1.1 Σινεμά
“Η ευτυχία δεν είναι τίποτα άλλο από καλή υγεία και κακή μνήμη.”
Έρνεστ Χέμινγουεϊ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
“Τα ξέρω όλα.”
“Υπερβάλλετε, κανείς δεν τα ξέρει όλα.”
“Έγώ τα ξέρω. Ξέρω όλα όσα μ’ ενδιαφέρουν.”
“Και θέλετε…”
“Να τα ξεχάσω.”
Ο Αλέξανδρος, Σάσα για τους φίλους, το πήρε απόφαση μια Παρασκευή απόγευμα. Και πήγε στη Lacuna Inc, την πιο αξιόπιστη εταιρεία στη διαγραφή αναμνήσεων.
Μπορούσες να διαγράψεις την πρώην σου ή τον νεκρό σκύλο σου, για να μη βασανίζεσαι. Ή να διαγράψεις κάτι που είχες κάνει ή πει, για να μη ντρέπεσαι. Μπορούσες να διαγράψεις ένα διάστημα της ζωής σου ή ένα γεγονός, δυο χρόνια στη φυλακή ή μια κακοποίηση, για να μην πονάς.
Όμως ο Σάσα είχε άλλο πρόβλημα. Τα ήξερε όλα.
~~
“Απόλυτη διαγραφή μνήμης δεν επιτρέπεται”, του είπε ο υπάλληλος.
“Δεν εννοώ όλα όλα. Εννοώ όλ’ αυτά που μ’ ενδιαφέρουν.”
“Δηλαδή;”
“Σινεμά. Λογοτεχνία. Μουσική.”
Ο Σάσα είχε ζήσει μια περιορισμένη ζωή. Έμενε στο ίδιο σπίτι είκοσι πέντε χρόνια, από τότε που το αγόρασε. Ήταν λογιστής σε ασφαλιστική, λίγο πιο βαρετή δουλειά από εκείνη του Κάφκα. Παντρεύτηκε μια κοπέλα απ’ το τμήμα προσωπικού. Έκαναν κι ένα παιδί. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε η Τατιάνα τον εγκατέλειψε -πήρε μαζί και το παιδί.
“Ζούμε πολύ βαρετά”, του ‘χε πει την τελευταία φορά που μιλήσανε.
“Τι θες;”
“Θέλω να βγούμε έξω, να ταξιδέψουμε, να γνωρίσουμε ανθρώπους, τόπους, να…”
Και συνέχισε να του λέει. Τον έπιασε ίλιγγος. Εκείνος δεν ήταν περιπετειώδης τύπος ούτε ιδιαίτερα κοινωνικός. Όσο για ταξίδια, του αρκούσε να πηγαίνει στα Καμμένα Βούρλα τον Αύγουστο. Κάθε Αύγουστο.
“Δεν είναι ζωή αυτή που ζούμε”, του είχε πει η Τατιάνα. “Όλο σπίτι.”
“Εμένα έτσι μ’ αρέσει. Στο σπίτι.”
Τον παράτησε, παραιτήθηκε κι απ’ τη δουλειά της. Έγινε κτηματομεσίτρια, παντρεύτηκε έναν πλαστικό χειρουργό νεώτερο από κείνη. Τον επόμενο Αύγουστο έστειλε στον Σάσα καρτ ποστάλ κανονική, από εκείνες με το γραμματόσημο. Ήταν από τις Μαλδίβες. Πίσω έγραφε: “Εμένα έτσι μ’ αρέσει.”
~~
“Δεν καταλαβαίνω”, του είπε ο υπάλληλος της Lacuna. “Θέλετε να διαγράψουμε όσα σας αρέσουν;”
“Ναι, γιατί δεν μ’ εξιτάρουν πια.”
Ο Σάσα περνούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του κάνοντας αυτό ακριβώς που του άρεσε: Έβλεπε ταινίες στο σπίτι, άκουγε μουσική (στο σπίτι), διάβαζε (στο σπίτι).
Στην αρχή επέλεγε τυχαία. Μετά είχε βρει την αλυσιδωτή αντίδραση. Κάθε ταινία, τραγούδι, βιβλίο, τον οδηγούσε σε άλλα δυο ή τρία, κι εκείνα σε τέσσερα ή εννιά, κι ούτω καθεξής.
Αργότερα, όταν τον εγκατάλειψε κι η Τατιάνα, το έκανε πιο συστηματικά. Έπιανε έναν σκηνοθέτη-συγγραφέα-μουσικό και έβλεπε όλες τις ταινίες που είχε κάνει, διάβαζε όλα τα βιβλία, άκουγε όλους τους δίσκους.
Του πήρε δέκα χρόνια συστηματικής έρευνας για να τ’ ακούσει-δει-διαβάσει όλα.
~~
“Κατανοητό, αλλά διαρκώς βγαίνουν νέες ταινίες.”
“Το ξέρω και δεν είμαι από εκείνους τους γκρινιάρηδες γέρους που πιστεύουν ότι το γρασίδι ήταν πιο πράσινο στις μέρες τους.”
Ήταν θέμα στατιστικής. Κάθε χρόνο εκδίδονται ένα εκατομμύριο βιβλία. Απ’ αυτά τα χίλια είναι εξαιρετικά. Αλλά μόνο ένα, άντε δύο, είναι ορόσημα. Τα τελευταία εκατό χρόνια είχαν κυκλοφορήσει εκατό βιβλία ορόσημα. Ο Σάσα τα είχε διαβάσει. Τον επόμενο χρόνο θα κυκλοφορούσε μόνο ένα. Το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν ήξερε ποιο θα ήταν. Ο χρόνος είναι ο μόνος αξιόπιστος κριτικός.
~~
“Αρχίζω να καταλαβαίνετε τι θέλετε να ζήσετε.”
“Αγαπητέ μου”, έκανε ο Σάσα, “θέλω να δω τον Μάρλον Μπράντο, στο Λεωφορείο του Καζάν, για πρώτη φορά.”
Ήθελε ν’ ακούσει για πρώτη φορά τη φωνή της Μπίλι Χόλιντει. Να δει τον Νευρικό Εραστή και να γελάσει με το εφεύρημα του Γούντι Άλεν, όπου οι πρωταγωνιστές άλλα λένε κι άλλα σκέφτονται στους υπότιτλους.
Ήθελε να διαβάσει για πρώτη φορά τον Ζορμπά του Καζαντζάκη και να δει για πρώτη φορά Ταρκόφσκι. Ν’ ακούσει Μότσαρτ και Στραβίνσκι, ν’ ακούσει την Ενάτη του Μπετόβεν σαν να ζούσε στον 19ο αιώνα.
Να δει τους Συνήθεις Ύποπτους του Σίνγκερ χωρίς να ξέρει την ανατροπή. Να διαβάσει για πρώτη φορά την Ιθάκη του Καβάφη. Ν’ ακούσει την κιθάρα του Χέντριξ στο Γούντστοκ. Να δει το Ιπτάμενο Τσίρκο των Μόντι Πάιθονς. Να τα δει, να τα ακούσει, να τα διαβάσει όλα για πρώτη φορά.
~~~
“Και πιστεύετε ότι θα σας αρέσουν;” του είπε ο υπάλληλος.
Αυτή ήταν μια πολύ σημαντική ερώτηση. Θα μπορούσε να δει το βαθύ Stalker του Ταρκόφσκι; Πώς θα του ακουγόταν η άτεχνη μουσική των Sex Pistols;
“Αυτό είναι όλο το θέμα”, του είπε ο Σάσα. “Θέλω κάτι να με ξαφνιάσει. Ακόμα και αρνητικά. Έστω κι αν νιώσω απέχθεια, αρκεί να νιώσω κάτι. Τώρα δεν νιώθω τίποτα, όλα είναι επίπεδα και βαρετά. Τα ξέρω όλα.”
Ο υπάλληλος το σκέφτηκε λιγάκι. Ήταν πολύ σημαντικό για τη Lacuna να μην έχουν δυσαρεστημένους πελάτες. Η αφαίρεση αναμνήσεων ήταν σαν πλαστική εγχείριση. Μπορεί να μην σου άρεσε το αποτέλεσμα.
Έπρεπε να βρίσκει τρόπους για να κρατάει τους πελάτες ευχαριστημένους και να τους παίρνει τα λεφτά τους. Keep the customer satisfied.
“Ακούστε”, του είπε, “σκέφτηκα κάτι.”
Του πρότεινε το εξής: Θα ξεκινούσαν με τη διαγραφή των κινηματογραφικών αναμνήσεων. Αυτή ήταν η πιο απλή επέμβαση, γιατί οι μουσικές αναμνήσεις αποθηκεύονται σε πολλά κέντρα, ενώ οι λογοτεχνικές συχνά ανακατεύονται με τις πραγματικές αναμνήσεις.
Θα έσβηναν πρώτα τις ταινίες. Μετά, αν ο Σάσα ήταν εντάξει, θα συνέχιζαν και με τη μουσική.
Του άρεσε η ιδέα, έβγαινε και πιο οικονομικά. Έκλεισαν ραντεβού για την επόμενη Παρασκευή. Για να πετύχει η επέμβαση ο Σάσα θα έπρεπε να ξεφορτωθεί απ’ το σπίτι του οτιδήποτε σχετικό με τις ταινίες που είχε δει.
Και είχε δει πολλές.
