Η Βαυαρική Νομοθεσία περί Καθαρότητας της μπύρας πρωτοεμφανίστηκε στις 23 Απριλίου του 1516 στο Ingolstadt, στην “Landständetag”, μια συνάντηση με εκπροσώπους των ευγενών, αντιπροσώπων της αγοράς της πόλης, και των ιεραρχών της εκκλησίας. Ο νόμος αυτός ήταν ο λόγος για την δημιουργία καλής φήμης της γερμανικής μπύρας.
Η σύγχρονη εκδοχή του “Reinheitsgebot” όμως δεν είναι η πρώτη προσπάθεια να καθοδηγηθεί η παραγωγή της μπύρας. Ωστόσο, θεωρείται ως το αποκορύφωμα για εκατοντάδες χρόνια της ανάπτυξης του θεσμικού πλαισίου, το οποίο είχε ως στόχο τον εφοδιασμό των πολιτών με ποιοτικά καλή μπύρα, μια βασική τροφή της εποχής, που παράλληλα ρύθμιζε τις τιμές.
Εισβολές στην δημιουργία νόμων για την μπύρα είχαν γίνει πολύ πριν από το «Bayrische Reinheitsgebot» του 1516. Το 1165 στο Άουγκσμπουργκ ορίστηκε επιβολή προστίμου για την προσφορά κατώτερης ποιότητας μπύρας, στη Νυρεμβέργη το 1293, στο Μόναχο το 1363 και τέλος στο Regensburg το 1447. Υπήρχαν επίσης και άλλες περιφερειακές νομοθεσίες για τις τιμές και την κατασκευή της μπύρας στο τελευταίο μισό του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα.
Επίσης το 1493 όταν το Δουκάτο της Κάτω Βαυαρίας σε ένα διάταγμα γραμμένο από τον Δούκα Γεώργιο της Βαυαρίας, περιόριζε επίσης τα συστατικά για την μπύρα, σε βύνη, λυκίσκο και νερό. Ο νόμος είχε επίσης πολύ λεπτομερής παραγράφους που όριζαν την τιμή στην οποία η μπύρα θα μπορούσε να πωληθεί. Ψηφίστηκε για να βεβαιωθεί ότι οι πολίτες είχαν καλή μπύρα σε καλή τιμή, αλλά και για την προστασία των σιτηρών που ήταν τα καλύτερα στην χρησιμοποίηση του ψησίματος του ψωμιού.
Ένας συγκεκριμένος ορισμός ως προς τις πρώτες ύλες, δηλαδή το νερό την βύνη και το λυκίσκο για την παρασκευή μπύρας προσδιορίστηκε στο Μόναχο, στις 30 Νοέμβρη του 1487 από τον Δούκα Albrecht τον 4ο, ο οποίος προκήρυξε κανονισμό που θεμελίωνε την ενιαία τιμολόγησης της μπύρας, το οποίο έλεγε: “Ένα μέτρο χειμερινής μπύρας θα κοστίζει ένα πφέννιχ και ένα μέτρο καλοκαιρινής μπύρας θα κοστίζει δύο πφέννιχ.”
Κάθε ζυθοπαραγωγός από εκείνη την εποχή απαιτείτο να ορκίζεται (να παίρνει τον όρκο του ζύθου) ενώπιον του ταμία του Δουκάτου, με τον οποίο “θα χρησιμοποιεί για να φτιάξει μπύρα μόνο με κριθάρι, λυκίσκο και νερό, με γνώση να τα σιγοβράσει, να μην προσθέσει τίποτε άλλο ούτε ο ίδιος ούτε κάποιος άλλος τρίτος” . Αυτό το διάταγμα αρχικά θεσπίστηκε στο Μόναχο.
Το 1987 αυτός ο 500 χρονών κανόνας ανανεώθηκε από τους ζυθοπαραγωγούς του Μονάχου.
Έτσι λοιπόν το 1493 ο Γεώργιος ο Εύπορος του Bayers-Landshut προκήρυξε έναν νόμο ο οποίος επεκτάθηκε σε όλη την Βαυαρία το 1516 από τον Δούκα Βίλχελμ τον 4ο. Αυτός ο νόμος έμεινε γνωστός στη ιστορία σαν τον νόμο για την καθαρότητα της μπύρας: πώς πρέπει να σερβίρεται και να παράγεται το καλοκαίρι και τον χειμώνα στην ηγεμονία.
