Αλέξανδρος Ματσάγγος
Διδάκτωρ Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινων. και Πολιτ. Επιστημών
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΨΑΛΗ & ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΝΤΙΝΗΣ
ΨΥΧΟΛΟΓΙΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ – σημειώσεις πάνω στον ψυχοπολιτικό έλεγχο του μεταναστευτικού
(εκδ. Οposito, Aθήνα, Δεκέμβριος 2018)
Tα τελευταία χρόνια, αίφνης και περίπου εκ του μηδενός, ενέσκηψε στην Ελλάδα η πραγματικότητα των Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ), στο πλαίσιο αντιμετώπισης της επονομαζόμενης “μεταναστευτικής κρίσης” (μια ονομασία που ήδη εξαρχής θέτει και διαμορφώνει ένα ορισμένο ψυχοπολιτικό πλαίσιο αναφοράς με συγκεκριμένες κατευθύνσεις – ας μην προτρέχουμε όμως). Εύλογα επομένως, αυτή η πολύ πρόσφατη «κατάσταση εξαίρεσης» που συνιστούν τα εν λόγω Κέντρα δεν είχε προλάβει να καταστεί αντικείμενο κριτικής μελέτης και αναστοχασμού – μέχρι τώρα όμως.
Γιατί τώρα, με την έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου από τις εκδόσεις Οposito, από τη NO MAN’S LAND της κανονικοποιημένης μη-κανονικότητας καταφτάνουν τα πρώτα κριτικά νέα. Έρχεται η πρώτη κριτική επισκόπηση και ανάλυση αυτής της ιδιότυπης, μεθοριακής πραγματικότητας όπου ο χώρος βιδώνεται βαθιά στο έδαφος και ο χρόνος (κυρίως ο προσωπικός χρόνος των μεταναστών και ο ορίζοντας μέλλοντος που τον συγκροτεί) εξαϋλώνεται στον αέρα.
Οι συγγραφείς του βιβλίου είναι ψυχολόγοι που εργάστηκαν στα ΚΥΤ, κυρίως αυτό της Μόριας στη Μυτιλήνη, την περίοδο 2016-18. Στο επίκεντρο της προσοχής τους είναι ο κριτικός προβληματισμός και η διερώτηση σχετικά με τον ρόλο των ψυχολόγων στις συγκεκριμένες δομές, το ερώτημα δηλαδή, όπως το θέτουν οι ίδιοι, “Τι ψυχολογία κάνουμε και για ποιούς/ες την κάνουμε;“.
Συνεπείς όμως με τις γενικότερες αρχές τους σχετικά με την αναγκαιότητα κοινωνικής και πολιτικής πλαισίωσης της ατομικής εμπειρίας και πρακτικής, εμβαπτίζουν το εστιασμένο στους ψυχολόγους βλέμμα τους μέσα σε μια ευρύτερη κριτική κατανόηση των όσων λαμβάνουν χώρα στα ΚΥΤ, παρέχοντας νήματα και δείκτες προς μια ολοκληρωμένη ψυχοπολιτική κατανόηση της πραγματικότητας που διαδραματίζεται εκεί.
Μια βασική αρετή του βιβλίου είναι ότι καταγράφει και αναλύει πραγματικά περιστατικά. Πέραν όμως του να πούμε πως είναι πολύ εύστοχα επιλεγμένα ώστε να αναδεικνύουν τις καταστάσεις και τα προβλήματα, δεν θα ασχοληθούμε εδώ μαζί τους, αφήνοντας τον αναγνώστη να τα ανακαλύψει μόνος του. Θα εστιάσουμε στην άλλη βασική αρετή του βιβλίου, στην κριτική δύναμη που διαθέτει ώστε να αποκρυπτογραφεί όψεις και κρυφές (ή όχι και τόσο κρυφές) δυναμικές μιας ορισμένης, υπερκαθορισμένης μέσα από πολλαπλά ιδεολογικά πλέγματα ψυχοπολιτικής διαδικασίας που λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο χώρο, και εκδιπλώνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και στοχεύσεις.
Οι συγγραφείς ξεκινούν με μια κριτική ανάλυση της εργασιακής και ψυχολογικής συνθήκης των ίδιων των ψυχολόγων στο πλαίσιο της λειτουργίας των ΚΥΤ – και πολύ ορθά, καθώς η εξαρτημένη αυτή συνθήκη αποτελεί προϋπόθεση για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους μετανάστες. Οι ψυχολόγοι στα ΚΥΤ εργάζονται ως υπάλληλοι Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων («MKOποίηση της εργασίας και της ψυχολογίας», όπως πολύ εύστοχα το διατυπώνουν οι συγγραφείς), πράγμα που σημαίνει «στρατιωτικοποιημένη οργάνωση, απροσδιοριστία και μεταβλητότητα του αντικειμένου εργασίας και των καθηκόντων, εξαιρετικά βραχύχρονες συμβάσεις εργασίας, καθυστερημένες καταβολές μισθών, κατάργηση του 8ωρου και απεριόριστη επέκταση των ωρών απλήρωτης εργασίας, κατασπατάληση χρήματος, οικογενειοκρατία, ισχυρές πελατειακές σχέσεις και αδιαφανείς διαδικασίες επιλογής και πρόσληψης προσωπικού, ιδιόμορφη σχέση με το κράτος».