~~~{}~~~
Στους τοίχους είχε αφίσες. Το Κόκκινο απ’ την τριλογία του Κισλόφσκι, τον Ντελάρτζ απ’ το Κουρδιστό Πορτοκάλι, τον Μπάστερ Κίτον πίσω απ’ τα κάγκελα, το πρόσωπο του Μάνου Κατράκη απ’ τα Κύθηρα του Αγγελόπουλου.
Τις μάζεψε όλες και τις ανέβασε στο πατάρι. Είχε μερικές χιλιάδες DVD. Κι αυτά πήγαν στο πατάρι. Έπειτα διάφορα αναμνηστικά. Εισιτήρια πρώτης προβολής, η κορνίζα με το αυτόγραφο του Αλ Πατσίνο (For Sasha with love). Τα ρούχα που είχε φορέσει για τη μεταμεσονύχτια του Ρόκι Χόρορ Σόου.
Τα έβαλε όλα εκεί πάνω και πήγε να βρει τον Αντρέι. Είχε ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα να λύσει.
~~
Ο Αντρέι ήταν ο παλιότερος του φίλος, ίσως κι ο μοναδικός. Ήταν ιδιοκτήτης ενός καταστήματος με DVD, από τότε που υπήρχαν βιντεοκασέτες. Είχε σίγουρα την πιο ολοκληρωμένη συλλογή, που πλέον αράχνιαζε στα ράφια. Ελάχιστοι γραφικοί τύποι, σαν τον Σάσα, νοίκιαζαν πλέον ταινίες. Όλοι τις κατέβαζαν.
Το SixSpot, το μαγαζί του Αντρέι, λειτουργούσε πλέον ως ίντερνετ καφέ, video-party και κατάστημα με είδη δώρων.
Ο Σάσα βρήκε τον φίλο του να προσπαθεί να τιθασέψει κάτι παιδιά που έκαναν GTA πάρτι γενεθλίων. Τα άσπρα μαλλιά του Αντρέι, άσπρα φρύδια και γένια, ξεχώριζαν ανάμεσα στα κοντοκουρεμένα των παιδιών. Δεν ήταν γέρος, ήταν αλμπίνος.
“Αυτό ήταν, παραιτούμαι”, είπε σαν είδε τον Σάσα.
“Δεν μπορείς να παραιτηθείς απ’ την επιχείρηση σου.”
“Επιχείρηση το λες αυτό; Παιδότοπος έχουμε γίνει.”
Έβαλε δυο κούπες καφέ κι έκατσαν έξω να καπνίσουνε. Ο Σάσα του είπε τι θα έκανε την Παρασκευή.
“Αυτό είναι τραγωδία, είναι γενοκτονία”, του είπε ο Αντρέι. “Η μνήμη σου είναι θησαυρός, δεν μπορείς να την αφανίσεις.”
“Δεν με εξυπηρετεί πλέον. Οπότε είναι άχρηστη.”
“Πώς μπορείς να το λες αυτό;”
Ο Αντρέι προσπάθησε για λίγο να τον μεταπείσει, αλλά κατάλαβε ότι ο φίλος του ήταν αποφασισμένος.
“Και τι θες από μένα;”
~~
Όταν ανέβασε όλες τις ταινίες του στο πατάρι ο Σάσα κατάλαβε ότι εφόσον θα ξεχνούσε τα πάντα για το σινεμά δεν θα ήξερε τι να δει. Πώς θα το έκανε; Αν ξεκινούσε να βλέπει στην τύχη θα πετύχαινε και κάποιες δεύτερες. Θα ήταν κρίμα να δει την Αλίκη του Τιμ Μπάρτον, αντί για τον Ψαλιδοχέρη. Για να μπορέσει να δει τις σωστές ταινίες θα έπρεπε να έχει γνώση της ιστορίας του κινηματογράφου. Κι αυτή θα χανόταν στη διαγραφή.
“Όπως το σκέφτομαι”, του είπε ο Αντρέι, “υπάρχουν τρεις τρόποι να το κάνεις. Πρώτος. Να ξεκινήσεις βλέποντας ταινίες κινουμένων σχεδίων.”
“Να το πάω εξελικτικά; Μετά εφηβικά, μετά τρόμου, μετά Γκοντάρ; Δεν μ’ αρέσει.”
“Συμφωνώ. Άλλος τρόπος. Να ξεκινήσεις απ’ την κορυφή. Οι εκατό καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.”
“Ποιος θα το αποφασίσει;”
“Μπορείς να δεις το imdb.”
“Εκεί έχουν πρώτο το Τελευταία Έξοδος, Ρίτα Χέηγουορθ”, είπε ο Σάσα, “τι χάλια τίτλος.”
“Ναι, πράγματι. Αλλά αν βασιστείς στους κριτικούς θα χάσεις καλτ, όπως το Ζουν Ανάμεσα Μας, του Κάρπεντερ.”
“Μήπως να βλέπω αυτές που κέρδισαν Όσκαρ καλύτερης ταινίας;”
Γελάσανε ταυτόχρονα. Ήταν ένα αστείο που μόνο οι σινεφίλ θα καταλάβαιναν.
“Το βρήκα”, του είπε μετά ο Αντρέι. “Δεν θα το πας εξελικτικά σύμφωνα με την ηλικία.”
“Αλλά;”
Τα μάτια του Αντρέι γυάλισαν πριν μιλήσει.
“Σύμφωνα με την εξέλιξη του κινηματογράφου.”
~~
Η ιδέα του ήταν πολύ απλή. Να ξεκινήσει απ’ την πρώτη ταινία που έγινε, το τρένο των αδελφών Λυμιέρ, 1878. Μετά να επιλέξει μια ταινία για κάθε χρονιά. Σίγουρα θα υπήρχαν κάποιες χρονιές που η επιλογή θα ήταν δύσκολη. To 1979 βγήκε το Αποκάλυψη-Τώρα, το Άλιεν, το All that jazz, το Κράμερ εναντίον Κράμερ, το Μανχάταν, το Mad Max, το Life of Brian. Πώς να διαλέξεις;
Έστω ότι θα μπορούσε από κάποιες χρονιές να επιλέγει δύο ή τρεις ταινίες. Ακόμα κι έτσι θα συγκέντρωνε 200 ταινίες. Μπορούσε και 300 αν ήθελε. Σ’ έναν χρόνο, βλέποντας μια ταινία την ημέρα θα έβλεπε όλη την εξέλιξη του κινηματογράφου, απ’ τον Σέσιλ ΝτεΜιλ και τον Τσάπλιν, ως τον Κουροσάβα, τον Ταραντίνο και τον Σπάικ Τζονζ.
Θα έβλεπε τα πρώτα οπτικά εφέ του Μελιέ, στην ταινία του 1902 Ταξίδι στη Σελήνη, και θα κατέληγε στις ταινίες της Μάρβελ όπου το 90% είναι γυρισμένο σε blue screen.
Θα έβλεπε τους ηθοποιούς του βωβού, με τις γκριμάτσες και τις στερεότυπες κινήσεις, μετά τους θεατρικούς, μετά εκείνους που έβγαλε το Άκτορ Στούντιο.
Θα έβλεπε πώς εξελίχτηκαν οι ζεν πρεμιέ, απ’ τον Ροντόλφο Βαλεντίνο ως τον Τζέιμς Ντιν και μέχρι τον Χοακίν Φίνιξ.
Πώς είχε εξελιχτεί η σκηνοθεσία, το σενάριο, η φωτογραφία, η μουσική, οι τοποθεσίες, ο ίδιος ο κόσμος.
Ο Αντρέι είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα του.
“Θα είναι ένας αξέχαστος χρόνος”, του είπε. “Νομίζω ότι μετά από κάτι τέτοιο θα πέθαινα ευτυχισμένος.”
Ο Σάσα δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του.
“Ωραίο, αλλά υπερβολικά τακτοποιημένο. Εγώ θέλω κάτι πιο χαοτικό. Και νομίζω ότι ξέρω τι θα κάνω.”
~~
Σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει. Τα συνήθιζε κάτι τέτοια κι ο Αντρέι τον ήξερε πολύ καλά για τον παρεξηγήσει. Άλλωστε το μυαλό του είχε κολλήσει αλλού.
Η ιδέα του, να παρακολουθήσει τον κινηματογράφο από τη γέννηση του ως το παρόν, χωρίς να ξέρει τίποτα για την εξέλιξη, του άρεσε υπερβολικά. Χωρίς να το καταλάβει είχε ήδη να επιλέγει ταινίες ανά χρονιά.
“1920. Μητρόπολη του Λάνγκ, Θωρηκτό Ποτέμκιν του Άιζενστάιν, Ο Στρατηγός του Κίτον ή τον Χρυσοθήρα του Τσάπλιν; Σκατά! Μάλλον Μητρόπολη και Ποτέμκιν. Του Τσάπλιν θα έβλεπε της επόμενης χρονιάς, το Χαμίνι.”
Ο Αντρέι δεν μπόρεσε να κοιμηθεί το βράδυ. Την επόμενη μέρα πήγε στην Lacuna κι είπε πως ήθελε να σβήσει κάθε ανάμνηση σχετική.
“Κι εσείς;” είπε ο υπάλληλος. “Μα τι έχετε πάθει όλοι με τον κινηματογράφο;”
~~{}~~
Ο Σάσα αποφάσισε να το οργανώσει αλλιώς, πιο παιχνιδιάρικα. Κατέβασε όλα τα DVD απ’ το πατάρι. Έφτιαξε καφέ κι έκανε ένα πρωτάθλημα ταινιών.
