του Νικήτα Φεσσά
Η νέα ταινία του σκηνοθέτη του οσκαρικού Ida, Πάβελ Παβλικόφσκι μπορεί να ιδωθεί ως πιο πρόσφατη έκφραση μίας ευρύτερης, μακράς πολιτισμικής παράδοσης μελοδράματος και απελπισμένων/αδύνατων (συχνά μονοχρωματικών) ειδυλλίων με φόντο τη Γηραιά Ήπειρο που μας έχει δώσει από την Άννα Καρένινα, το Brief Encounter του David Lean, και το Letter from an Unknown Woman του Max Ophüls, μέχρι το Jules et Jim, και το πρόσφατο Phantom Thread.
Γυρισμένο σε πανέμορφο ασπρόμαυρο που εφάμιλλο του είχαμε να δούμε από τις ταινίες του Ούγγρου μετρ Μπέλα Ταρ, και με ακαδημαϊκή (και εδώ σκόπιμα ασφυκτική) αναλογία κάδρου 4 προς 3, το νέο, ποιητικό, στιλιζαρισμένο αλλά και με καρδιά, αφαιρετικό μινιμαλιστικό/ελλειπτικό chiaroscuro πόνημα του Πολωνού Παβλικόφσκι, ο οποίος αποτίει και φόρο τιμής στον μοντερνισμό της ιδιαίτερης πατρίδας του, δεν αποτελεί εύκολη θέαση.
Μερικώς εμπνευσμένο από την ιστορία των γονιών του (στους οποίους και το αφιερώνει) και καλύπτοντας δεκαπέντε χρόνια και τουλάχιστον τέσσερις χώρες σε λιγότερο από 90 λεπτά, επεισοδικό, με μαύρες απότομες παύσεις, και με χαρακτήρες που ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος/οι κάνουν δύσκολο να ταυτιστείς μαζί τους με την έννοια ότι δεν αποκαλύπτουν τα κίνητρα τους (όπως ιδεολογικά κάνουν οι μέινστριμ αφηγήσεις, επενδύοντας στη ‘ρεαλιστική’ σκιαγράφηση των ηρώων, την ψυχολογική αιτιολόγηση και τη λογική ακολουθία των πράξεών τους), το Ψυχρός Πόλεμος αποτελεί ταυτόχρονα μια κινηματογραφική εμπειρία που σε απορροφά ολοκληρωτικά.
Με πολλές κοινές θεματικές με το φετινό ριμέικ του Ένα Αστέρι Γεννιέται, αλλά με εντελώς διαφορετική αισθητική και στυλ, δεν είναι (και μάλλον δεν σκόπευε και εξαρχής να είναι) τέλειο, αλλά σου μένει σαν χαρακιά στη μνήμη.
Στην μεταπολεμική Πολωνία και το εχθρικό τοπίο της γεννιέται ένας έρωτας (κάτω από ανορθόδοξες συνθήκες που θυμίζουν σοβιετικό ‘‘Πολωνία Έχεις Ταλέντο’’) που δύσκολα μπορεί να έχει ευτυχή κατάληξη. Εκείνος μεγαλύτερος σε ηλικία, με μπουρζουά ανησυχίες, και σε μεγάλο βαθμό ήδη φτασμένος μουσικός, αποζητά (αρχικά τουλάχιστον) να αποδράσει από τη σταλινική καταπίεση (που ισοπεδώνει ή μετατρέπει σε παρωδία εθνικές/τοπικές κουλτούρες) και στασιμότητα. Εκείνη, φτιαγμένη από υλικό μούσας, φλογερή, άπιαστη, και επικίνδυνη femme fatale ( αποκάλυψη η Joanna Kulig, που είναι μία μίξη Τζένιφερ Λόρενς, Λέα Σεϊντού, Τζέσικα Τσαστέιν, Τζίνα Ρόουλαντς στις ταινίες του Κασσαβέτης, και Άννα Καρίνα σε εκείνες του Γκοντάρ), αντιστέκεται εξαρχής στην όποια προσπάθειά του να την ‘πλάσει΄ ως άλλος (ευνουχισμένος) Πυγμαλίων και, σε αντίθεση με εκείνον, θέλει να παραμείνει πίσω και να ακολουθήσει τη δική της καριέρα. Τελικά και οι δύο θα καταλήξουν να παλινδρομούν μπροστά και πίσω απ το Σιδηρούν Παραπέτασμα, με τραγικές συνέπειες.
