Η Μ. και ο Β. στον Πειραιά.
Λίγες ημέρες πριν είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε στον Πειραιά, χάρη στο Χρήστο Κοντογιάννη, φίλο και συνεργάτη του Νόστιμον ήμαρ, ένα ζευγάρι που η μοίρα προόριζε να συναντηθεί και να αγαπηθεί χάρη στις πιο άγριες και περίεργες συνθήκες της εποχής.
Εκείνος πρόσφυγας από τη Συρία, που κατάφερε να ξεφύγει από τη φρίκη το καλοκαίρι του 2015. Εκείνη Γερμανίδα που υποδέχεται και πληροφορεί τους πρόσφυγες μόλις πατήσουν σε γερμανικό έδαφος.
Σεβόμενοι την επιθυμία τους περί μη δημοσίευσης των ονομάτων τους, θα αποκαλούμε εκείνη Μ. κι εκείνον Β.
N.Η.:Πώς πήρες την απόφαση να εγκαταλείψεις τη Συρία και κατά πόσο αυτό είναι εύκολο;
Β.: Κατάγομαι από μια πόλη που λέγεται Λατάκια κι ήταν κάποτε η πιο όμορφη πόλη που υπήρχε στον κόσμο. Δεν ήταν καθόλου εύκολη απόφαση από συναισθηματικής απόψεως. Αφήνεις πίσω το σπίτι σου, την οικογένειά σου, τους φίλους, τα όνειρά σου, που όμως ήταν ήδη γκρεμισμένα.
Ν.Η: Τι θα απαντούσες σε εκείνους που σας κατηγορούν ότι προτού φύγετε δεν κάθεστε να πολεμήσετε;
Β.: Δικτατορία είχαμε, όλα τα χρήματα πήγαιναν για το κεφάλαιο. Σπούδασα δημοσιογραφία, ονειρευόμουν να κάνω ό,τι κάνετε εσείς τώρα. Ένας δημοσιογράφος στη Συρία είναι κάτι ολότελα αστείο. Καμία ελευθερία δεν υπάρχει που να μην έχει καταπατηθεί. Πέραν της λογοκρισίας, εδώ και χρόνια η ανεργία είναι τεράστια. Προσπαθήσαμε να αλλάξουμε την κατάσταση, μα δίχως κανένα αποτέλεσμα. Η απάντηση σε κάθε αντιφρονούντα είναι η φυλακή ή η δολοφονία. Οι εκλογές ήταν πάντα στημένες και απλώς έλεγες ΝΑΙ. Δεν υπήρχε το ΟΧΙ ως επιλογή. Κάθε μέρα το 60% των συμπολιτών μου βρισκόταν ξαφνικά στη φυλακή. Κι η κατάσταση όλο χειροτέρευε. Δεν υπήρχε κάτι να κάνεις, πώς να πάρεις τα όπλα να τους αντισταθείς; Απελευθέρωσαν καταδίκους και τους έδωσαν όπλα. Έφεραν τον ISIS. Οι άνθρωποί του δεν είναι Σύροι, μην ξεγελιέστε. Πριν από αυτό είχαμε το στρατο του Άσαντ, στον οποίο κανείς δεν ήθελε να υπηρετήσει. Δεν είχαμε νερό πια , ούτε φαγητό. Μα να σας πω την αλήθεια δε με πείραζε που δεν είχα νερό να πλυθώ αρκεί να έμενα ζωντανός. Για αυτό παλεύαμε, να μείνουμε ζωντανοί. Μετά την έλευση του ISIS απειλείτο η ζωή μας κάθε λεπτό. Σε έπαιρναν από το κρεβάτι σου για να σε σκοτώσουν. Ο Άσαντ από τη μια, ο ISIS από την άλλη. Οι αντιφρονούντες ήταν γνωστοί και στιγματισμένοι. Η Ρωσία δεν κάνει τα πράγματα καλύτερα. Χρήματα θέλουν κι ας μη μείνει ένας άνθρωπος ζωντανός. Όσο περισσότεροι σκοτώνονται, τόσο περισσότερο το πετρέλαιο στα βαρέλια τους.Έτσι έφυγα για την Τουρκία.
