Ράινερ Μαρία Ρίλκε
~
“I seek to cure what’s deep inside,
frightened of this thing that I’ve become.”
Africa, Toto
~~~~
“Πήρα κόκκινα γυαλιά
κι όλα γύρω σινεμά τα βλέπω
κι ούτε ξέρω πώς να ζω
ούτε και πώς ν’ αγαπώ
τη ζωή μου επιβλέπω.”
Κραουνάκης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν ένας ασυνήθιστα φωτεινός χειμώνας. Ο Ράινερ είχε χάσει τα γυαλιά ηλίου. Έπρεπε να πάρει καινούρια, τον ενοχλούσε ο ήλιος.
“Θέλω κάτι κλασικό”, είπε στην πωλήτρια.
“Κάτι σοβαρό, να ταιριάζει με το στυλ σας”, του είπε κι έδειξε το κουστούμι του.
Μόλις είχε σχολάσει από την τράπεζα.
“Ναι”, είπε ο Ράινερ και κοιτάχτηκε στον ολόσωμο καθρέφτη. Ήταν ντυμένος σοβαρά, όπως πάντα.
“Τι λέτε γι’ αυτά;” είπε και του έδωσε ένα ζευγάρι γυαλιά, ίδια μ’ εκείνα που είχε χάσει. Ήταν καλή στη δουλειά της.
“Είναι αυτό ακριβώς που ήθελα”, είπε ο Ράινερ και πήγε προς το ταμείο.
“Με κάρτα ή μετρητά;” τον ρώτησε.
Ο Ράινερ δεν απάντησε.
“Κύριε; Κάρτα ή μετρητά;”
“Αυτά τι είναι;” είπε ο Ράινερ.
Στην άκρη του γραφείου είχε ένα μικρό σταντ με τα πιο εκκεντρικά γυαλιά. Ο Ράινερ έδειχνε κάτι τεράστια, με άσπρο σκελετό και κόκκινους φακούς. Του θύμισαν τα γυαλιά που φορούσε ο Γουίλυ Γουόνκα.
“Αυτό…” έκανε η πωλήτρια μπερδεμένη. “Τα θέλετε για δώρο;”
“Όχι, για μένα.”
“Είναι γυναικεία.”
“Μπορώ να τα δοκιμάσω;” είπε κάπως απότομα ο Ράινερ.
Του τα έδωσε. Τα φόρεσε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έστριψε το κεφάλι δεξιά, μετά αριστερά, έβαλε τα χέρια στις τσέπες. Και ξεκίνησε να γελάει.
Γέλασε κι η πωλήτρια.
“Ναι”, του είπε, “είναι πολύ αστεία.”
“θα πληρώσω με κάρτα.”
Δεν προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη.
Ο Ράινερ βγήκε έξω και κοίταξε γύρω. Όλα είχαν μια ροζέ απόχρωση. Τα κτίρια, οι άνθρωποι, ο ουρανός. Ένα παιδί τον έδειξε στη μητέρα του. Εκείνη του είπε να μη δείχνει, δεν είναι ευγενικό, αλλά έκοψε τον Ράινερ από πάνω μέχρι κάτω.
Μπήκε στο αυτοκίνητο τραγουδώντας: “Αχ Ρόζα, Ρόζα Ροζαλία
πάμε μαζί στη συναυλία.”
~~~~
Γύρισε σπίτι. Του φαινόταν πιο ωραίο στα κόκκινα. Μαγείρεψε κινόα με μπρόκολο και σπόρους τσία. Έβαλε δυο πιάτα. Έφαγε μόνος ακούγοντας ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Μετά πήρε το άλλο πιάτο και πήγε στο παιδικό δωμάτιο. Ξεκλείδωσε, έβγαλε τους τρεις σύρτες και μπήκε.
Η Μαρία ήταν στο κλουβί της.
“Σου έχω μια έκπληξη”, της είπε.
“Παγωτό;” έκανε η Μαρία.
“Το ξέρεις ότι η ζάχαρη σου κάνει κακό. Κάτι άλλο.”
“Πατάτες τηγανιτές;”
“Υδατάνθρακες. Δηλητήριο.”
“Μ’ αρέσουν.”
“Πρέπει να μάθεις να σ’ αρέσει και το μπρόκολο.”
Η Μαρία του γύρισε την πλάτη. Ο Ράινερ άφησε το πιάτο στο κλουβί της.
“Δεν είναι αυτή η έκπληξη”, της είπε.
“Σκασίλα μου.”