Έβαζε δυο ταινίες αντιμέτωπες, ανεξαρτήτως χρονιάς, τυχαία. Τα Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας και το Άρχοντας των Μυγών. Ποιο κέρδιζε; Ποιο προτιμούσε να δει; Διάλεξε τον Έντουαρντ Νόρτον ως νεοναζί. Το άφησε στην άκρη.
Επόμενος αγώνας: Μπάρφλαϊ εναντίον Καζαμπλάνκα.
Είχε υιοθετήσει ένα μέρος απ’ την πρόταση του Αντρέι. Θα έβλεπε μια ταινία την ημέρα, για έναν χρόνο, 365 ταινίες. Θα σημείωνε σκηνοθέτη, σεναριογράφο, ηθοποιούς, σ’ ένα δικό του μπλοκάκι, όπου θα έγραφε και τα σχόλια του, χωρίς να ψάξει στο διαδίκτυο. Και θα περίμενε την επόμενη μέρα.
Το πρόβλημα ήταν ότι είχε στη συλλογή του πάνω από 2.000 ταινίες. Για να τελειώσει το πρωτάθλημα θα χρειάζονταν πολλοί αγώνες. Επιπλέον υπήρχαν κάποιες ταινίες που έχαναν, γιατί είχαν συναντήσει πολύ ισχυρό αντίπαλο, αλλά τις αγαπούσε. Τις έβαζε σε μια τρίτη στήλη, για τους επαναληπτικούς.
Την πρώτη μέρα του πρωταθλήματος έμειναν 1045 ταινίες (+212 για επαναληπτικούς). Τη δεύτερη μέρα 612 (+53 για επαναληπτικούς). Την τρίτη μέρα είχαν προκριθεί 366 (δεν μπορούσε ν’ αφήσει απέξω τη Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών του Ρομέρο, παρότι είχε χάσει σε όλες τις αναμετρήσεις).
Είχε ένα μικρό θέμα με τις τριλογίες, όπως τα Χρώματα του Κισλόφσκι που τόσο αγαπούσε ή την σειρά ταινιών του Star Wars. Δεν ήθελε όμως να βλέπει πολλές ίδιες ταινίες στη σειρά.
Κράτησε το πρώτο Star Wars και το Κόκκινο του Κισλόφκσι. Όπως και τον πρώτο Νονό.
Μόνο μια μικρή υποχώρηση έκανε. Δεν άντεχε να σπάσει τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών. Απ’ αυτό θα έβλεπε τη τριλογία.
~~
Το άλλο θέμα ήταν με ποια σειρά θα τις έβλεπε. Δεν του άρεσε ο ιδεοψυχαναγκαστικός τρόπος του Αντρέι. Αυτός ήθελε να ξαφνιαστεί, γιατί θα έβλεπε τη μια μέρα τον Κλέφτη Ποδηλάτων του Ντε Σίκα και την επομένη το Train to Busan του Sang-ho Yeon.
Το Χάος είναι καλός οδηγός. Γύρισε τις ταινίες ανάποδα, να μη βλέπει τίτλους. Τις ανακάτεψε όπως τις τράπουλες ο Πολ Νιούμαν στο Κεντρί. Τις έβαλε σε στήλες δίπλα στο DVDplayer. Κάθε μέρα θα έβλεπε αυτή που θα ήταν πάνω, χωρίς να φαίνεται ο τίτλος της επόμενης.
Έτσι ήταν έτοιμος. Σχεδόν έτοιμος. Χρειαζόταν κάτι ακόμα.
~~
Πήγε κι αγόρασε μια τηλεόραση τελευταίας τεχνολογίας, μεγάλη σαν οθόνη σινεμά, με όλα τα ηχεία, μπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά, κι η πολυθρόνα στη μέση.
Έπρεπε να κάνει έλεγχο στο σύστημα, παρακολουθώντας μια ταινία, μια τελευταία ταινία. Τι να έβλεπε; Δεν ήθελε να πάρει απ’ τις 366. Τις υπόλοιπες τις είχε ανεβάσει στο πατάρι. Αποφάσισε να πεταχτεί στο SixSpot, και ν’ αποφασίσει ο Αντρέι. Δεν ήταν εκεί.
“Είναι άρρωστος”, του είπε ο Νικολάι, ο υπάλληλος.
“Τι έχει;”
Ο Νικολάι στράβωσε τα μούτρα του.
“Δεν μπορώ να σας πω.”
“Είναι ο καλύτερος μου φίλος!”
“Δεν ξέρω να σας πω. Έχει εξαφανιστεί.”
“Θα πάω σπίτι του να τον βρω”, είπε ο Σάσα και βγήκε έξω φουριόζος.
Αφού περπάτησε λιγάκι κατάλαβε ότι δεν ήξερε πού έμενε ο “καλύτερός του φίλος”. Δεν είχε πάει ποτέ στο σπίτι του.
Άλλαξε κατεύθυνση έπρεπε να δοκιμάσει το σύστημα. Αποφάσισε να πάρει μια τυχαία, κάτι που θα έβρισκε στο περίπτερο. Το μόνο που βρήκε ήταν τσόντες.
Έκανε έλεγχο στο home cinema με το Καυτές Ρωσίδες. Όλη η γειτονιά άκουσε τους προσποιητούς οργασμούς.
Το χάος τον είχε δικαιώσει. Η τελευταία ταινία που έβλεπε έχοντας επίγνωση ήταν η χειρότερη που μπορούσε να δει. Αλλά δεν έχασε την ευκαιρία ν’ αυνανιστεί.
~~
Το επόμενο απόγευμα βρέθηκε στη Lacuna Inc.
“Θα πονέσει;” ρώτησε καθώς του έβαζαν τα ηλεκτρόδια.
“Κάποιοι παραπονιούνται για φαγούρα. Υπογράψτε αυτό, παρακαλώ.”
Του έδωσε το τάμπλετ.
“Τι υπογράφω;”
“Τα γνωστά. Αποδέχομαι τους όρους χρήσης κλπ.”
“Απορώ γιατί τα βάζουν, αφού κανείς δεν τα διαβάζει”, είπε ο Σάσα.
“Πράγματι. Κοιτάξτε εδώ, τον φακό μου.”
Αυτό που είχε υπογράψει ήταν η αποποίηση κάθε ευθύνης για την Lacuna Inc. Σπάνια συνέβαιναν ατυχήματα. Και μόνο ένα δυστύχημα. Ένας νεκρός στις εκατό χιλιάδες διαγραφές. Πιο πολλοί σκοτώνονται στο μπάνιο.
Το έγγραφο αποδοχής ήταν κυρίως νομική κάλυψη για την περίπτωση που ο πελάτης δεν έμενε ικανοποιημένος. Επιστροφή χρημάτων δεν γινόταν. Αν κάτι πήγαινε στραβά έφταιγε ο πελάτης, η τύχη, ο Θεός. Ποτέ η εταιρεία.
Του διάβασε μερικές λέξεις, άσχετες μεταξύ τους: Άλογο πατισερί νάνος μπαμπού ευδαιμονία. Αυτές θα ήταν οι λέξεις κλειδί. Μόλις τις άκουγε θα έπεφτε σε νάρκωση. Μόλις τις ξανάκουγε θα ξυπνούσε.
“Είστε έτοιμος;”
“Ναι.”
“Θέλετε να ρωτήσετε κάτι τελευταίο πριν ξεκινήσουμε;”
“Ναι. Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία;”, του είπε ο Σάσα.
“Νομίζω ότι μπορείτε να μαντέψετε.”
“Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού;”
“Ακριβώς. Είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία, ξέρετε. Εγώ ήμουν ένας απ’ τους δύο τεχνικούς διαγραφής.”
“Αυτός που έπινε μπύρες;”
“Υπερβολές του σινεμά. Λοιπόν, είστε έτοιμος;”
“Έτοιμος για όλα.”
“Ωραία. Ακούστε. Άλογο πατισερί νάνος μπαμπού ευδαιμονία.”
Στο τελευταίο φωνήεν ο Σάσα λιποθύμησε.
1.2 Η πρώτη ταινία
“Το σινεμά είναι η πιο όμορφη απάτη του κόσμου.”
Ζαν-Λυκ Γκοντάρ
“Ο κινηματογράφος είναι η πιο σημαντική απ’ όλες τις τέχνες για εμάς.”
Λένιν
Αντρέι Ταρκόφσκι
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν ξανάνοιξε τα μάτια, χωρίς να μεσολαβήσει τίποτα, είδε ότι το φως στο παράθυρο είχε αλλάξει.
“Είστε καλά”, τον ρώτησε ο υπάλληλος.
“Νιώθω μια χαρά. Πόση ώρα πέρασε;”
“Πέντε ώρες. Μερικές ερωτήσεις ασφάλειας.”
Τον ρώτησε πώς τον λένε, πώς έλεγαν το πρώτο του κατοικίδιο, τι μάρκα ήταν το πρώτο αυτοκίνητο, που γνώρισε την πρώην σύζυγο, ποιο είναι το φαγητό που απεχθάνεται, ποιο είναι το αγαπημένο του χρώμα.
Σε όλα απάντησε το ίδιο με πριν, εκτός απ’ το χρώμα. Πριν είχε πει το κόκκινο, μετά είπε το γκρι. Το σημείωσε.
“Κύριε Σάσα, πριν ξεκινήσει η διαδικασία με είχατε ρωτήσει κάτι. Θυμάστε τι ήταν;”
“Ναι, ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία.”
“Και τι απάντησα;”
“Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι; Όχι αυτό είναι βιβλίο του Κούντερα. Η σημασία του να είσαι σοβαρός; Όχι αυτό είναι θεατρικό του Ουάιλντ. Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band.”