Ν.Η: Πώς ήταν τα πράγματα στην Τουρκία και πώς πέρασες από εκεί σε ελληνικό έδαφος;
Β.: Η Τουρκία είναι τόσο κοντά στην πατρίδα μου, που ήθελα να φύγω από ‘κει το συντομότερο. Ένιωθα ότι είμαι τόσο κοντά και δεν μπορούσα να το αντέξω. Είναι επίσης πολύ αγριεμένοι οι Τούρκοι με τους Σύρους. Δεν έχεις μέλλον εκεί, είναι επικίνδυνο πάλι για σένα να περπατάς ελεύθερος. Έχετε νιώσει ποτέ ότι δεν είστε ελεύθεροι να περπατήσετε (όση ώρα μιλάει έχουμε μείνει αποσβολωμένοι, ούτως ή άλλως, μα η ερώτηση αυτή μας ταράζει); Δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα εκεί. Ήταν θέμα ημερών να αλλάξει η πολιτική του Ερντογάν. Φοβόμασταν όλοι πολύ. Έτσι μπήκα κι εγώ τον Ιούλιο με τις καλές τις μέρες, σε μια βάρκα κι έφυγα. Ακόμη και το καλοκαίρι με κίνδυνο ζωής φεύγεις. Δίνεις 1500 ευρώ και φεύγεις.. Σε μια βάρκα με άλλα εξήντα άτομα. Μωρά, παιδιά, ηλικιωμένοι, όλοι φορτώνονται σε μια βάρκα για να γλιτώσουν. Έτσι, έφτασα στην Κω.
N.H: Πόσες μέρες χρειάστηκε να μείνεις στο νησί και ποια η εμπειρία σου εκεί;
B.: Έμεινα μόνο 7 ημέρες για καλή μου τύχη. Εφτά ημέρες περίμενα το περιβόητο χαρτί από την αστυνομία. Οι αρχές σε οδηγούσαν στο στρατόπεδο του νησιού. Ούτε σκυλιά δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί μέσα. Ξέρουμε πόσο σας αφορά ο τουρισμός. Δεν ήρθαμε να σας χαλάσουμε την οικονομία, απλώς ψάχναμε τόπο να γείρουμε. Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Δε χρειάστηκε να μείνω πολύ στην Κω και δεν έχω κακές εμπειρίες. Γενικώς εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις οι άνθρωποι μας φέρθηκαν πολύ καλά. Δε μιλώ για τις αρχές, αναφέρομαι στους απλούς πολίτες. Είμαι ευγνώμων, δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω.
Ν.Η: Θα γυρνούσες πίσω στην πατρίδα σου;
Β.: Στη Συρία πέφτουν 40 ρουκέτες ανά 5λεπτο. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον ήχο τους. Κι αν λησμονήσω τις ρουκέτες δεν μπορώ να μη θυμάμαι το κλάμα του μωρού από το διπλανό σπίτι. Έρχεται πάντα στο κεφάλι μου. Πώς να μη φύγει για να το σώσει ο πατέρας του, μου λέτε; Το βάζεις σε μια βάρκα και φεύγεις. Θα γυρνούσα μόνο αν έφευγε ο Άσαντ, αλλιώς δεν έχει νόημα. Και να σταματήσει ο πόλεμος δε θα είμαστε ελεύθεροι. Άσαντ και ISIS είναι το ίδιο, δύο πλευρές ενός κοινού νομίσματος. Και οι δυο πολεμούν το λαό. Αν θες να χτίσεις την πολιτεία σου με αίμα δεν έχει αξία. Για ποια ελευθερία μιλάμε;
N.H: Πώς έφτασες στη Γερμανία;
Β.: Έφυγα από την Κω με το πλοίο για τον Πειραιά, από εκεί με λεωφορείο για Ειδομένη και μετά δεν ξέρω από πού περάσαμε, μα βρέθηκα στη Βαυαρία. Έμεινα σε πολλά μέρη, δε συνάντησα ρατσισμό, πολύ φιλικοί άνθρωποι. Καταλαβαίνω και τη δική τους αγωνία για το τι θα απογίνουμε. Σε καταγράφουν, σε καθοδηγούν, παίρνει χρόνο, μα εν τέλει λειτουργεί. Δεν επιλέγεις το μέρος- εννοώ την πόλη- που θα πας. Εγώ βρέθηκα στο Βύρτσμπουργκ (πόλη στην Φρανκονία που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της Βαυαρίας). Εκεί γνώρισα τη Μ.