“Κοίτα τι πήρα.”
Έβγαλε απ’ την πίσω τσέπη και φόρεσε τα κόκκινα γυαλιά του. Η Μαρία γύρισε λίγο, κοίταξε με την άκρη του ματιού, μετά γύρισε ολόκληρη.
“Είναι μαγικά!” του είπε.
“Το ξέρω.”
“Τα φορούσες έξω; Μη μου πεις ότι τα φορούσες έξω;”
Ο Ράινερ ένευσε χαμογελώντας.
“Είναι μαγικά”, είπε η Μαρία και μετά, με αγωνία: “Αυτό σημαίνει ότι θα μ’ αφήσεις να βγω;”
“Δεν σημαίνει τίποτα. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό το ξέρεις.”
“Μα δεν είναι πιο ωραία με τα κόκκινα γυαλιά;”
“Είναι, αλλά δεν μπορώ να σ’ αφήσω. Θα καταστραφώ.”
“Γιατί τώρα τι είσαι;”
“Τι είμαι;”
“Δυστυχισμένος, Ράινερ. Δεν μπορείς ν’ απολαύσεις τίποτα χωρίς εμένα.”
“Μπορώ, μπορώ μια χαρά.”
Πήγε στην πόρτα, ενώ σκεφτόταν ότι δεν μπορούσε.
“Συνέχισε να φοράς τα γυαλιά σου”, του φώναξε η Μαρία.
Ο Ράινερ κλείδωσε την πόρτα.
Πέρασε την υπόλοιπη μέρα τακτοποιώντας κάποιες εκκρεμότητες της δουλειάς. Άκουσε τις ειδήσεις, χάζεψε στο ίντερνετ.
Το βράδυ έκατσε να δει μια ταινία. Έκανε προσωπικό αφιέρωμα στο φιλμ νουάρ. Ήταν να δει το Γεράκι της Μάλτας. Μόλις άνοιξε τη συνδρομητική τού έβγαλε διαφήμιση για το Toy Story 4.
Το δάχτυλο του πήγε αυτόματα στο enter. Ξεκίνησε η ταινία. Το πρώτο Toy Story το είχε δει πριν είκοσι τέσσερα χρόνια. Ήταν η τελευταία ταινία κινουμένων σχεδίων που είχε δει. Άκουσε τη Μαρία να γελάει.
~~
Την επόμενη μέρα πήγε στην τράπεζα φορώντας το κόκκινα γυαλιά του. Οι συνάδελφοι χασκογελούσαν, τους φάνηκε σαν φάρσα. Ο Ράινερ έκατσε στο γραφείο του και δεν τα έβγαλε. Εξυπηρέτησε τον πρώτο πελάτη έτσι. Του είπε ότι θα ήταν καλύτερο να μην πάρει δάνειο.
“Και τι να κάνω με το μαγαζί;” του είπε εκείνος.
“Κλείστο, τζάμπα παλεύεις. Πήγαινε στην εξοχή.”
Ο πελάτης στην αρχή συνοφρυώθηκε. Μετά είπε ότι είχε μια έκταση στην Κέρκυρα, των γονιών του. Πάντα ήθελε να γυρίσει, αλλά είχε και το μαγαζί. Θα το έκλεινε. Τον ευχαρίστησε με θερμή χειραψία.
“Ωραία γυαλιά”, του είπε πριν φύγει.
Μόλις βγήκε πλησίασε στο γραφείο του Ράινερ ο διευθυντής.
“Πώς τα πάτε, κύριε Ρίλκε;” τον ρώτησε.
“Μια χαρά”, είπε ο Ράινερ.
“Απόκριες, ε;” Έδειξε τα κόκκινα γυαλιά.
“Ναι; Άρχισαν οι απόκριες;”
Ο διευθυντής έφτιαξε τη σοβαρή γραβάτα του.
“Κύριε Ρίλκε, άκουσα τι λέγατε στον Ζερβό. Ήθελε δάνειο και τον αποτρέψατε.”
“Δεν θα μπορούσε να το αποπληρώσει.”
“Αυτό δεν μας απασχολεί. Θα υποθήκευε το ακίνητο.”
“Θα το έχανε”, είπε ο Ράινερ.
“Αυτό θα ήταν κέρδος για μας, έτσι δεν είναι;”
“Για μένα προσωπικά όχι. Πώς εννοείτε αυτό το εμάς… Δεν ξέρω.”