“Beatles.”
“Δεν θυμάμαι.”
” Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ηθοποιός;”
“Διαμαντόπουλος.”
“Πότε τον είδατε τελευταία φορά;”
“Έπαιζε το Περιμένοντας το Γκοντό. Στο θέατρο Κολοσσαίο.”
“Τον θυμάστε σε κάποια ταινία;”
“Όχι.”
“Ακούστε αυτή τη μουσική.”
Μετά από λίγο ο Σάσα είπε: “Ένιο Μορικόνε.”
“Από ποια ταινία είναι;”
“Είναι από ταινία;”
“Το όνομα Ντε Νίρο σας λέει κάτι;”
“Νομίζω ότι είναι ροκ συγκρότημα.”
“Ποιος είναι αυτός;”
Του έδειξε μια μινιμάλ σκιαγραφία του Σαρλώ. Ένα ορθογώνιο μουστάκι και το καπελάκι.
“Ο Χίτλερ με καπέλο;”
“Ποια νομίζετε ότι είναι η πιο σέξι γυναίκα;”
Απ’ το μυαλό του Σάσα πέρασε μια σκιά: Καυτές Ρωσίδες. Αλλά γρήγορα έσβησε.
“Δύσκολο να πω. Κάποιο μοντέλο. Η Ναόμι Κάμπελ;”
“Η φράση Horror… Horror… Από πού προέρχεται;”
“Εύκολο. Η Καρδιά του Σκότους, του Κόνραντ. Αγαπημένο μου βιβλίο.”
Είχε ξεχάσει και τον Μπράντο στο Αποκάλυψη, Τώρα.
“Τι χρώμα μαλλιά είχε ο Μεγάλος Γκάτσμπι;”
Εκεί ο Σάσα κόλλησε για λίγο.
“Το αναφέρει αυτό ο Φιτζέραλντ;”
“Σας λέει κάτι η φράση: Where’s the money, Lebowski;”
“Τίποτα.”
“Εντάξει, τελειώσαμε.”
Του έδωσε μια συσκευή επείγουσας κλήσης. Είχε μόνο ένα πλήκτρο. Αν αισθανόταν ότι κάτι πήγαινε λάθος θα αρκούσε να το πατήσει κι ο ψυχολογικός εκτιμητής της Lacuna θα πήγαινε να τον βοηθήσει.
“Αλλάζει και λάστιχο;”
“Γι’ αυτό καλύτερα να καλέσετε την οδική βοήθεια.”
~~
Ούτως ή άλλως δεν πήρε το αυτοκίνητο. Δεν αισθανόταν άνετα για να οδηγήσει. Προτίμησε να περπατήσει. Ένιωθε κάπως άδειος, κάπως παραβιασμένος. Σαν να είχε μπει κάποιος μέσα στο σπίτι του, και να τα είχε κάνει όλα άνω κάτω.
Υπήρχε μια έλλειψη στον κόσμο, στην πραγματικότητα, στους ανθρώπους που προσπερνούσε, στους ήχους που άκουγε, στα φώτα. Όλα είχαν γίνει πιο αληθινά, πιο άσχημα, ένιωθε ότι είχε χαθεί ένα κομμάτι ποίησης κι ομορφιάς.
Ο Σάσα είχε ασχοληθεί με όλες τις τέχνες, εκτός απ’ τον χορό, γιατί είχε δύο αριστερά πόδια. Ήξερε κι από φωτογραφία. Ποτέ δεν τραβούσε ο ίδιος, αλλά είχε μελετήσει τους μεγάλους φωτογράφους.
Καθώς γυρνούσε σπίτι μετά την διαγραφή του σινεμά έβλεπε διαρκώς “θέματα”, κατάλληλες εικόνες για φωτογράφηση. Αλλά ήταν ακίνητες φωτογραφίες.
Ήξερε κι από ζωγραφική. Παρατηρούσε τις αποχρώσεις του πράσινου στα φυλλώματα των δέντρων, το γαλάζιο του ουρανού και σκεφτόταν, μπλε του κοβαλτίου, πράσινο του βιριδίου.
Βεβαίως και ήξερε από μουσική, όπως και λογοτεχνία. Καθετί που άκουγε του θύμιζε τραγούδι ή μυθιστόρημα.
Αλλά πάλι, ενώ ήξερε τόσα για τις τέχνες, πάλι κάτι έλειπε απ’ τον κόσμο, μάλλον απ’ τον τρόπο που αντιλαμβανόταν τον κόσμο.
Η διαγραφή ήταν στοχευμένη. Θυμόταν τι ήταν ο κινηματογράφος, μπορούσε να το ορίσει και επιστημονικά: Μια διαδοχή φωτογραφιών, -είκοσι τέσσερις το δευτερόλεπτο- που ο εγκέφαλος την αντιλαμβάνεται ως συνεχές.
Τι αστεία παραίσθηση! Βλέπεις ακίνητες εικόνες στη σειρά και νομίζεις ότι υπάρχει κίνηση. Όπως στο σχολείο, που ζωγράφιζε στο κάτω μέρος του βιβλίου ένα ανθρωπάκι να τρέχει. Όταν γυρνούσες τις σελίδες γρήγορα έμοιαζε να κινείται. Αυτό ήταν ο κινηματογράφος;
Συνέχισε να περπατάει και να σκέφτεται. Το θέατρο ήταν ακόμα στο κεφάλι του. Αλλά μόνο όσες παραστάσεις είχε παρακολουθήσει ζωντανά -ή είχε ακούσει στο ραδιόφωνο. Θυμόταν τις Τρωάδες του Ευριπίδη, γιατί το είχε δει στην Επίδαυρο. Δεν είχε καμιά ανάμνηση από την Κάθριν Χέπμπορν ως Εκάβη, στην ταινία του Κακογιάννη.
Θυμόταν τη Λάμψη του Στήβεν Κινγκ, ένα απ’ τα τρομαχτικότερα βιβλία που είχε διαβάσει, αλλά δεν του έλεγε τίποτα το όνομα Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
~~
Έφτασε σπίτι κουβαλώντας αυτό το απροσδιόριστο κενό. Τι είχε χάσει διαγράφοντας τον κινηματογράφο απ’ τη μνήμη του; Δεν ήταν τίποτα άλλο από μια αστεία παραίσθηση.
Έκανε ένα ντους. Αν είχε κινηματογραφική μνήμη θα θυμόταν τις άπειρες σκηνές όπου η πρωταγωνίστρια κάνει ντους μετά από μια σεξουαλική επίθεση.
Έβαλε καλά ρούχα, δεν ήθελε να δει την πρώτη ταινία με τις πιτζάμες. Ετοίμασε τον χώρο. Νερό, κρασί και τασάκι. Λίγα σταφύλια και τυρί για να έχει να τσιμπήσει. Δεν ήξερε ότι μόλις ξεκινούσε η ταινία δεν θα μπορούσε να κουνηθεί.
Κατούρησε, έκλεισε το κινητό, έβγαλε το σταθερό απ’ την πρίζα. Ήταν έτοιμος. Έβαλε το πρώτο DVD, χωρίς να κοιτάξει τον τίτλο, κι έκατσε την πολυθρόνα του. Πάτησε play και είπε: “Για να δούμε, τι είναι αυτός ο κινηματογράφος.”
~~
Πρώτα η γραφιστική εικόνα ενός δέντρου, σε μαύρο φόντο.
Μετά τύμπανα.
HARRISON FORD με άσπρα γράμματα σε μαύρο φόντο.
BLADE RUNNER με κόκκινα γράμματα σε μαύρο φόντο.
“Ωραίο είναι”, σκέφτηκε ο Σάσα. “Σαν ποπ αρτ.”
Νόμιζε ότι έτσι θα ήταν όλη η ταινία.
Ακούγεται μινιμαλιστική μουσική, πιο μινιμάλ κι απ’ του Έρικ Σατί, αλλά ηλεκτρονική. Μια νότα που αιωρείται. Τα ονόματα αλλάζουν, η μουσική συνεχίζει. Rutger Hauer. Sean Young.
“Ωραίο”, σκέφτηκε ο Σάσα. “Αν και λίγο βαρετό. Ευτυχώς που έχει και μουσική.”
Ενώ ακόμα πέφτουν οι τίτλοι αρχής είδε το όνομα του συνθέτη, Vangelis. Τον ήξερε. Βαγγέλης Παπαθανασίου. Είχε τους δίσκους των Aphrodite’s Child. Το Rain and Tears ήταν ένα απ’ τα πρώτα σιγκλάκια που είχε πάρει.
Τελευταία οθόνη: Directed by Ridley Scott.
Για μια στιγμή σκέφτηκε ν’ ανάψει τσιγάρο. Είχε αρχίσει να βαριέται. Τότε έγινε μαύρη η οθόνη. Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν γράμματα. Ήταν η επεξήγηση για όσα προηγούνται της ιστορίας.
“Πολύ απλό”, σκέφτηκε ο Σάσα.
Αν όλη η ταινία ήταν κάτι τέτοιο, σαν ένα μυθιστόρημα γραμμένο στην οθόνη, με γράμματα που ανεβαίνουν και χάνονται αφού τα διαβάσεις, θα ήταν κουραστικό, αυτό σκέφτηκε. Θα προτιμούσε να διαβάσει ένα βιβλίο του Φίλιπ Ντικ.
Άλλη ταμπέλα: Los Angeles, November, 2019
“Η μουσική είναι ωραία”, σκέφτηκε ο Σάσα.