Ν.Η: Περίγραψέ μας λίγο την κατάσταση στη Γερμανία.
Μ.: Εργάζομαι καιρό με τους πρόσφυγες. Σκοπός μας είναι να υπάρχει κόσμος την ώρα που οι άνθρωποι έρχονται εκεί και μοιάζουν χαμένοι. Να τους βοηθήσεις αρχικά ψυχολογικά. Δεν είναι εύκολο αυτό που περνούν, ούτε που μπορούμε να το διανοηθούμε κι ας έχουμε ακούσει πολλά από τους ίδιους. Βρίσκονται σε μια χώρα, μακριά από τους δικούς τους, δίχως να ξέρουν τη γλώσσα, ούτε τι τους επιφυλάσσει το μέλλον.
Δε θέλω να σας πω ότι κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Όχι, δεν έπρεπε να φτάσουν τα πράγματα ως εδώ για να το δούμε. Δεν χρειαζόταν να έχουμε ανθρώπους σε τέντες και σκηνές για να καταλάβουμε.
Ν.Η: Πώς γνώρισες τον Β.;
Μ.: Εκείνη τη μέρα έψαχνα κάποιον που να γνωρίζει καλά Αγγλικά για να με βοηθήσει με τη διερμηνεία. Ήρθε εκείνος, τα καταφέραμε με τις συνεντεύξεις των προσφύγων κι έπειτα με κάλεσε για καφέ. Πήγα, μιλούσαμε ώρες κι έτσι..κάπως έτσι ερωτευτήκαμε.
Μετά την αίτηση ασύλου του ο Β. ξεκίνησε να φοιτά στη Γερμανία, μαθαίνοντας από την αρχή τη γλώσσα, εντεταγμένος σε ένα ειδικό τμήμα για αρχάριους μαζί με άλλους Σύρους. Τώρα είμαστε εδώ, όπως είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο όταν θα τα καταφέρναμε. Θα λείψει μια εβδομάδα από το μάθημα κι εγώ από τη δουλειά, μα είχαμε χρέος να έρθουμε να βοηθήσουμε.
Η Μ. με ενα κορίτσι από τη Συρία
Σκηνές στον Πειραιά
Τα παιδιά δείχνουν το δρόμο για την ελπίδα και τη ζωή
Η Μ. δε θέλει να μιλήσει πολύ, μας εξηγεί πως η ιστορία ανήκει στον Β. Όση ώρα εκείνος μιλά, στέκει δίπλα του διακριτικά. Δεν τον διακόπτει στιγμή, μόνο όταν τη ρωτά κάτι διευκρινιστικό απαντά. Αυτό που εντυπωσιάζει και τους τέσσερίς μας είναι πως κάθε φορά που ο Β. θυμάται κάτι από τη φρίκη του πολέμου, εκείνη δεν τον χαϊδεύει, απλώς τον ακουμπά, σαν να του λέει ”Πέρασαν όλα κι είμαστε εδώ”.
Ν.Η : Πώς αποφάσισες να έρθεις στην Ελλάδα;
B.: Ήθελα να βοηθήσω τους ανθρώπους που είναι εδώ εγκλωβισμένοι. Εγώ στάθηκα τυχερός. Νιώθω την Ελλάδα κάπως σαν πατρίδα μου ,αν μου επιτρέπετε. Μοιάζει τόσο πολύ με τη Συρία. Μακάρι να μπορούσα να σας πάω να το διαπιστώσετε από μόνοι σας. Νιώθω εδώ σαν στο σπίτι μου. ακόμη και το φαγητό μοιάζει. Δεν είχαμε χρήματα πολλά για αυτό το ταξίδι. Μας φιλοξένησε ο Χρήστος και τώρα αποκτήσαμε εδώ όχι απλώς ένα φίλο, μα έναν αδελφό. Σήμερα μας γνώρισε κι εσάς κι έτσι έχουμε κι άλλους φίλους πια και θα ξανάρθουμε.
