόνο, θέλει συνεργασία πολλών παραγόντων – μα όταν τελικά δεθεί, δεν χαλαρώνει με τίποτα. Σφίγγει και καλά κρατεί, από τότε που οι άλλοι γύρω ήταν μεγάλοι κι εγώ αόρατος».
«Τι σημαίνει να είσαι παιδί και να είσαι αόρατος;» Ένα ερώτημα πανανθρώπινο, ένα ερώτημα η απάντηση του οποίου θα τοποθετήσει το υποκείμενο εντός ή εκτός της κοινωνικής πραγματικότητας, ένα ερώτημα η απάντηση του οποίου θα θέσει σε εφαρμογή την ψυχικοποίηση ή την αποσύνδεση και τον αφανισμό ενός ανθρώπινου όντος, ένα ερώτημα που αφορά το υποκειμενικό αίσθημα του «υπάρχειν», ένα ερώτημα στον πυρήνα του οποίου σμιλεύτηκε η προσωπικότητα του Άγη και εγκαθίδρυσε τη μόνιμη αγωνία του αν αξίζει τον κόπο να ζει τη ζωή παραπέμποντας τον αναγνώστη στο πιο αμείλικτο, ανείπωτο και άλεκτο ερώτημα του ανθρώπου απέναντι στο πεπερασμένο της ύπαρξης του.
Ορμώμενος από μια αυθόρμητη κίνηση προς τον Άλλον, από παιδί ακόμη ο Άγης, προσπαθεί να πλησιάσει τους σημαντικούς Άλλους της ζωής του προσκρούοντας σε αδιέξοδο. Αυτό που θα συναντήσει είναι η έλλειψη ανταπόκρισης, το ακίνητο, αδιάφορο και ανέκφραστο πρόσωπο της μητέρας του η οποία ήταν απασχολημένη με τις δικές της ανάγκες παραγκωνίζοντας την ίδια στιγμή τις ανάγκες του Άγη. Οι ψυχαναλυτές αναρωτιούνται αν το παιδί δομείται στο πρόσωπο της μητέρας ή μάλλον στα μάτια και στο βλέμμα της, τι συμβαίνει όταν σε αυτό το πρόσωπο δεν υπάρχει τίποτα; Το ίδιο αναρωτιέται και ο αναγνώστης του βιβλίου της Ζωής Μπόζεμπεργκ όταν ακούει τον ήρωα του βιβλίου να αναρωτιέται:
«Φωνάζω, έχω αγωνίες, δεν νιώθω να τις αναγνωρίζει κανείς. Ούτε καν με βλέπει η μάνα. Μιλάει ακατάπαυστα. Πάντοτε όμως για κάτι άλλο, ποτέ για μένα τον ίδιο, ποτέ για τα δικά μου […] Τα μάτια της είναι παράθυρα κλειστά»
Ο Άγης θα βρεθεί ασφυκτικά συμπιεσμένος ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Ο κόμπος αρχίζει και δένεται. Η μια άκρη του σχοινιού, αυτή της μητρικής πλευράς, με την αδιαφορία, την έλλειψη ανταπόκρισης στις ανάγκες του, την χωρίς περιέργεια και ενδιαφέρον μητρική ενασχόληση, έρχεται να την μπλέξει άναρχα και άκαμπτα αυτή της πατρικής πλευράς, έναν πατέρα υποταγμένο και άβουλο, οικονομικά και συναισθηματικά τσιγκούνη, με έντονη επιφυλακτικότητα απέναντι στις διαπροσωπικές σχέσεις και κυρίως ανταγωνιστικό με τον Άγη.
«Τι σημαίνει να΄χεις γεννηθεί από δυο θεούς. Γιατί πως αλλιώς να δεις δυο ανθρώπους που ζουν μακάριοι σ’ένα δικό τους κόσμο, διαφορετικό από τον δικό σου, και σου δείχνουν πεντακάθαρα ότι δεν σ’έχουν ανάγκη, αφού ούτε καν σε βλέπουν; Κι άντε να ήταν ο ένας τους έτσι. Έπρεπε και οι δυο να είναι το ίδιο, την τύχη μου μέσα;»
Μέσα σε αυτό το πολυσχιδές ψυχικό μωσαϊκό ο Άγης επιστρατεύει στρατηγικές επιβίωσης και μηχανισμούς προσαρμογής για να επιβιώσει ψυχικά. Έχει την ανάγκη να θωρακίσει την εσωτερική του πραγματικότητα αναπτύσσοντας έναν επαρκή, αυτάρκη και μεγαλειώδη εαυτό δημιουργώντας ένα ψεύτικο προπέτασμα. Ο αναγνώστης παρατηρεί τον Άγη να κινείται επιδερμικά, στις παρυφές της σχέσης, παρόλο που την ίδια στιγμή έχει τόσο πολύ την ανάγκη να δοθεί συναισθηματικά στον Άλλον. Το να αφεθεί όμως στον Άλλον διακινεί μέσα του – συνειδητά ή ασυνείδητα – τον τρόμο της εκμετάλλευσης και της απόρριψης. Κάθε επιλογή στη ζωή έχει και το ανάλογο κόστος, ο Άγης επιλέγει να θυσιάσει τη συντροφικότητα για τον εαυτό του, θυσιάζει το μέρος για το όλον.
O «Κόμπος» της Ζωής Μπόζεμπεργκ αποτελεί μια σπουδή στην τέχνη και την τεχνική της ψυχικής αναδόμησης. Η συγγραφέας μικροανατέμνει περίτεχνα τη σχέση οικογενειακού περιβάλλοντος και ατόμου, μια σχέση που άλλοτε αποτελεί διανομέα ζωής και άλλοτε μαρασμού, απομόνωσης και θλίψης.