Και μετά του κόπηκε η ανάσα.
Ένα εφιαλτικό αστικό τοπίο.
Η Κόλαση! Νυχτερινό. Φωτιές, κεραυνοί.
Ένα ιπτάμενο όχημα.
Η μουσική πιο υποβλητική.
Ένα γαλάζιο μάτι αντικατοπτρίζει την Κόλαση.
Ένας πύργος γιγάντιος.
Πάλι το μάτι.
Πλησιάζουμε στον Πύργο.
Ένας άνθρωπος που καπνίζει με γυρισμένη την πλάτη.
Ανεμιστήρας αποικιακός.
Ο Σάσα δεν σκεφτόταν τίποτα. Είχε χαθεί εκεί μέσα. Μετά, όταν τέλειωσε η ταινία, σκέφτηκε ότι μόνο αυτό να ήταν ο κινηματογράφος, η αρχική σκηνή με τους τίτλους, θα είχε μαγευτεί. Αλλά δεν θα είχε πάθει αυτό που έπαθε.
Ακούγεται μια φωνή, μια γυναικεία φωνή, από κάπου.
“Next subject, Kowalski Leon”
Μια σκηνή ανάκρισης. Αλλά δεν είναι σαν θεατρικό. Τη μια στιγμή φαίνεται μόνο ο ένας ηθοποιός, την άλλη μόνο ο άλλος, από πιο κοντά, από πιο μακριά, εστιάζει σε κάποια παράξενα αντικείμενα, λες και βρίσκεσαι μέσα στο δωμάτιο.
Ακούγεται γρήγορος χτύπος καρδιάς. Οι διάλογοι είναι κοφτοί, σχεδόν αληθινοί, δεν μοιάζουν με θέατρο.
Και το χρώμα. Όλα είναι μπλε.
“Η μητέρα μου; Θα σου πω για τη μητέρα μου.”
Ο τύπος με το μουστάκι πυροβολάει.
Ο χρόνος αλλάζει.
Όλα κινούνται αργά.
Αδρεναλίνη.
Ο Σάσα δεν ανέπνεε.
Η Μεγαλούπολη, στο μέλλον.
Αυτοκίνητα πετάνε, αλλά οι φτωχοί είναι φτωχοί, ως συνήθως.
Το πρόσωπο ενός άντρα, του Ντεκάρτ (σκέφτομαι άρα υπάρχω).
Ο ήρωας της ταινίας τρώει νουντλς.
Αρρενωπός, αλλά όχι μάτσο.
~~
Όταν τέλειωσε η ταινία -και οι τίτλοι τέλους, έκλεισε την τηλεόραση κι έμεινε να κοιτάζει τον εαυτό του στη μαύρη οθόνη. Κι άρχισε να κλαίει, από ευγνωμοσύνη.
~~~{}~~~
Την επομένη δεν δούλευε, ήταν Σάββατο. Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να βάλει πρωί την επόμενη ταινία. Ήθελε να σκεφτεί τι είχε δει -και να το συζητήσει με κάποιον. Πήγε στο SixSpot. Ο Αντρέι έλειπε πάλι.
“Έχεις δει το Blade Runner;” ρώτησε τον υπάλληλο.
“Το καινούριο;”
Έφυγε χωρίς ν’ ακούσει τίποτα άλλο. Έπρεπε να προστατεύσει το μυαλό του από παρεμβολές. Έκανε μια βόλτα στην πόλη. Έφαγε νουντλς. Ό,τι έβλεπε του θύμιζε την ταινία. Αγόρασε παλιομοδίτικα ρούχα σαν του Ντεκάρτ. Πήγε να πιει ένα ουίσκι. Κατάφερε ν’ αντέξει ως τις έξι.
Μετά γύρισε σπίτι τρέχοντας. Έκλεισε τα παντζούρια για να έχει απόλυτο σκοτάδι. Κι άνοιξε το home cinema. Είχε αγωνία να δει τη δεύτερη ταινία της καινούριας του ζωής.
Θα μπορούσε να του τύχει κάτι πιο συμβατικό, πιο θεατρικό, όπως οι Δώδεκα Ένορκοι του Λιούμετ ή ο Άμλετ του Λόρενς Ολίβιε. Ο εγκέφαλος του θα κατανοούσε πιο εύκολα κάτι τέτοιο. Όμως τις είχε ανακατέψει κι έπαιρνε τυχαία.
Έβαλε τη δεύτερη ταινία. Μουσική Τάδε έφη Ζαρατούστρα. Διάστημα.
Ήταν πάλι επιστημονικής φαντασίας, αν μπορείς να κατατάξεις τόσο απλοϊκά το 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος.
Το Blade Runner του είχε φέρει δάκρυα ευγνωμοσύνης. Ο Κιούμπρικ τον έκανε να τρελαθεί. Τι σήμαιναν όλ’ αυτά; Οι πίθηκοι, οι μονόλιθοι. Και η τελευταία σκηνή; Ήταν φιλοσοφικός στοχασμός; Ήταν σουρεαλισμός; Ήταν συμβολικό; Τι σκατά ήταν;
Ευτυχώς δεν είχε δει ταινία του Ντέιβιντ Λιντς.
~~~~
Αυτή τη φορά έκλεισε την τηλεόραση και φόρεσε τα παπούτσια του. Βγήκε έξω και περπατούσε για πολλή ώρα στη βροχή, χωρίς προφύλαξη. Μονολογούσε. Οι περαστικοί τον κοιτούσαν με φόβο, αλλά εκείνος δεν τους έβλεπε. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο, πέρα απ’ την Οδύσσεια του Διαστήματος. Κι έκλαιγε πάλι, αλλά τα δάκρυα του χάνονταν μέσα στη βροχή.
Έτσι περπατώντας και κλαίγοντας βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει έξω απ’ το SixSpot. Ο Αντρέι έλειπε, αλλά ζήτησε την διεύθυνση του. Ήταν δυο στάσεις παρακάτω.
~~~
Χτύπησε το κουδούνι στο ρυθμό του Also sprach Zarathustra. Δεν περίμενε να τον βρει εκεί, αλλά μετά από λίγο ακούστηκε η φωνή του.
“Ποιος;” είπε ο Αντρέι.
“Σάσα. Πρέπει, πρέπει, πρέπει να μιλήσουμε.”
“Ανέβα. Τρίτος.”
Ο Αντρέι που του άνοιξε έμοιαζε με την πένθιμη εκδοχή του παλιού του εαυτού. Φαινόταν σαν να είχε να κάνει μπάνιο μια βδομάδα. Μαύροι κύκλοι, κόκκινα μάτια. Είχε καπνίσει τόσο πολύ που μύριζε σαν τασάκι.
“Έλα μέσα”, του είπε.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό και παντού υπήρχαν σημάδια Διαγραφής. Στους τοίχους πιο φωτεινά ορθογώνια, εκεί όπου κρέμονταν αφίσες πριν. Κούτες σφραγισμένες και σκορπισμένες στις γωνίες -το σπίτι του δεν είχε πατάρι. Τίποτα σχετικό με το σινεμά, πουθενά.
“Το έκανες κι εσύ;” τον ρώτησε ο Σάσα.
“Πήγα πριν από σένα. Πήγα την Τετάρτη. Πλήρωσα κάτι παραπάνω για να με χώσουν νωρίτερα.”
“Ακολουθείς το σύστημα που είπες;”
“Προσπάθησα, αλλά δεν άντεξα.”
~~
Ο Αντρέι είχε ετοιμάσει τις ταινίες του για να τις δει χρονολογικά. Όμως το σύστημα του είχε ένα λάθος. Οι πρώτες ταινίες ήταν μικρές. Κι ενώ ήταν σπουδαίες για την εποχή τους, δεν μπορούσαν να εντυπωσιάσουν έναν άνθρωπο του 21ου αιώνα, ακόμα κι αν δεν είχε ξαναδεί κινηματογράφο. Δεν μπορούσαν να του “κάψουν” το μυαλό, όπως έπαθε ο Σάσα. Ήταν σαν να ξεκινούσε απ’ την ανακάλυψη του τροχού για να φτάσει κάποια στιγμή, σταδιακά, στο αυτοκίνητο. Ο Σάσα είχε ξεκινήσει οδηγώντας Λαμποργκίνι.
Ο Αντρέι δεν μπορούσε να αρκεστεί σε μια ταινία την ημέρα. Ήταν γοητευμένος, αλλά χρειαζόταν μεγαλύτερη δόση. Έτσι έβλεπε σινεμά όλη μέρα και κοιμόταν στον καναπέ. Όταν του χτύπησε το κουδούνι ο Σάσα είχε μόλις δει τη Γέννηση ενός Έθνους, του Γκρίφιθ, ταινία του 1915.
“Είναι σπουδαίο”, είπε στον Σάσα. “Τόσο υπέροχο. Κι αυτό το παράξενο που κάνουν;”
“Ποιο;”
“Που δεν μιλάνε. Μάλλον το κάνουν για να διαχωρίσουν την τέχνη απ’ το θέατρο.”
“Στις ταινίες που είδα εγώ μιλούσαν.”
“Όχι σε ταμπέλες; Κανονικά;”
“Κανονικά. Πιο κανονικά απ’ το θέατρο.”
“Χρώμα έχουν; Αυτές που είδα εγώ είναι όλες ασπρόμαυρες, σαν φωτογραφίες του Κουντέλκα.”
“Οι δικές μου είχαν, αλλά όχι ρεαλιστικό, με φίλτρα.”