Ν.Η : Πώς κρίνεις τη συμφωνία με την Ε.Ε;
B. : Δεν μπορώ να πω , δεν είμαι Ευρωπαίος, αλλά ως Σύρος τη θεωρώ 100% άδικη.Σου λέει δεν μπορείς να βρεις σπίτι , δεν πας πουθενά. Σκοτώνονται άνθρωποι και δεν τους νοιάζει. Συναντήσαμε οικογένειες εδώ που νιώθουν απολύτως εγκλωβισμένες. Για εκείνους δεν υπάρχει μέλλον. Μας έλεγαν να τους βάλουμε στην τσάντα μας και να τους πάρουμε μαζί μας. Δεν έχουν τίποτα. Τα παιδιά τους δεν πάνε σχολείο. Ακόμη και για το φαγητό στέκονται ώρες σε μια ουρά. Πώς να εξηγήσεις στα παιδιά τι συμβαίνει;
Δεν ήταν έτσι ξέρετε πάντα τα πράγματα για εμάς τους Σύρους. Είχαμε τα σπίτια μας, είχαμε τα πάντα. Δεν είμαστε από άλλο πλανήτη, είμαστε άνθρωποι όπως κι εσείς. Μακάρι να ήταν όλα όπως πριν. Χάσαμε όμως ό,τι είχαμε, αυτό είναι ο πόλεμος. Αφήνει κατεστραμμένες πόλεις, νεκρούς και ζωντανούς δίχως μέλλον.
Δεν μπορείτε να καταλάβετε πώς νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι. Βάλτε λίγο τον εαυτό σας στη θέση τους. Τυχαία γεννήθηκε ο καθένας μας στον τόπο που γεννήθηκε.
Όσοι καταφέραμε προ συμφωνίας να γλιτώσουμε γυρνάμε να βοηθήσουμε τους ανθρώπους.
Στην ουρά για το φαγητό
Ν.Η: Αληθεύει ότι όσοι δεν είχαν τα χρήματα να φύγουν παραμένουν ακόμη στη Συρία;
Β.: Η συμφωνία με την Ε.Ε θα κάνει ακόμη δυσκολότερα τα πράγματα. Όντως οι πολύ φτωχοί έμειναν εκεί. Κι όσοι έφυγαν δεν ήταν πλούσιοι. Μας κατηγορούν για τα κινητά τηλέφωνα, εσείς αν φεύγατε τώρα δε θα παίρνατε μαζί το τηλέφωνό σας; Έχουν χρήματα οι πρόσφυγες κατηγορούνται, δεν έχουν πάλι κατηγορούνται. Όλα είναι λάθος. Κανείς δε νοιάζεται για εκείνους που μένουν στη Συρία. Έχω κι εγώ τη μητέρα μου εκεί, όταν έχουν ηλεκτρισμό μιλάμε.. Υπάρχουν πόλεις κατεστραμμένες κι άλλες που ακόμη κι αν έχουν ζωή δεν είναι ποτέ ασφαλείς.
Ν.Η: Τα ΜΜΕ αναφέρονται σε περιστατικά βίας μεταξύ των προσφύγων, θες να μας πεις την άποψή σου για αυτό;
B.: Τα περιστατικά αυτά είναι σχεδόν αναπόφευκτα .Ζουν σε τέτοιες συνθήκες που όταν καταλαβαίνουν κάποιοι πως διαχωρίζονται στρέφονται κατά των Σύρων. Είναι λογικό οι Αφγανοί, οι Πακιστανοί και οι Ιρανοί να νιώθουν παραγκωνισμένοι. Είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να μη χρήσουν ασύλου; Δεν ”πουλάει” πια η κατάσταση στις δικές τους χώρες.
N.H: Πώς βρίσκεις τα δίκτυα αλληλεγγύης στην Ελλάδα;
B.: Όπως είπα και προηγουμένως κάνατε πιστεύω ό,τι μπορούσατε. Είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος για τη χώρα σας , παρόλα αυτά εσείς σταθήκατε δίπλα σε εμάς που σας είχαμε ανάγκη. Δε θα το ξεχάσω ποτέ αυτό κι έτσι θα θυμάμαι την Ελλάδα, ως μια χώρα που ενώ ο λαός της δεν είχε πολλά για τον εαυτό του, τα μοιράστηκε με μας που δεν είχαμε τίποτα.
Η Μ. και ο Β. με το Χρήστο Κοντογιαννη, φωτορεπόρτερ του Νόστιμον ήμαρ, που τους φιλοξένησε
Λίγα λόγια από το Χρήστο Κοντογιάννη για την παρούσα πολύτιμη επαφή και γνωριμία
Χ.Κ:Φέτος μετακόμισα σ’ ένα καινούριο σπίτι που μου έδωσε τη δυνατότητα να φιλοξενήσω ”φίλους” από όλο τον κόσμο. Έτσι έγινα “host”στο couchserfing! Το cs είναι μια παγκόσμια κοινωνία ταξιδιωτών! Επιλέγεις αν θες να ταξιδέψεις και αναζητάς “hosts” ή αν θες να φιλοξενήσεις ταξιδιώτες “guests”. Τα πράγματα είναι απλά, δημιουργείς το προφίλ σου:- 1 φωτογραφία, 2 λόγια για σένα και γιατί αποφάσισες να ξεκινήσεις couchserfing. Το σύστημα λειτουργεί με συστάσεις (references) και στο τέλος κάθε φιλοξενίας υποχρεούσαι να γράψεις δυο λόγια για τον άλλον. Έτσι το cs παραμένει ασφαλές.
Έτσι γνώρισα την M. και τον B.
Τα παιδιά ζήτησαν τη φιλοξενία μου και μετά από μια εβδομάδα γνωριστήκαμε από κοντά. Αυτό που με παρακίνησε να τους δεχτώ ήταν ο σκοπός του ταξιδιού τους. Ο B. γυρνούσε στην χώρα εισόδου του μαζι με την Μ. από τη Γερμανία, σαν αλληλέγγυος πλέον. Πώς να πεις όχι;
Ήδη τη δεύτερη μέρα που βγήκαμε μοιραστήκαμε πολλά. Τις επόμενες 2 μέρες τις πέρασα μαζί τους στον Πειραιά. Η Μ. να ασχολείται με τα μικρά παιδιά συνεχώς και ο Β. να μεταφράζει και να αναζητά διαρκώς τρόπους να ανακουφίσει λιγό τον πόνο γύρω του.
Στο τέλος κάθε μέρας διανείμαμε το φαγητό μαζί με τους υπόλοιπους αλληλέγγυους, αφού πρώτα συντονίζαμε την επιχείρηση και πιστέψτε με δεν ήταν καθόλου απλό. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι ζουν μόνοι εκεί στο σκοτάδι και μοναδικές ακτίδες φωτός είναι για εκείνους οι αλληλέγγυοι. Κρατιούνται κι ελπίζουν όταν νιώθουν πως δεν τους έχουμε ξεχάσει.
Χαίρομαι απέραντα λοιπόν για τη γνωριμία μου με τα παιδιά. Τους ευχαριστώ γιατί με μύησαν στη χαρά της αλληλεγγύης. Ας τους το κάνουμε πιο εύκολο ανοίγοντας το σπίτι μας.
Ο αποχαιρετισμός ήταν δύσκολος. Σαν να αποχαιρετάς αδέλφια. Είδα την ευγνωμοσύνη στα μάτια τους κι εκείνοι στα δικά μου απέραντη εκτίμηση και σεβασμό. Με κάλεσαν στο σπίτι τους στη Γερμανία.
M. και B. σας ευχαριστώ που μου θυμήσατε να είμαι άνθρωπος.
Να ευχαριστήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας τη Μ. και τον Β. που μοιράστηκαν μαζί μας την ιστορία τους, καθώς και τον Χρήστο Κοντογιάννη, που υπήρξε εκτός από φωτογράφος και συνδετικός κρίκος.