Από τον Γιώργο Φλώρο
Ήλιος, ζέστη, αμμουδερές παραλίες, θάλασσα. Ρυθμοί που κάνουν το κορμί σου να κινείται μόνο του χωρίς καν να το καταλαβαίνεις, τζίβες, χαμογελαστοί (και συνήθως μαστουρωμένο) μαύροι μουσικοί, τσιγαριλίκια, κιτρινο-πρασινο-κόκκινα χαϊμαλιά. Αυτά είναι τα πρώτα πράγματα που έρχονται στο μυαλό με το άκουσμα έστω της λέξης “reggae”. Μια μουσική που φαίνεται να υπάρχει μέσα στα πλαίσια του καλοκαιριού, σαν soundtrack πιο πολύ της ευχάριστης, χαλαρής διάθεσης της εποχής χωρίς ποτέ να μπαίνει στο προσκήνιο. Χωρίς να σε καλεί να προσέξεις τους στίχους πχ, ή να σε πορώνει με ένα βαρύ riff ή να σε οδηγεί σε μιμήσεις ταχύτατων κιθαριστικών σόλο ή, (γιατί όχι;) να σε μερακλώνει με την “πενιά” του. Και είναι αλήθεια ότι όλα αυτά υπάρχουν στην reggae, η οποία όμως αδικείται όταν ταυτίζεται μόνο με αυτά, αφήνοντας έξω άλλα, ουσιαστικότερα χαρακτηριστικά της.
Η reggae εμφανίζεται στο όμορφο και βασανισμένο νησί της Τζαμάικα το 1968. Πρόγονος της ήταν η ska που μπλέκεται με blues, jazz, soul και άλλες “μαύρες” μουσικές των ΗΠΑ που ακούγονται στα ραδιόφωνα του νησιού. Το 1968 οι Toots and the Maytals ηχογραφούν το τραγούδι “Do the Reggae” και βαφτίζουν έτσι την νέα μουσική, η οποία κατά βάση είναι θρησκευτική μουσική, πολύ επηρεασμένη από το κίνημα των Ρασταφάρι. Όμως ταυτόχρονα είναι μουσική λαϊκή, μουσική των φτωχών, μουσική καταγγελίας και μουσική ελπίδας, προσδοκιών και εξέγερσης. Είναι, δηλαδή, ταξική μουσική.
Την άποψη αυτή θα έρθει να υποστηρίξει πρώτος ο Frederick Hibbert (Toots) δίνοντας τον ορισμό της reggae: :“Reggae σημαίνει ό,τι προέρχεται από το λαό, κάτι καθημερινό, από το γκέτο […] σημαίνει φτώχεια, δεινά, Ρασταφάρι, οτιδήποτε από το γκέτο. Είναι μουσική επαναστατών, ανθρώπων που δεν έχουν αυτό που επιθυμούν”. Και σαν κάθε λαϊκή μουσική που σέβεται τον εαυτό της, είναι ένα μέσο μετάδοσης παραδόσεων, κουλτούρας και ιστορίας από την μια γενιά στην άλλη.
“Με λήστεψαν από τα πάντα
Λόγω του χρώματος του δέρματος μου
Όλη μου την ζωή, ήμουν δεμένος σε αλυσίδες
Τώρα δεν ξέρω ούτε ποιο είναι το όνομα μου”
Junior Byles – I’ve Got A Feeling
Οι πρώτοι μαύροι σκλάβοι εμφανίζονται στο νησί στο τέλος του 16ου αιώνα. Οι μέχρι τότε σκλάβοι, δηλαδή οι αρχικοί κάτοικοι του νησιού (Ινδιάνοι της φυλής Arawak) πέθαιναν με μεγάλους ρυθμούς από την μεταχείριση των Ισπανών αφεντών και άρα, έπρεπε να αντικατασταθούν. Χιλιάδες επί χιλιάδων εξοντώθηκαν στις φυτείες ζάχαρης του νησιού, το αίμα τους χρηματοδότησε την πολυτελή ζωή των αφεντών στις Ευρωπαϊκές πατρίδες τους. Μια κατάσταση που άφησε βαθιά συλλογικά τραύματα στους ξεριζωμένους σκλάβους και τους απογόνους τους, τραύματα που η νέα μουσική έρχεται να αντιμετωπίσει. Η reggae μιλά συνεχώς για την σκλαβιά· δεν το κάνει όμως μόνο από την σκοπιά της απλής εξιστόρησης. Από την μία προσπαθεί να θυμίσει στην μαύρη κοινωνία ποια είναι, από πού προήλθε και τι πέρασε, σαν άλλος ένας τρόπος διατήρησης της μνήμης και της συλλογικής ταυτότητας. Από την άλλη, εξηγεί ότι το παρελθόν με το παρόν, είναι ύποπτα παρόμοια.