Έκατσαν να κοιτιούνται σαν νήπια που προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο, αλλά οι λέξεις που είχαν μάθει δεν τους έφταναν.
“Είναι μαγικό”, είπε ο Αντρέι.
“Όχι, δεν είναι μαγικό. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι θεϊκό.”
“Ανυπομονώ να φτάσω στην εποχή σου.”
Γύρισε σπίτι, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήθελε τη δόση του. Για να μη βγει από το πρόγραμμα έβαλε και ξαναείδε το 2001.
~~
Το επόμενο βράδυ ήταν πιο τυχερός -και άτυχος. Έτυχε η Φωλιά του Κούκου και είχε διαβάσει το μυθιστόρημα του Κεν Κέισι. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε κρατήσει μόνο τη βασική ιδέα απ’ τη νουβέλα του Φίλιπ Ντικ. Ο Μίλος Φόρμαν είχε μεταφέρει το μυθιστόρημα του Κέισι με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Ο Σάσα ήξερε τους ήρωες της ταινίας, ήξερε ότι ο Αρχηγός δεν ήταν κωφάλαλος, ήξερε ότι ο ΜακΜέρφυ θα έμενε φυτό μετά τη λοβοτομή.
Σ’ αυτή την ταινία δεν υπήρχαν σουρεαλιστικές σκηνές ή εξωπραγματικά σκηνικά. Αν εξαιρέσεις τις λίγες εξωτερικές σκηνές θα μπορούσε κάλλιστα να είναι θεατρικό έργο.
Όμως πάλι υπήρχε κάτι άλλο, που διαφοροποιούσε την κινηματογραφική ταινία απ’ το θεατρικό. Ήταν η σκηνοθεσία και το μοντάζ. Η κάμερα εστίαζε σε πρόσωπα, έβλεπες από ψηλά ή από τα μάτια του πρωταγωνιστή. Ο ρυθμός των πλάνων άλλαζε, ανάλογα με την ένταση της σκηνής. Δεν μπορούσες να επιλέξεις πού θα κοιτάξεις. Η ταινία σου επέβαλλε τη ματιά της.
Εντυπωσιάστηκε και με τους πρωταγωνιστές. Ο Τζακ Νίκολσον ήταν υπέροχος, αλλά την παράσταση την έκλεβε η Λουίζ Φλέτσερ. Στη σκηνή όπου ο Μακ Μέρφυ πνίγει τη Μεγάλη Νοσοκόμα ο Σάσα είχε σηκωθεί όρθιος και φώναζε: “Καν’το! Καν’το!”
Το συναίσθημα σ’ αυτή την ταινία ήταν πολύ πιο έντονο απ’ τις προηγούμενες. Όταν ο Αρχηγός έσπασε το τζάμι και το ‘σκασε, ο Σάσα δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ήσυχα.
~~{}~~
Ο Σάσα ακολούθησε πιστά το χαοτικό του πρόγραμμα. Έβλεπε μια ταινία κάθε μέρα, για έναν χρόνο. Όταν τέλειωσαν οι ταινίες αισθανόταν ότι είχε ζήσει την καλύτερη περίοδο της ζωής του. Κι ήταν έτοιμος να συνεχίσει με κινηματογράφο, όταν αρρώστησε ο Αντρέι.
Μια ίωση ήταν, αλλά γύρισε σε πνευμονία. Ο Αντρέι ήταν φανατικός καπνιστής απ’ τα δεκαπέντε, βρέθηκε στο νοσοκομείο σε μια πλημμύρα πίσσας.
Ο Σάσα πήγε να τον δει. Μίλησαν λίγο, η γιατρός δεν ήθελε να τον κουράσει.
“Σ’ ευχαριστώ”, του είπε ο Αντρέι.
“Για ποιο πράγμα;”
“Για τη Διαγραφή. Ήταν το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει. Ήταν σαν να έζησα εκατό ζωές σ’ έξι μήνες.”
Έβηξε άσχημα.
“Θα ήθελα να κάνω και το άλλο”, είπε στον Σάσα.
“Ποιο πράγμα;”
“Τα βιβλία. Τη Διαγραφή της λογοτεχνίας. Νομίζω ότι θα είναι πιο βαθύ απ’ το σινεμά.”
“Γιατί;”
Ο Αντρέι το είχε σκεφτεί αρκετά, τις μέρες που ήταν στο νοσοκομείο και πριν. Το σινεμά υπάρχει εκατό χρόνια. Η λογοτεχνία γραπτή, τουλάχιστον 4.000 χρόνια, από τότε που γράφτηκε το Έπος του Γκιλγκαμές. Προφορική, από τότε που οι άνθρωποι ξεκίνησαν να μιλάνε και να λένε ιστορίες γύρω απ’ τη φωτιά.
“Το να ξαναζείς την ιστορία της λογοτεχνίας θα είναι σαν να γίνεσαι πρωτόγονος”, είπε ο Αντρέι.
“Ή τρελός”, είπε ο Σάσα.
“Ναι, κι αυτό…”
Έβηξε πάλι. Χειρότερα από πριν. Η νοσοκόμα μπήκε και είπε στον Σάσα ότι έπρεπε να φύγει.
“Θα είναι πιο δύσκολο”, είπε ο Σάσα στον φίλο του.
“Χρειάζεσαι οδηγό. Πήγαινε στη Κεντρική Βιβλιοθήκη και βρες την Αναστασία. Πες το όνομα μου. Εξήγησε της, θα καταλάβει, κι αυτή ανισόρροπη είναι.”
“Σαν κι εμένα;”
“Σαν κι εμάς.”
“Θα πάμε μαζί”, του είπε ο Σάσα. “Μπορούμε να διαβάζουμε το ίδιο βιβλίο και να…”
“Εγώ δεν πάω πουθενά αλλού”, τον διέκοψε ο Αντρέι. “Αυτός είναι ο τερματικός σταθμός.” Έδειξε τον θάλαμο.
Έβηξε ξανά. Σαν να έφτυνε τα πνευμόνια του. Η νοσοκόμα μπήκε και είπε στον Σάσα ότι ειδοποιεί την ασφάλεια.
“Φεύγω, φεύγω”, έκανε εκείνος και σηκώθηκε. “Θα γίνεις καλά”, είπε στον Αντρέι.
“Αν ήταν ταινία του Φρανκ Κάπρα θα γινόμουν. Αλλά είναι του Κεν Λόουτς.”
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε απ’ τον φίλο του. Την επόμενη φορά που τον είδε ήταν στο φέρετρο. Τον φίλησε και του έβαλε ένα DVD στα χέρια. Ήταν το Μια Υπέροχη Ζωή, του Φρανκ Κάπρα.
Και πήγε να βρει την Αναστασία.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
2.1 Λογοτεχνία
“The child is grown
The dream is gone
I have become comfortably numb”
Pink Floyd
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αμέσως μετά την κηδεία του Αντρέι πήγε να βρει την Αναστασία. Ήθελε να προχωρήσει όσο πιο γρήγορα γινόταν στη Διαγραφή Λογοτεχνίας. Η ζωή του δεν είχε κάποιο άλλο νόημα, πέρα απ’ τις τέχνες που αγαπούσε.
Στην είσοδο της Κεντρική Βιβλιοθήκης ο βαριεστημένος υπάλληλος του είπε ν’ ανέβει στον τρίτο όροφο. Ο Σάσα μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το τρία. Το ασανσέρ δεν κουνήθηκε. Το ξαναπάτησε. Τίποτα. Ο Θυρωρός άνοιξε την πόρτα.
“Είναι χαλασμένο”, του είπε.
“Και γιατί δεν μου το είπατε νωρίτερα;”
“Μ’ αρέσει να το κάνω σαν αστείο.”
Ο τρόπος που μιλούσε δεν έδειχνε καθόλου ν’ απολαμβάνει τη φάρσα του. Ήταν φλεγματικός σαν γέρος Άγγλος.
“Όλοι θέλουν να πάνε επάνω”, συνέχισε ο Θυρωρός. “Πατάνε το κουμπί και νομίζουν ότι θα γίνει. Το πατάνε δεύτερη, τρίτη. Κάποιοι πατάνε άλλο όροφο απ’ αυτόν που θέλουν, ναι, αρκεί να πάνε κάπου. Κάποιοι τους πατάνε όλους. Αλλά το ασανσέρ δεν ξεκινάει.”
“Και το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας ποιο είναι;” ρώτησε ο Σάσα και βγήκε.
“Δεν το καταλαβαίνεις; Μαύρος κύκνος.”
“Μαύρος τι;”
“Κύκνος. Επειδή δεν έχεις δει ποτέ μαύρο κύκνο δεν σημαίνει ότι όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι.”
“Μα όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι.”
“Το ίδιο πίστευες όταν πάτησες το κουμπί. Ο Πόπερ προτιμούσε τα κοράκια. Θα μπορούσε να ‘ναι και μονόκεροι. Κατάλαβες;”
“Όχι.”
Ο Θυρωρός γύρισε στη θέση του. Ο Σάσα αναρωτήθηκε μήπως ήταν κάποιος ανισόρροπος που έκανε τον θυρωρό.
Έφτασε στον τρίτο λαχανιασμένος. Δεν τα πήγαινε καλά με τις σκάλες. Πίστευε ότι θ’ αναγνώριζε την Αναστασία με μια ματιά. Οι βιβλιοθηκονόμοι είναι γυναίκες που φοράνε γυαλιά, μακριές φούστες, πουκάμισο κουμπωμένο στο λαιμό.