“Με το παρόν κείμενο, νομοθετούμε, διατάσσουμε, εκφράζουμε και επιθυμούμε, μαζί με το Ιδιαίτερο Συμβούλιο, το οποίο από αυτή την ημέρα και στο εφεξής οπουδήποτε στην ηγεμονία της Βαυαρίας, στην ύπαιθρο χώρα, στις πόλεις και τις αγορές, οπουδήποτε δεν υφίσταται άλλο συγκεκριμένο διάταγμα, από την ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ έως την ημέρα του Αγίου Γεωργίου ένα μέτρο ή ένα κεφάλι μπύρας δεν θα πωλείται περισσότερο από ένα πφέννιχ σε χρήμα Μονάχου και από την ημέρα του Αγίου Γεωργίου έως την ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ένα μέτρο δεν θα πωλείται περισσότερο από δύο πφέννιχ του ιδίου χρήματος, μηδέ ένα κεφάλι μπύρας περισσότερο από τρία χάλλερ. Οι παραβάτες αυτού του διατάγματος θα τιμωρούνται ως ορίζεται παρακάτω. Όποιος παράγει μπύρα άλλη εκτός από Maerzen, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν μπορεί να πωλεί ή να σερβίρει το μέτρο ακριβότερα από ένα πφέννιχ. Ειδικότερα επιθυμούμε ότι από αυτή τη στιγμή και μετά, στην ύπαιθρο χώρα, στις πόλεις και τις αγορές, τίποτε δεν πρέπει να προστίθεται ή να χρησιμοποιείται στην μπύρα άλλο εκτός από κριθάρι, λυκίσκος και νερό. Όποιος εν γνώσει του παραβιάζει αυτόν τον νόμο, θα τιμωρείται αυστηρά από το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία σε αυτόν κατάσχοντας το βαρέλι του με την μπύρα, οποτεδήποτε κι αν συμβεί το παράπτωμα. Όταν ένας πανδοχέας αγοράζει μπύρα από ζυθοποιία στην ύπαιθρο χώρα, στις πόλεις και τις αγορές, στις προκαθορισθείσες πιο πάνω τιμές, του επιτρέπεται να την επαναπωλεί κατ’ ιδίαν στους ταπεινούς χωρικούς, κατά ένα χάλλερ επί πλέον επί της τιμής που καθορίστηκε πιο πάνω ανά μέτρο ή κεφάλι μπύρας.”
Η ουσία αυτού του νόμου πέρασε από γενιά σε γενιά στο παρόν και έχει ενσωματωθεί στον Γερμανικό Φορολογικό Νόμο περί μπύρας, ο οποίος πλέον των φορολογικών διατάξεων περιέχει επίσης κανονισμούς για τους ζυθοποιούς, που ανάγονται στον προαναφερθέντα νόμο. Το Reinheitsgebot αποτέλεσε τη βάση της νομοθεσίας που σιγά-σιγά εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Βαυαρία και τη Γερμανία. Η Βαυαρία επέμεινε στην εφαρμογή της σε όλη τη Γερμανία ως προϋπόθεση της γερμανικής ενοποίησης το 1871, για να εμποδίσουν τον ανταγωνισμό από μπύρες που παρασκευάζονται αλλού με ένα ευρύτερο φάσμα συστατικών. Η κίνηση αυτή συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τις ζυθοποιίες εκτός Βαυαρίας.
Ούτε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις 12 Μαρτίου 1987 μπόρεσε να τον αλλάξει:
“Για να διασφαλιστεί η ελεύθερη διακίνηση των αγαθών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δύναται να πωλείται μπύρα εντός της Γερμανικής επικράτειας που δεν συμμορφώνεται με τον Γερμανικό νόμο για την καθαρότητα της μπύρας. Οι μη-Γερμανικές μπύρες μπορεί να περιέχουν άλλες πρώτες ύλες όπως άψητο κριθάρι, καλαμπόκι, ρύζι, ή ίσως προσθετικά, αλλά εάν συμβαίνει έτσι, πρέπει απαραίτητα και ευδιάκριτα να περιγράφονται στην ετικέτα”.
Καμία τέτοιου είδους μπύρα όμως δεν κατάφερε να κερδίσει την γερμανική αγορά, επειδή οι καταναλωτές δεν τις προτιμούν, έτσι μόνο μερικές εισαγόμενες στη Γερμανία μπύρες περιέχουν αραβόσιτο ή ρύζι. Μεγάλες διεθνείς εταιρείες ζύθου έχουν προσανατολιστεί στην παραγωγή μπύρας ανάλογα με τις επιθυμίες της γερμανικής αγοράς και παράγουν μπύρα βάσει του γερμανικού νόμου, τουλάχιστον για την συγκεκριμένη αγορά.
“Θα ήμασταν ευτυχείς εάν ο αέρας που αναπνέουμε ήταν καθαρός όσο και η μπύρα μας”
Ρίχαρντ φον Βάϊτσεκερ,
πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Γερμανίας