Όσον αφορά την ψυχολογία των ΜΚΟποιημένων εργαζομένων, οι συγγραφείς αξιοποιούν την έννοια του «ελάχιστου εαυτού» του C.Lasch και την λακανική ανάλυση του σταδίου του καθρέφτη προκειμένου να ερμηνεύσουν την ειδάλλως δυσκατανόητη ταύτιση που επιδεικνύουν οι τελευταίοι με την εργοδοσία, δείχνοντας ότι η εργασία τίθεται πλέον ως προϋπόθεση όχι μόνο της υλικής αλλά και της ψυχικής επιβίωσης του εργαζόμενου, ως ένα ψυχικό σημείο αναφοράς μέσα σ’ ένα διασπασμένο, κατακερματισμένο, κορεσμένο σε πληροφορία και αδειασμένο από συνεκτικές ερμηνείες κόσμο. Εδώ έχουμε ένα ξεκάθαρα σύγχρονο, νεοφιλελεύθερο ψυχοπολιτικό δεδομένο, η ερμηνευτική εμβέλεια του οποίου υπερβαίνει τόσο τους ψυχολόγους όσο και τις ίδιες τις ΜΚΟ.
Περνώντας στο κομμάτι της αντιμετώπισης των μεταναστών, το πρώτο που θίγεται είναι ο αστυνομικός/ανακριτικός/πληροφοριοδοτικός ρόλος των ψυχολόγων απέναντί τους. Σε άμεση σύνδεση με τα προηγούμενα, «συχνά θεωρείται πως αυτό που καθορίζει τη στάση των ψυχολόγων είναι η μισθωτή σχέση τους με την εταιρεία/οργανισμό και όχι ο κώδικας δεοντολογίας περί απόρρητου».
Εν συνεχεία στο στόχαστρο τίθεται η αδυναμία κατανόησης από τους ψυχολόγους των διαφορετικών τύπων υποκειμενικότητας που συγκροτούνται σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια, και η αναγωγή του του ψυχολογιοποιημένου δυτικού υποκειμένου σε οικουμενική/παγκόσμια ανθρώπινη σταθερά. Εδώ έχουμε να κάνουμε ουσιαστικά με μια πολιτισμική επιβολή επί των μεταναστών. Εξαρτημένοι απόλυτα καθώς είναι από τις γνωματεύσεις των ειδικών όσον αφορά την προώθηση ή μη των αιτημάτων τους, οι μετανάστες καλούνται να μάθουν να επιτελούν και να εκφράζουν την ψυχική οδύνη με τρόπο που να εμπίπτει στις ερμηνευτικές και διαγνωστικές κατηγορίες της δυτικής ψυχολογίας ώστε να καταστούν ορατοί στο ραντάρ του δυτικού ψυχολογικού βλέμματος.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν θα μπορούσε να λείπει η κριτική αναφορά των συγγραφέων στην εφαρμογή απέναντι στους μετανάστες ενός πάγιου, δομικού χαρακτηριστικού της δυτικής ψυχολογίας, της ιατρικοποίησης και απονοηματοδότησης του ψυχικού πόνου: «O ψυχικός πόνος αντιμετωπίζεται όπως ακριβώς οι ασθένειες του σώματος: τα συμπτώματα/παράπονα θεωρείται ότι παραπέμπουν σε μια υποβόσκουσα παθολογία, η οποία θα αντιμετωπιστεί με την «προσήκουσα» αγωγή (δηλ. φαρμακευτική αγωγή). Με τον τρόπο αυτό το νόημα των συμπτωμάτων/παραπόνων εξαφανίζεται, αφού θεωρείται πως δεν είναι παρά κενοί νοήματος δείκτες μια υποβόσκουσας ψυχικής ασθένειας και τίποτε άλλο».
Στην περίπτωση των μεταναστών, ανθρώπων δηλαδή που πρόδηλα και καταφανώς προέρχονται από μια εμπειρία κοινωνικής σύγκρουσης και καταστροφής, η ψ-λογική των ΜΚΟ κατασκευάζει μια ουδέτερη, εξατομικευμένη και ιατρικοποιημένη εκδοχή του τραύματος, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι «ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι ανταποκρίνονται σε ολέθρια συμβάντα διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από την κουλτούρα τους», κι ότι «αυτό που τελικά «τραυματίζεται» σε μια σύγκρουση είναι όλος ο κοινωνικός-θεσμικός ιστός μέσα στον οποίο το άτομο αναδύεται, και η όποια κατανόηση των επιπτώσεων του τραύματος στο άτομο απαιτεί μια ενδελεχή κατανόηση της τραυματικής κατάρρευσης του κοινωνικού».