Στο γραφείο δεν ήταν κανείς. Κοίταξε στον πρώτο διάδρομο: Ξένη Λογοτεχνία A-C. Εκεί ήταν μια εντυπωσιακή γυναίκα με τρία βιβλία στην αγκαλιά. Ήταν το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι είχε σκεφτεί ο Σάσα.
Μαλλί στην τρίχα, τισέρτ χωρίς σουτιέν, αφαλός με σκουλαρίκι, άσπρο κολάν και γυμνασμένα οπίσθια. Ένας μαύρος κύκνος.
Την πλησίασε και της μίλησε ψιθυριστά, για να μην ενοχλεί:
“Μ’ έστειλε ο Αντρέι.”
“Ορίστε;”
Η φωνή της ήταν στριγκή, αυτό σκέφτηκε ο Σάσα. Μα κι εκείνη δεν σκεφτόταν κάτι καλό, το είδε στο πρόσωπο της.
“Ο Αντρέι. Που πέθανε.”
“Τι έκανε λέει;”
“Είσαι η Αναστασία, έτσι;”
Πριν απαντήσει ακούστηκε μια φωνή πίσω του.
“Μάλλον εμένα ψάχνετε.”
Η Αναστασία δεν ήταν σέξι γυμνάστρια ούτε ανοργασμική θεούσα. Ήταν μια κανονική γυναίκα με τις παραξενιές της. Το πρώτο που πρόσεξε ο Σάσα, σαν έκατσαν στο γραφείο, ήταν τα νύχια της. Τα έτρωγε. Και τα μάτια της είχαν κάτι παράξενο, αλλά δεν μπορούσε να το διευκρινίσει. Επιπλέον ήταν τα φιστίκια.
Είχε ένα σακουλάκι με Αιγίνης. Τα άνοιγε με τα δόντια, αφού δεν είχε νύχια. Έπειτα πετούσε την ψίχα σ’ ένα ποτήρι και κρατούσε τα τσόφλια. Αυτά τα έβαζε σε ομόκεντρους κύκλους πάνω στο γραφείο.
“Κρίμα για τον Αντρέι”, είπε κι άνοιξε ένα ακόμα φιστίκι.
“Τον ήξερες καιρό;”
Απ’ το πανεπιστήμιο. Πολλά χρόνια στην ίδια παρέα, ταίριαζαν τα γούστα τους, κάποια στιγμή προσπάθησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους κι ως ζευγάρι.
“Ήσασταν μαζί;”
“Όλοι έλεγαν ότι ήμασταν τέλειοι. Αλλά…” Άνοιξε ένα ακόμα φιστίκι. “Έχεις ακούσει τον Γκλεν Γκουλντ να παίζει Μπαχ;”
“Θεωρείται ένας απ’ τους κορυφαίους.”
“Ναι, είναι, αλλά τον έχεις ακούσει ζωντανά;”
Δεν θυμόταν. Η Αναστασία έπιασε το κινητό της και βρήκε το κατάλληλο βίντεο. Ο Γκουλντ έπαιζε την δεύτερη Παρτίτα. Και μουρμούριζε.
“Ο Αντρέι το ‘κανε αυτό την ώρα του σεξ”, του είπε.
“Έπαιζε πιάνο;”
Η Αναστασία δεν γέλασε. Είπε ότι είχαν προσπαθήσει να του το κόψουν, είχε προσπαθήσει να το αγνοήσει, δεν γινόταν.
“Και χωρίσατε γι’ αυτό;”
“Ξέρεις καλύτερη αιτία χωρισμού;”
Δεν είχε άδικο. Αφού της είπε κι εκείνος λίγα για τη σχέση του με τον Αντρέι, χωρίς σεξ και Μπαχ, της εξήγησε τι ήθελε να κάνει.
“Να σβήσεις κάθε λογοτεχνική μνήμη; Γίνεται αυτό;”
“Πριν ένα χρόνο έσβησα το σινεμά.”
“Εμένα τι με θες;”
“Να με κατευθύνεις.”
Μετά τη Διαγραφή δεν θα ‘ξερε τι να διαβάσει. Η Αναστασία θα γινόταν οδηγός του.
“Και γιατί να το κάνω;” τον ρώτησε.
Δεν ήθελε να το ακούσει αυτό. Μίλησε με πολλή αγάπη για τον Αντρέι, ίσως περισσότερη απ’ όση ένιωθε, προκειμένου να την πείσει ότι είχε κάποιο χρέος απέναντι του. Δεν είχε πετύχει.
“Θα σε πληρώσω”, της είπε.
“Πόσα;”
“Ένα… χιλιάρικο.”
“Το μήνα;”
“Όχι το μήνα! Το χρόνο. Το πολύ διακόσια το μήνα.”
“Καν’ το μόνος σου.”
Μετά από λίγη ώρα διαπραγματεύσεων και μισό σακουλάκι φιστίκια, κατέληξαν στα τετρακόσια το μήνα. Αποστολή της θα ήταν να του προτείνει ένα βιβλίο μόλις θα τέλειωνε το προηγούμενο.
“Θα έρθω σπίτι σου να δω τη βιβλιοθήκη σου”, του είπε. “Το διδακτορικό μου ήταν ακριβώς αυτό: Εξατομικευμένη βιβλιοθηκονομία.”
Κλείσανε ραντεβού για το ίδιο βράδυ. Πριν φύγει ο Σάσα τη ρώτησε γιατί το έκανε αυτό.
“Ποιο;”
“Αυτό με τα τσόφλια.”
“Τα τσόφλια;”
Η Αναστασία χάλασε με μια κίνηση τους κύκλους.
“Κανταΐφι”, του είπε.
Ήταν το αγαπημένο του γλυκό. Του έφτιαχνε η γιαγιά του η Πολίτισσα, και το ‘κανε έτσι, με σαν-φιστίκ.
Χαιρέτησε και μπήκε στο ασανσέρ, πάτησε το κουμπί και περίμενε. Δεν έγινε τίποτα πάλι, ξασπρισμένος μαύρος κύκνος.
~~
Γύρισε σπίτι ενθουσιασμένος. Η Αναστασία του προκαλούσε κάτι που είχε καιρό να νιώσει. Τον ερέθιζε σεξουαλικά, αλλά όχι μόνο. Ήθελε να κάτσει μαζί της, να μιλήσουν λίγο ακόμα και μετά να… Γέλασε με τον εαυτό του όταν φαντάστηκε ότι θα έκαναν σεξ το βράδυ. Τον είχε εξιτάρει. Μπορεί να έφταιγε το κανταΐφι. Ξεκίνησε να μουρμουράει το τρίτο Βρανδεμβούργειο Κοντσέρτο, σχεδόν ερωτευμένος, μέχρι που άνοιξε την πόρτα.
Τον κατέλαβε τρόμος. Το σπίτι μύριζε -απ’ την πόρτα- σαν τεκές. Κι ακόμα χειρότερα. Σαν τεκές όπου είχαν πεθάνει και δυο μικρά ζώα. Πώς θα υποδεχόταν γυναίκα εκεί μέσα; Πώς θα έμπαινε άνθρωπος εκεί μέσα;
Πήγε πιο βαθιά στο άδυτο της βρόμας. Ήταν το σπίτι ενός ψυχικά διαταραγμένου ανθρώπου. Τασάκια ξέχειλα και πιάτα με ξεραμένο φαΐ στο πάτωμα. Μπουκάλια από κρασί, τζιν, μπύρα. Σε μια ακρούλα είχε και λίγο ξερατό.
Τρόμαξε με τον εαυτό του. Πώς ζούσε εκεί μέσα; Πώς είχε καταντήσει έτσι; Σήκωσε τα μανίκια, έφτιαξε έναν τριπλό εσπρέσο κι έβαλε μπρος. Έπρεπε να καθαρίσει το σπίτι, να το κάνει σαν σπίτι, μέσα σε οκτώ ώρες.
~~
Όταν χτύπησε το κουδούνι τα είχε όλα στην εντέλεια. Είχε προλάβει να κάνει και μπάνιο. Μόνο που δεν μαγείρεψε. Είχε παραγγείλει από το εστιατόριο της γειτονιάς και τα έβαλε σε ταψιά και κατσαρόλες, σαν να τα είχε φτιάξει εκείνος.
Η Αναστασία φορούσε τα ίδια ρούχα με το πρωί και κουβαλούσε ένα ταψάκι κανταΐφι. Ο Σάσα το μύρισε κι ένιωσε σαν τον Προυστ με τη μαντλέν.
Της άρεσε το σπίτι, αν και το βρήκε υπερβολικά τακτοποιημένο.
“Πού να δεις το δικό μου”, του είπε.
Ο Σάσα δεν σχολίασε.
Φαγητό δεν ήθελε, αλλά θα έπινε ένα τζιν τόνικ. Δεν φαινόταν να έχει πάει εκεί για σεξ. Ο Σάσα το σκέφτηκε λίγο παραπάνω καθώς ετοίμαζε το ποτό της και κατάλαβε ότι ήταν τελείως ηλίθιος. Επειδή εκείνος είχε νιώσει κάτι, επειδή είχε δυο χρόνια να κάνει σεξ, νόμιζε ότι θα είχε την ίδια αίσθηση κι εκείνη. Όλοι οι άντρες είναι γουρούνια. Η Αναστασία είχε πάει εκεί για δουλειά, την πλήρωνε.
Την άφησε να φωτογραφήσει τη βιβλιοθήκη, να ψάξει τα βιβλία, να κρατήσει σημειώσεις. Μετά έκατσε απέναντι του, στον καναπέ.