“Κύριε Ρίλκε, είστε σίγουρα καλά;”
Ο Ράινερ σηκώθηκε όρθιος και παρατήρησε πόσο κόκκινος φαινόταν ο διευθυντής. Ήταν σαν το κύριο Καβούρη. Λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά.
“Είμαι έτοιμος, κύριε Καβούρη, είμαι έτοιμος”, είπε ο Ράινερ κι άρχισε να σκορπίζει τα χαρτιά του στο πάτωμα.
“Κύριε Ρίλκε!” ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει ο διευθυντής.
Όλοι, υπάλληλοι και πελάτες είχαν σταματήσει τις συναλλαγές και τον κοιτούσαν. Ο δείκτης Dow Jones υποχώρησε 0,0000000002 μονάδες.
Ο Ράινερ πήρε τη τσάντα του, άφησε το σοβαρό σακάκι του και στάθηκε προσοχή μπροστά στο διευθυντή.
“Αξιότιμε διευθυντά, αναφέρομαι. Τραπεζικός υπάλληλος Ράινερ Μαρία Ρίλκε, αφιμί 097101103. Παραιτούμαι λόγω τιμιότητας. Γιατί η τράπεζα είναι ο μεγαλύτερος ληστής και δεν θέλω να είμαι συνεργός στην κλοπή.”
Πήγε προς την πόρτα, ενώ οι πελάτες ξεκίνησαν να χειροκροτούν. Κάποιος τον χτύπησε στον ώμο και τον είπε παλικάρι.
~~~
Γύρισε στο σπίτι με τα πόδια. Ήταν είκοσι λεπτά περπάτημα, αλλά έκανε πέντε ώρες. Είχε τόσο καιρό να περπατήσει χωρίς να τον νοιάζει πού πηγαίνει και πότε θα φτάσει.
Παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του, κόκκινο και μαγικό, σαν σινεμά. Αγόρασε ψωμί. Μύρισε μια φέτα. Σκέφτηκε ότι δεν υπάρχει πιο οικεία μυρωδιά, πιο σπιτική, από εκείνη του ψωμιού.
Παρατηρούσε τον καινούριο κόσμο, που πάντα ήταν εκεί, αλλά δεν του έδινε σημασία. Όλα είναι καινούρια αν σταθείς να κοιτάξεις. Σε μια πολυκατοικία είχαν στο μπαλκόνι του πρώτου μια ελληνική σημαία. Στο δεύτερο είχαν ένα τεράστιο φουρφούρι.
Ο Ράινερ τραγούδησε:
“Φύσα, φύσα το Χρυσαλιφούρφουρο,
φύσα το την Άνοιξη να φέρεις.”
Παρακάτω συνάντησε δυο έφηβους να χαϊδολογιούνται μέχρι θανάτου στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Το είχε χάσει κι αυτό. Αλλά θα το ξανάβρισκε.
~~
Μπήκε στο παιδικό δωμάτιο με δυο παγωτά-χωνάκι στο χέρι.
“Σοκολάτα ή βανίλια; Διάλεξε γιατί λιώνει.”
“Βανίλια”, είπε η Μαρία. “Θα μ’ αφήσεις να βγω;”
“Εσύ θα μ’ αφήσεις να βγω.”
Ξεκλείδωσε το κλουβί και της έδωσε το παγωτό. Η Μαρία έκατσε απέναντι του κι άρχισαν να γλείφουν.
“Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;” τον ρώτησε.
“Το κόκκινο”, είπε ο Ράινερ κι έπιασε τα γυαλιά του.
Γελάσανε σαν παιδιά. Κι αυτό είναι ιδιαίτερο γέλιο, ξεχωριστό. Οι μεγάλοι το θεωρούν συνηθισμένο, κάποιες φορές εκνευριστικό. Όμως αυτό το γέλιο είναι η βάση της ευτυχίας. Ένα παιδί που γελάει είναι ο ήχος του παραδείσου. Ένας μεγάλος που γελάει σαν παιδί είναι η ανάμνηση του χαμένου παραδείσου. Όλοι κάποτε ήταν παιδιά. Μετά σταμάτησαν να γελάνε. Έβαλαν σοβαρά γυαλιά, μαύρα, να μη φαίνονται τα μάτια τους, να μην τους βλέπουν, να μη βλέπουν.
“Και τι θα κάνουμε τώρα;”
“Θα πάμε στην Αφρική.”
“Πάντα ήθελα να δω το Κιλιμάντζαρο”, είπε η Μαρία.
Ο Ράινερ κι ο κύριος Ρίλκε συμφώνησαν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~