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται από τους συγγραφείς στην στρατηγική ψυχοπολιτική χρήση της έννοιας της Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες (ΔΜΣ) («ΜΚΟ και ΔΜΣ πάνε μαζί κατά μια έννοια» όπως σχολιάζουν), η οποία αφενός «παθολογικοποιεί και μετατρέπει σε ατομική ασθένεια αυτό που δεν είναι παρά μια λογική αντίδραση σε μια καθημερινή (τραυματική) πραγματικότητα», ενώ αφετέρου και ίσως κυρίως, περιορίζει την πηγή του τραύματος στο παρελθόν, αποκρύπτοντας εντέχνως την ιδιαζόντως τραυματική για τον ανθρώπινο ψυχισμό πραγματικότητα των ίδιων των ΚΥΤ, αυτού δηλαδή που οι συγγραφείς εύστοχα αποκαλούν «τραυματικό παρόν». «Στη συνθήκη των ΚΥΤ, συχνά, πολύ συχνά, αυτό που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ψυχολόγοι δεν είναι τα τραύματα του χτες, αλλά οι συνέπειες ενός τραυματικού σήμερα».
Κλείνοντας, ανοιχτό μένει το ερώτημα που εξαρχής έθεσαν οι συγγραφείς για το ποιά θα μπορούσε να είναι μια χειραφετητική ψυχολογική προσέγγιση και παρέμβαση στο προαναφερθέν πλαίσιο. Πολύ ορθά υποδεικνύουν οι συγγραφείς ότι «η λύση βρίσκεται στις αναζωογονητικές δυνάμεις των κοινωνικών και ηθικών δικτύων και όχι στις δυτικές θεραπευτικές πρακτικές που ενθαρρύνουν το άτομο να στραφεί προς τα «μέσα» και να επικεντρωθεί στην προσωπική του απώλεια ή οδύνη», το ερώτημα όμως παραμένει: Ποιός ο ρόλος του ψυχολόγου σε μια τέτοια διαδικασία; Και ποιός ο χώρος έκφρασης της προσωπικής εμπειρίας/μαρτυρίας εντός της;
Δύσκολα πράγματα, που χρήζουν μαγικών ικανοτήτων θα ‘λεγε κανείς υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. Ίσως λοιπόν οι πολιτισμικές παραδόσεις των μεταναστών ή κάποιες από αυτές, πέραν του σεβασμού και της αναγνώρισης που δικαιούνται και απαιτούν από το ψ-βλέμμα, να έχουν κάτι να προσφέρουν στους κριτικά διακείμενους ψυχολόγους αναφορικά με τον δικό τους ρόλο και την πρακτική τους – ως μια γενική «κατεύθυνση πνεύματος» αν μη τι άλλο. Οι συγγραφείς κλείνουν την καταγραφή και ανάλυση ενός συγκεκριμένου περιστατικού που έλαβε χώρα στο χώρο εργασίας τους με τη φράση «O ψυχολόγος έπρεπε να λειτουργήσει ως «σαμάνος»». Εδώ έχουμε ίσως μια επισήμανση γενικότερης αξίας.
Στο χαοτικά ασφυκτικό πλαίσιο πολλαπλών μεταβλητών και οικουμενικών επί της ουσίας διαστάσεων που διαμορφώνει η “μεταναστευτική κρίση“ και παραδειγματοποιούν τα ΚΥΤ, ο σύγχρονος κριτικός ψυχολόγος χρειάζεται κάτι από το πνεύμα και τις μαγικές δυνάμεις του αρχέγονου σαμάνου, ιδίως την ικανότητά του να διασχίζει όρια και να μετακινείται επικοινωνώντας δεδομένα μεταξύ διαφορετικών πεδίων του υπαρκτού, προκειμένου να μπορεί να κινείται ανάμεσα σε διαφορετικά και ασύμβατα πολιτισμικά πλαίσια, ανάμεσα στα ενδόμυχα του ψυχικού πόνου και το χτίσιμο κοινότητας, ανάμεσα εν τέλει στη χαοτική φαινομενολογία του πραγματικού και την συνειδητή έκφραση και δράση που εκδηλώνει πάντοτε προσωπικά χαρακτηριστικά ακόμη κι όταν στηρίζεται σε και ευνοεί τη συνεργασία, και την ασυνείδητη Πηγή που είναι πάντοτε συλλογική, οικουμενική, υπερ-προσωπική και υπερ-πολιτισμική.