“Κάθε φορά που ακούω τον ήχο του μαστιγίου
Το αίμα μου παγώνει
Θυμάμαι, στα σκλαβοκάραβα
Πως κακοποιούσαν τις ίδιες μας τις ψυχές
Σήμερα λένε ότι είμαστε ελεύθεροι
Μόνο και μόνο για να είμαστε αλυσοδεμένοι στην φτώχεια….”
The Wailers – Slave Driver
Ως απελευθερωτική μουσική, η reggae προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κουλτούρα της “mental slavery” , της φιλοσοφίας του σκλάβου (https://www.youtube.com/watch?v=q-wBWZm3quQ ) που συνεχίζει να επικρατεί στο συλλογικό υποσυνείδητο των απογόνων των σκλάβων. Ακόμα και όταν καταργήθηκε επισήμως η σκλαβιά στο νησί το 1831, λίγα πράγματα άλλαξαν. Οι απελευθερωμένοι πληθυσμοί δεν έχουν καμία ιδιοκτησία, κανέναν πόρο και καμία δυνατότητα να αλλάξουν έστω και στο ελάχιστο την μοίρα τους, μια κατάσταση που θα συνεχίζεται σχεδόν έως τα σήμερα. Το νησί αποκτά την ανεξαρτησία του από την Βρετανία το 1962, αλλά οι νέες ελπίδες διαψεύδονται πολύ γρήγορα. Η οικονομική ανισότητα στο νέο έθνος συνεχίζει να είναι ακραία· οι μαύροι πληθυσμοί βρίσκονται κλεισμένοι σε παραγκουπόλεις και ghetto, χωρίς κανένα μέλλον. Αντίθετα, οι αφέντες συνεχίζουν να είναι στα πράγματα μέσω των απογόνων τους· μια φεουδαρχικού τύπου οικογενειοκρατία που τόσο καλά γνωρίζουμε και εμείς στον τόπο μας.
“Η κοιλιά τους γεμάτη, αλλά εμείς πεινάμε
Η πεινασμένη μάζα είναι μια αγριεμένη μάζα”
Bob Marley – Them Belly Full (But We Hungry)
Την μουσική την γράφουν νέοι των παραγκουπόλεων και θα την χρησιμοποιήσουν για να μιλήσουν για ζωή τους. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, το 2% του νησιού κατέχει το 80% του πλούτου ενώ η ανεργία φτάνει το 24%. Η εργατική τάξη του νησιού συνθλίβεται μεταξύ των χαμηλών μισθών πείνας και της έλλειψης εργατικών δικαιωμάτων. Ο μαύρος πληθυσμός ζει στα ghetto του νησιού χωρίς προοπτικές ενώ το έγκλημα και η βία φουντώνουν· από την μία συμμορίες, από την άλλη συγκρούσεις μεταξύ ένοπλων οπαδών κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Η καταστολή γενικεύεται, βάζοντας φυσικά στο στόχαστρο τις φτωχές μάζες που συχνά οδηγούνται σε εξεγέρσεις. Μέσα από αυτή την ζοφερή πραγματικότητα, παρόμοια σε κάθε τριτοκοσμική χώρα, ξεπηδούν οι νέοι ήχοι. Η reggae θα καταγγείλει την οικονομική ανισότητα και θα περιγράψει με οργή τους δύο αιώνιους, αντίπαλους κόσμους: ο ένας των φτωχών, αποκλεισμένων μαζών και ο άλλος των πλούσιων (και συνήθως λευκών) ελίτ. Συχνά, θα το κάνει με όρους που μοιάζουν ύποπτα μαρξιστικοί :
“Δεν θα υπάρξει ειρήνη σε αυτή την γή
Όσο συνεχίζουν να υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί”
The Μeditations – No peace
H reggae όπως προαναφέραμε είναι κατά βάση θρησκευτική μουσική, και αυτό θα την εμποδίσει να περάσει από την πολιτική καταγγελία στην ανοιχτή εξέγερση· ακόμα και στα πλέον πολιτικά κομμάτια υπάρχει κάποια αναφορά στον θεό που θα βοηθήσει τελικά τα παιδιά του να φτάσουν στην γη της Επαγγελίας. Η φυσική τάση του καταπιεσμένου για κάποιου είδους αντίσταση όμως είναι δύσκολο να υποταχθεί. Δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες που θα χρησιμοποιήσουν την μουσική για να καλέσουν σε αντίσταση ή που θα υμνήσουν την αναγκαιότητα της επανάστασης ενάντια στο σύστημα εξουσίας. Κάποιοι άλλοι, λιγότεροι μεν αλλά υπαρκτοί, θα προχωρήσουν ένα βήμα πιο κάτω, εξηγώντας στις καταπιεσμένες μάζες ότι η λύση βρίσκεται στον σοσιαλισμό.