Με τη μετάβαση από τα φολκλόρ μουσικοχορευτικά νούμερα που μοιάζουν με επαρχιακό Busby Berkeley, στο αυστηρό του ολοκληρωτισμού και την ομογενοποίηση που συνδυάζεται με τις κιτς αποχρώσεις της τέχνης προπαγάνδας που στοχεύει στο να προκαλέσει συναισθήματα ανάτασης σε επική κλίμακα, και από εκεί στο αφόρητα προσωπικό, ελεύθερο ή άναρχο, ιντιβιντουαλιστικό της τζαζ, και μετά στο εκρηκτικό, διονυσιακό του πρώιμου rock’n’roll, καταλήγοντας σε mambo, και πάλι πίσω (ή ανάμεσα), και με όλο αυτό να αντικατοπτρίζεται στο μοντάζ, τον ρυθμό, τα καδραρίσματα (που από μακρινά και στατικά, γίνονται κοντινά και φρενήρη για να αποδώσουν τη ζωντάνια και το πάθος), κλπ., πρόκειται για μία από τις σπανίες φορές που η φόρμα (αξίζει ειδική μνεία στον κινηματογραφιστή Łukasz Żal και στον μοντέρ Jarosław Kamiński) υπηρετεί τόσο καλά το περιεχόμενο. Ο Παβλικόφσκι ξέρει και πότε (πάλι μέσω της έλλειψης) να προκαλέσει απρόσμενο εφέ-συναισθηματική γροθιά, όπως με τη μαγική σκηνή νυχτερινής κρουαζιέρας των δυο πρωταγωνιστών στον Σηκουάνα, που αποδίδεται χωρίς τη συνοδεία κάποιας μπανάλ μελοδραματικής μουσικής, αλλά σε πλήρη σιωπή.
Εξίσου ελλειπτικά αλλά και οξέα είναι τα διάσπαρτα πολιτικά σχόλια, όπως ο αντισημιτισμός του γλοιώδους κομματικού στελέχους και οι νύξεις στη διαφθορά του καθεστώτος, όπου μπορείς να πας μπροστά αν συμμορφώνεσαι, και αν κοιμηθείς (ως νέα κοπέλα) με τους κατάλληλους γραφειοκράτες. Αποφεύγεται όμως και η εύκολη αντισοβιετική/αντισταλινική προπαγάνδα, με τους ήρωες να νοσταλγούν τη (δική) τους Πολωνία τη στιγμή ακριβώς που πετυχαίνουν το αρχικό όνειρο της ‘ελεύθερης’ ζωής στη Δύση και ανακαλύπτουν τη φαυλότητά του, ερχόμενοι αντιμέτωποι με τον μπουρζουά εκφυλισμό (ο Παβλικόφσκι αποδίδει αφαιρετικά μεν, πιστά δε την πεμπτουσία του πολιτισμικού διπόλου της εποχής — μουσικά βλέπε και την αντίστιξη Μπαχ παιγμένου από τον Γκλεν Γκουλντ με το πορτρέτο του Σοστακόβιτς στον τοίχο).
Το Ψυχρός Πόλεμος (εύγλωττες οι συμπαραδηλώσεις και η διττή σημασία του τίτλου) είναι (και) μια ιστορία για την αγάπη που απειλείται διαρκώς να συντριβεί κάτω από το βάρος σεισμικών πολιτικών γεγονότων και ιστορικών εξελίξεων, μια μικρο-ιστορία για ένα ειδύλλιο επικών διαστάσεων με φόντο την Ιστορία (η ‘Μεγάλη Αφήγηση’ εδώ αναπαρίσταται ως θραύσματα, χωρίς εγγενή τελεολογία — σε αντίθεση με την προκαθορισμένη κατάληξη του ρομάντζου).
Το τελικό αποτέλεσμα ασυμβίβαστο όπως και οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες, ενώ δύσκολα θα βρείτε πιο ελκυστικά καταραμένο κινηματογραφικό ζευγάρι για φέτος.
Υ.Γ. H ταινία έφυγε από το φεστιβάλ των Καννών με το βραβείο Καλύτερου Σκηνοθέτη.
Βαθμολογία 4/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία