Προς ένα νέο ευρωπαϊκό σύστημα διαχείρισης των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών
Συνέντευξη του Βασίλη Τσιάνου
Ξεκινώντας, θα ήθελα ένα γενικό σχόλιο για την απόφαση των δύο πρόσφατων συνόδων (υπουργών και ηγετών) της Ε.Ε. για το προσφυγικό.
Καταρχάς, θέλω να πω ότι δεν με εκπλήσσει, καθώς επιβεβαιώνει τις κατευθύνσεις που είχαν ανακοινωθεί τον Μάιο και τον Ιούνιο, μετά τη Λαμπεντούζα. Αυτές γίνονται τώρα αποφάσεις, με σχετική πλειοψηφία. Δεν πρόκειται, ωστόσο, απλώς για μια συνέχεια· ταυτόχρονα, έχουμε μια τομή, καθώς η απόφαση σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια νέα εποχή, μετά το Δουβλίνο, με εμβληματικό στοιχείο τη μετεγκατάσταση 120.000 προσφύγων. Ο αριθμός βέβαια είναι πολύ μικρός σε σχέση με τις ροές (καθώς μάλιστα αυτές οι χιλιάδες κατανέμονται στον χρόνο, δεν θα γίνουν όλες οι μετεγκαταστάσεις τώρα), θέλω ωστόσο να τονίσω δύο σημεία. Πρώτον, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, από το ένα εκατομμύριο περίπου άτομα που έχουν έρθει φέτος, τα 500.000 βρίσκονται ήδη στη Γερμανία, τα 120.000 στη Γαλλία –η μετεγκατάσταση έχει ήδη ξεκινήσει και ας δούμε τα νούμερα και σε σχέση με αυτό. Δεύτερον, παρά την ανεπάρκεια του αριθμού, εισάγεται μια νέα λογική: η μετεγκατάσταση — και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Δεν θα λύσει το πρόβλημα, ασφαλώς, αλλά μπορεί να είναι η αρχή μιας άλλης πορείας.
Ωστόσο πολλοί, και στην Ελλάδα, μίλησαν για απόφαση-παρωδία, πάντως.
Διαφωνώ πλήρως. Ασφαλώς πρέπει να κάνουμε κριτική στην απόφαση, και θα μιλήσω στη συνέχεια για τα προβληματικά της σημεία, ωστόσο δεν πρόκειται για παρωδία. Αντιθέτως, είναι ένα σημαντικό βήμα για τη μετά το Δουβλίνο εποχή. Πάμε σε ένα νέο σύστημα, ας το ονομάσουμε Βερολίνο Ι, με αιχμή την αποδοχή της αναγκαιότητας της μετεγκατάστασης, που δεν ήταν τμήμα του αρχιτεκτονικού σχήματος του Δουβλίνου.
Ο χαρακτηρισμός παρωδία είναι λάθος. Γιατί, ανεξάρτητα από τη συμφωνία ή τη διαφωνία μας, έχουμε το πρώτο μοντέλο το οποίο, σε πειραματικό επίπεδο, λειτουργεί για το αμέσως επόμενο στάδιο δημιουργίας ενός πραγματικού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου και μετανάστευσης. Με αυτή την έννοια, είναι τα πρώτα βήματα μιας επαναθεσμοποίησης της διακυβέρνησης των συνόρων και του προσφυγικού μετά την μεγάλη κρίση που γνώρισε το Δουβλίνο ΙΙΙ το καλοκαίρι του 2015.
Πώς αξιολογείς λοιπόν την απόφαση αυτή;
Τα θετικά σημεία είναι, νομίζω, ξεκάθαρα. Από τη φάση του σοκ και της εντελώς χαοτικής διαχείρισης της όλης προσφυγικής κρίσης του καλοκαιριού περνάμε στα πρώτα βήματα μιας νέας θεσμοθέτησης διαχείρισης των συνόρων και του προσφυγικού. Σε αυτό το νέο αρχιτεκτονικό σχήμα, το οποίο δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο, η μετεγκατάσταση και τα hot spots έχουν σημαντική λειτουργική λογική.
Η μετεγκατάσταση-ποσόστωση συνεπάγεται την αναγνώριση ότι δεν είναι πλέον εφικτή ή πολιτικά επιθυμητή η συντριπτική επιβάρυνση χωρών όπως η Ελλάδα και η Ιταλία εν ονόματι του Δουβλίνου. Και ταυτόχρονα προϋποθέτει μαζικές μορφές καταγραφής στοιχείων πέραν της λογικής του Δουβλίνου, δηλαδή de facto αδρανοποίηση και μετεξέλιξη του Eurodac, του συστήματος δακτυλοσκοπικών στοιχείων της ψηφιακής προϋπόθεσης του «Δουβλίνου»· μια μετεξέλιξη η οποία θα βασίζεται σε νέες απλοποιημένες κατηγορίες δακτυλοσκοπικού ελέγχου, με το βάρος να πέφτει στα entry και exit hits. Και επειδή μιλάμε για ευρωπαϊκές πολιτικές, εκτιμώ ότι μπαίνουμε σε μια μεταβατική περίοδο που θα κρατήσει το λιγότερο τρία-τέσσερα χρόνια, μέχρι να μορφοποιηθεί.
Τα hotspots είναι κέντρα ειδικής αντιμετώπισης μεταναστευτικών ροών. Τη διοίκησή τους θα αναλαμβάνουν Frontex, Eurojust, Europol, τα λεγόμενα περιφερειακά task force, τα οποία θα αναλάβουν τη διαχείριση και τη διοικητική ευθύνη για τη λειτουργία αυτών των μεγάλων κέντρων καταγραφής πρώτων στοιχείων και ταυτόχρονα, βεβαίως, και screening. Τα hotspots σηματοδοτούν την απόπειρα να υπάρξει αποσυμφόρηση των ελληνικών νησιών και της Λαμπεντούζας και τη μετακίνηση ουσιαστικά του διοικητικού βάρους διακυβέρνησης αυτών των ροών, σε σχέση πάντοτε με την προοπτική της μετεγκατάστασης σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα ή η Κατάνια στη Σικελία.
Με τα hotspots (όπως και με την ευρωπαϊκή ενίσχυση στον έλεγχο των ελληνικών συνόρων) έχουμε, προφανώς, ένα στοιχείο απώλειας της εθνικής κυριαρχία. Ωστόσο, θεωρώ λάθος να επικεντρωθούμε εδώ, καθώς αυτό το κομμάτι το έχουμε χάσει από τότε που συμμετέχουμε στη Σένγκεν.
Και όσον αφορά τα αρνητικά σημεία;
Πέρα από ελλείψεις και ανεπάρκειες υπάρχει ένα μείζον ζήτημα: η επανεισαγωγή του περιώνυμου ζητήματος του outsourcing του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου· και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα με τον τρόπο που ξαναμπαίνει στο παιχνίδι η γεωπολιτική κάρτα της Τουρκίας. Και αυτό είναι εξαιρετικά προβληματικό, καθώς υπονομεύει την υπάρχουσα θεσμική και αξιακή αντίληψη, τα δικαιωματικά στάνταρντ του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Ενώ, δηλαδή, δεν μπορούμε να έχουμε καν σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια κατοχύρωση των στάνταρτ αυτών, είναι ξεκάθαρο ότι κάτι τέτοιο θα είναι πολλαπλά δύσκολο σε στρατόπεδα λ.χ. που θα δημιουργηθούν στη Λιβύη ή στην ειδική ζώνη ασφαλείας που πρότεινε ο Νταβούτογλου, στο βόρειο κομμάτι της Συρίας (έναν διεθνή χώρο για την αποσόβηση περαιτέρω προσφυγικών ροών ή και για την επανεγκατάσταση Σύρων προσφύγων). Με άλλα λόγια, έτσι μεταφέρονται, ουσιαστικά, τα σύνορα και οι πολιτικές προστασίας ασύλου και προσφύγων εκτός ευρωπαϊκής επικράτειας. Η ακραία εκδοχή αυτής της λογικής είναι ο Όρμπαν, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι την επαναφέρει συστηματικά και ο υπουργός εσωτερικών της Γερμανίας.
Ας μείνουμε λίγο περισσότερο στο σημείο αυτό.
Ο Όρμπαν το πρότεινε με σαφήνεια. Εφόσον, κατ’ αυτόν, δεν πρόκειται ξεκάθαρα για πρόσφυγες, αλλά οι περισσότεροι είναι μετανάστες, να δημιουργήσουμε να χρηματοδοτήσουμε τα μεγάλα στρατόπεδα της Τουρκίας και να γίνονται εκεί όλες οι διαδικασίες ασύλου. Πρέπει, με κάθε τρόπο, να το αποτρέψουμε.
Αν συμβεί, δεν θα μιλάμε για παρωδία, αλλά για τραγωδία. Γιατί αυτό σημαίνει μια ανασυγκρότηση της αρχιτεκτονικής του Σένγκεν η οποία εδώ και 10-15 χρόνια, από την εποχή πρόταση Μπλερ και Σίλι ουσιαστικά προσπαθεί να αντιγράψει πολιτικές rebordering, που έχουν δοκιμαστεί και αποτύχει στην Αυστραλία. Η Αυστραλία κατάφερε όντως να επεκτείνει τον συνοριακό της έλεγχο σε διάφορα απίθανα νησιά του Ειρηνικού, με αποτέλεσμα όμως να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις όσον αφορά τα στάνταρτ ασύλου σε όλο τον πλανήτη. Το παράδειγμα αυτό, αν και παράδειγμα προς αποφυγήν, βρίσκει απήχηση και θεσμική συνέχεια σε ένα κομμάτι των ευρωπαϊκών ελίτ που σχετίζονται με τον υποτιθέμενο ή πραγματικό εκσυγχρονισμό των πολιτικών ελέγχου της μετανάστευσης και του ασύλου, εκσυγχρονισμός, ο οποίος υπονομεύει τον ρόλο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, καθώς και τα αξιακά δεδομένα του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Πρέπει να κινητοποιηθούμε έντονα εναντίον αυτής της εξέλιξης, καθώς το ζήτημα παραμένει ανοιχτό. Νομίζαμε ότι έχει κλείσει πριν από κάποιους μήνες, βλέπουμε όμως τώρα να επανέρχεται διά στόματος του Γερμανού υπουργού Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ, οπότε πρέπει να το πάρουμε πολύ σοβαρά.
Και, ταυτόχρονα παρατηρούμε μια αναβάθμιση της Frontex, έτσι δεν είναι;
Υπάρχει αναβάθμιση της Frontex, και μάλιστα όχι κατ’ ανάγκην στρατιωτικά, αλλά θεσμικά. Αυτό είναι το χειρότερο, γιατί ουσιαστικά αναλαμβάνει τη διοικητική πρωτοκαθεδρία στο τετράπολο που συνιστούν Europol, Εurosur, Εurojust και Frontex. Βασικό κομμάτι της λογικής της Frontex είναι ο στρατιωτικός έλεγχος των συνόρων, καθώς και ο συντονισμός των στρατιωτικών ελέγχων. Και δυστυχώς εδώ δεν παίρνει το πάνω χέρι το ΕASO, το Ευρωπαϊκό Γραφείο Υποστήριξης Ασύλου, που από την ίδια τη λογική του είναι φτιαγμένο ώστε να ανταποκρίνεται στον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της αντιμετώπισης του προσφυγικού. Στο σύμπλεγμα Europol, Εurosur, Εurojust και Frontex (γιατί συνδέονται και συνεργάζονται όλα αυτά), το EASO έχει σαφώς υποδεέστερο χαρακτήρα.
Βέβαια, είναι μια διαδικασία που έχει αρχίσει εδώ και χρόνια. Ας θυμηθούμε την πρώτη εμφάνιση της Frontex στην Ελλάδα. Στον Έβρο, πριν το τείχος· παρότι τα νούμερα μοιάζουν γελοία σε σχέση με τα σημερινά (6.000 μετακινήσεις ανθρώπων χωρίς χαρτιά σε ένα δίμηνο), ήταν αρκετά για έρθει η Frontex ως πραγματική task force, που συντόνιζε την Ελληνική Αστυνομία και τους συνοριοφύλακες. Έκτοτε, ο ρόλος της Frontex έχει γιγαντωθεί, όπως και τα σχετικά κονδύλια (κάτι επίσης προαποφασισμένο από τον Μάιο), ενώ σήμερα θεσμοποιείται ο διοικητικός της χαρακτήρας και στο προσφυγικό.
Τέλος, πώς αποτιμάς τις αντιδράσεις Ουγγαρίας αλλά και άλλων ευρωπαϊκών χωρών στις ποσοστώσεις και τη μετεγκατάσταση;
Στην προηγούμενη συνέντευξή μου στα «Ενθέματα», ένα μήνα πριν, έλεγα ότι, ενώ αμφιβάλλω αν υπάρχει αριστερή πολιτική για το μεταναστευτικό-προσφυγικό, είμαι σίγουρος, ωστόσο, ότι υπάρχει δημοκρατική και ανθρωπιστική πολιτική, πολιτική που λογοδοτεί. Η στάση της Ουγγαρίας μας θυμίζει ότι, επίσης, υπάρχει σαφέστατα δεξιά πολιτική στον τομέα αυτό. Μια πολιτική αυταρχική και απάνθρωπη, η οποία συνδέεται από νεο-ακροδεξιές και νεοφασιστικές λογικές για τη δυνατότητα ελέγχου της «εθνικής επικράτειας». Σε αυτό τον άξονα πρωτοστατεί η Ουγγαρία, και με άλλες ταχύτητες ακολουθούν η Ρουμανία, την Τσεχία και η Σλοβακία.
Για την Ουγγαρία είναι ξεκάθαρο: πρόκειται για μια κλασική μορφή αυταρχικού δεξιού κράτους που ασκεί πολιτική, στον τομέα αυτό, με καθαρά εσω-πολιτικό χαρακτήρα· έχει να κάνει με την πολιτική ηγεμονία που προσπαθεί να επιβάλει ο Όρμπαν, χρησιμοποιώντας τον μύθο των ελέγχων των εθνικών συνόρων. Για τους υπόλοιπους (Σλοβακία, Τσεχία, Ρουμανία) εκτιμώ ότι η στάση τους σχετίζεται και με τον βαθμό ενσωμάτωσής τους στη γενικότερη αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Φοβούνται ότι, στον βαθμό που δεν υπάρξει ή δεν λειτουργήσει ένα νέο ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου (το Βερολίνο Ι, που λέγαμε παραπάνω), θα την πληρώσουν αυτοί.