“Ο ήλιος λάμπει για όλους τους ανθρώπους
Αλλά εδώ στο ghetto με πολεμούν συνέχεια
Θα πρέπει να γίνει μια επανάσταση
Για να λυθούν τα προβλήματα μας”
Righteous Flames – There must be a revolution
Η reggae πολύ γρήγορα θα ταξιδέψει στην Αγγλία μέσω της Τζαμαϊκανής κοινότητας μεταναστών αλλά και των καλλιτεχνών που φεύγουν από το ένα νησί για το άλλο. Εκεί θα εξαπλωθεί και σε άλλη γη από την γενέτειρα της, θα έρθει να επιτελέσει τον ίδιο ακριβώς ρόλο: να εκφράσει τους φτωχούς, τους ανέργους, τις μειονότητες, τις χαμηλές γενικά τάξεις αλλά, αυτή την φορά, της γηραιάς Ηπείρου.
“Είμαι ένας στους δέκα
Ένας αριθμός σε μια λίστα
Είμαι ένας στους δέκα
Ακόμα και αν δεν υπάρχω
Κανένας δεν με ξέρει
Ακόμα και αν είμαι συνέχεια εκεί
Μια στατιστική, μια υπενθύμιση
Ενός κόσμου που δεν νοιάζεται”
UB40 – One in Ten
Η reggae καταφέρνει να ενώσει ανέργους και φτωχούς εργαζόμενους ασχέτως κοινότητας και χρώματος δέρματος. Πολύ σύντομα εμφανίζονται τα πρώτα πολυφυλετικά γκρουπ, που χρησιμοποιούν την reggae για να εξιστορήσουν τις δικές τους εμπειρίες της ανεργίας, της ανέχειας, της αστυνομικής βίας και της ισοπέδωσης δικαιωμάτων της εργατικής τάξης στην εποχή του Θατσερισμού. Αυτός ο συγχρωτισμός θα παίξει τεράστιο ρόλο αργότερα, όταν η Αγγλική ακροδεξιά θα αρχίσει να σηκώνει κεφάλι. Οι ρατσιστικές επιθέσεις αυξάνονται· οι φασίστες παρελαύνουν στον δρόμο. Η reggae και το punk, οι δύο «δρομίσιες» μουσικές σκηνές, θα είναι αυτές που θα αναλάβουν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο, δημιουργώντας μια νέα συλλογική κουλτούρα των χαμηλών στρωμάτων αλλά και στηρίζοντας την απευθείας αντιπαράθεση με τους φασίστες:
“Μαύρε, κάνε στην Κλαν
Ότι θα έκαναν αυτοί σε σένα
Σε αυτή την περίπτωση, μίσησε τον γείτονα σου
Αυτοί οι δειλοί σκοτώνουν μόνο αυτούς που φοβούνται
Γι’ αυτό κρύβονται
Πίσω από τις κουκούλες και τους μανδύες που φορούν”
Steel Pulse – Ku Klux Klan
H reggae θα περάσει σιγά σιγά σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Θα γίνει βασικός εκφραστής των κάθε λογής απόκληρων του κόσμου. Θα επαναστατήσει στις φτωχογειτονιές της Λατινικής Αμερικής, θα αντισταθεί στο απαρτχάιντ και την αποικιοκρατία στην Αφρική, θα δημιουργήσει νέες αντιστάσεις στην Ταϊλάνδη και την ΝΑ Ασία . Όσο εξαπλώνεται όμως τόσο έρχεται και το χρήμα και, με τον ίδιο τρόπο που ο Γκεβάρα έγινε μπλουζάκι, η reggae θα απεκδυθεί σιγά σιγά τον πολιτικό και ταξικό της χαρακτήρα που ενδεχομένως να αποξενώσει τα ευρύτερα και πλουσιότερα Ευρωαμερικανικά ακροατήρια. Θα μείνουν μόνο τα ακίνδυνα θέματα: αγάπη, ειρήνη, έρωτας. Πλέον θα τραγουδά για τις ομορφιές της Τζαμάικα, θα ταυτιστεί με την χρήση μαριχουάνας, τα dreadlocks και οι σημαίες της θα πουληθούν ως ανούσια μόδα· η επιδίωξη του κέρδους θα αφήσει μόνο ένα κέλυφος για κατανάλωση, ενώ η ουσία θα απορριφθεί ως μη κερδοφόρα και θα παραδοθεί στην λήθη. Με τα λόγια του ποιητή και μουσικού Allan Hope: “Αν η reggae των 70’s ήταν κόκκινη, πράσινη και χρυσή*, στην επόμενη δεκαετία είχε φορέσει χρυσές αλυσίδες”. Παρόλα αυτά, η reggae που περιγράψαμε είναι ακόμα εδώ, κρυμμένη ίσως και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τα συμβόλαια των δισκογραφικών· όμως υπάρχει και θα υπάρχει για να υπενθυμίζει ότι σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε.
“Κάποιοι από εμάς επιβιώνουν
Δείχνοντας τους, ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί”
Burning Spear – Slavery Days
*Χρώματα των Ρασταφάρι: κόκκινο για το αίμα των μαρτύρων, πράσινο για το χρώμα της Αφρικής από όπου προήλθαν, χρυσό για τον πλούτο που έκλεψαν οι αποικιοκράτες.