“Είδα ότι δεν έχεις πολλή ποίηση”, του είπε. “Μόνο τα βασικά: Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσο, Έλιοτ.”
“Και Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.”
“Δεν σ’ αρέσει η ποίηση.”
“Προτιμώ να διαβάζω ιστορίες.”
“Μυθοπλασία δηλαδή.”
“Ναι, μ’ αρέσουν τα παραμύθια.”
“Η μητέρα σου; Σου διάβαζε παραμύθια;”
Ο Σάσα ανατρίχιασε. Πόσα χρόνια είχε να σκεφτεί πόσα χρόνια πέρασαν; Η παιδική του ηλικία είχε χαθεί. Δεν σκεφτόταν ποτέ τον εαυτό του ως παιδί. Το πορτρέτο του καλλιτέχνη ξεκινούσε από τότε που ήταν νεαρός άντρας. Το παιδί που ήταν κάποτε δεν υπήρχε πια. Η Αναστασία ήταν η μαντλέν του, όχι το κανταΐφι.
“Μου διάβαζαν κι οι δύο”, είπε ο Σάσα. “Όχι εναλλάξ, μαζί.”
“Πώς γίνεται αυτό;”
Η Αναστασία χαμογέλασε για πρώτη φορά.
“Το διάβαζαν σαν θεατρικό. Ο πατέρας έκανε τον αφηγητή. Η μητέρα έπαιζε τους διαλόγους.”
“Όμορφο.”
“Ναι, ήταν.”
Ένιωσε κάτι ν’ ανεβαίνει μέσα του απ’ τον πυρήνα της Γης. Ήταν ευτυχία. Η ανάμνηση των γονιών του, στο παιδικό δωμάτιο. Στο ταβάνι σύννεφα. Του έπαιζαν τον Μάγο του Οζ. Ο Σάσα γελούσε. Η μητέρα του ήταν τόσο όμορφη, τόσο νέα. Ο πατέρας του δεν είχε καράφλα, κι ήταν χαρούμενος. Τους λάτρευε και τους δυο. Ο πατέρας την είχε φιλήσει. Εκείνη είπε με τη φωνή της Ντόροθι, δεν είσαι στο Κάνσας πια. Γελάσανε. Ο Σάσα ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.
Δάκρυσε. Η Αναστασία το είδε.
“Έχουν πεθάνει;”
“Η μητέρα μου σκοτώθηκε όταν πήγαινα πρώτη γυμνασίου. Ο πιο άθλιος θάνατος, όπως έλεγε κι ο Καμύ.”
“Αυτοκινητιστικό. Ο πατέρας σου ζει;”
“Μάλλον.”
“Πόσο καιρό έχεις να του μιλήσεις;”
“Θες ακόμα ένα τζιν;” είπε και πήρε το ποτήρι της.
Δεν είχε καμιά διάθεση να μιλήσει για τον πατέρα του. Ένιωθε ωραία, γιατί να το χαλάσει; Η Αναστασία έκανε πολύ καίριες ερωτήσεις. Θα έπρεπε να είχε γίνει ψυχολόγος ή ντετέκτιβ.
“Είσαι παράξενος άνθρωπος”, του είπε σαν γύρισε.
“Γι’ αυτό ήμουν φίλος με τον Αντρέι.”
“Κι ο Αντρέι δικός μου. Κατάλαβα.”
Τη ρώτησε αν θα την πείραζε να βάλει μουσική.
“Αρκεί να μη βάλεις Μπαχ.”
“Καθόλου δεν το σκεφτόμουν αυτό.”
Πριν έρθει η Αναστασία είχε ετοιμάσει μια λίστα με μποσανόβες και μουσικές του κόσμου. Δεν αισθανόταν έτσι πια. Έβαλε σόουλ. Της έδωσε το ποτό της.
Ήπιαν άλλα δύο ακούγοντας Αρίθα. Στο πέμπτο σηκώθηκαν να χορέψουν. Ο Σάσα την είδε να κουνιέται και σκέφτηκε ότι μάλλον είχε κάποιον πρόγονο απ’ την Αφρική. Κόλλησε πάνω της.
~~
“Τι ήταν αυτό;” είπε ο Σάσα όταν μπόρεσε να μιλήσει ξανά.
Ήταν ξαπλωμένοι και γυμνοί. Ευτυχώς είχε καθαρίσει και την κρεβατοκάμαρα.
Είχαν χορέψει σόουλ και φανκ στο σαλόνι. Κάποια στιγμή τη φίλησε. Χαμουρεύτηκαν στο χαλί σαν έφηβοι και μετά πήγαν προς την κρεβατοκάμαρα αφήνοντας πίσω ρούχα, σαν έναν πολύ ερωτικό Κοντορεβυθούλη. Έκαναν σεξ γελώντας και πέφτοντας απ’ το κρεβάτι. Κι όπως είχαν ανοικτή την πόρτα τους άκουσε όλο το τετράγωνο να δοξάζουν τον θεό.
“Δεν μουρμουρίζεις”, του είπε. “Δεν ξέρεις πόσο το φοβόμουν.”
“Ότι θα μουρμουρίζω;”
“Ναι, απ’ το πρωί αυτό σκεφτόμουν.”
“Δηλαδή ήρθες έχοντας στο μυαλό σου το σεξ;”
“Όχι ακριβώς, αλλά ναι.”
“Τελικά όλες οι γυναίκες είστε ίδιες.”
Του έδωσε μια σφαλιάρα, λίγο πιο δυνατή απ’ ό,τι υπολόγιζε. Τον φίλησε μετά.
“Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις;” τον ρώτησε μετά.
“Τη διαγραφή; Μπορώ να το αναβάλλω λιγάκι.”
“Όχι, δεν μ’ αρέσει αυτό. Γιατί θα φταίω εγώ.”
“Φταις εσύ.”
“Γιατί;”
“Μ’ έκανες ευτυχισμένο.”
Η Αναστασία ξάπλωσε πάνω του. Έτσι όπως ήταν πρόσωπο με πρόσωπο έμοιαζαν με την Πλατωνική Ιδέα για τον έρωτα.
“Θα είμαι εδώ”, του είπε. “Θα σε βοηθήσω να ξαναζήσεις τη λογοτεχνία.”
“Τζάμπα;”
“Εννοείται όχι. Το δωρεάν κανείς δεν το εκτιμά.”
“Μπορώ να σε πληρώνω σε είδος.”
“Σκεφτόμουν να σε χρεώνω κάτι παραπάνω και για το σεξ.”
Συνέχισαν να μιλάνε και να γελάνε. Μετά να χαϊδεύονται και να γελάνε. Μετά να φιλιούνται, χωρίς να γελάνε. Μετά έγιναν αυτό που είχε πει ο Πλάτωνας.
~~{}~~
Το ανέβαλλε για μια βδομάδα, δύο, τελικά πήγε. Ο υπάλληλος του έκανε τις ίδιες ερωτήσεις ασφαλείας. Μάλλον ήταν εντελώς τυπικές.
“Πώς θα γίνει;” ρώτησε ο Σάσα.
“Τι εννοείτε;”
“Πώς θα διαλέξετε τις σωστές αναμνήσεις; Πώς θα ξεχωρίσετε το Θλιμμένοι Τροπικοί απ’ τη μυθοπλασία;”
“Δεν ξέρω τους Τροπικούς που λέτε, ούτε που χρειάζεται. Δεν το κάνουμε εμείς, δεν διαλέγουμε εμείς. Εσείς διαλέγετε.”
Του εξήγησε ότι ο εγκέφαλος, κάθε εγκέφαλος είναι ένα χαοτικό υπερσύστημα με περισσότερες δυνατές επιλογές μετακίνησης πληροφορίας απ’ όλα τα μόρια που υπάρχουν στο σύμπαν. Οι αναμνήσεις δεν αποθηκεύονται σε συγκεκριμένα ντουλαπάκια με ετικέτες. Είναι κατακερματισμένες σε όλον τον εγκέφαλο, σαν θραύσματα ενός κόκκου άμμου σ’ έναν γαλαξία. Είναι αδύνατον να τις εντοπίσεις, ακόμα και με τον καλύτερο κβαντικό υπολογιστή.
“Αυτό που κάνουμε”, του είπε, “είναι να χρησιμοποιούμε τον εγκέφαλο σου για να διαγράψει αυτό που θέλεις απ’ τον εγκέφαλο σου.”
“Δηλαδή εγώ διαλέγω τι είναι λογοτεχνία;”
“Όχι εσείς, ο εγκέφαλος σας.”
“Εγώ είμαι ο εγκέφαλος μου.”
“Δεν νομίζω”, είπε ο υπάλληλος κι άναψε τον φακό του στο μάτι του Σάσα.
Είχε άλλα τέσσερα ραντεβού εκείνη τη μέρα, δεν υπήρχε χρόνος για φιλοσοφικές συζητήσεις. Τα τρία ήταν εύκολα, Διαγραφή Πρώην Συζύγου, το είχαν σε προσφορά. Το τέταρτο ήταν Διαγραφή Παιδιού. Πολύ δύσκολο, συχνά προέκυπτε αφύπνιση και τρόμος κατά τη διαδικασία.
“Μια τελευταία ερώτηση”, είπε ο Σάσα, λίγο πριν του διακόψουν την εγρήγορση. “Κι αν ο εγκέφαλος μου κάνει λάθος;”
“Μην ανησυχείτε. Ο εγκέφαλος σας είναι πιο έξυπνος από εσάς. Δεν κάνει ποτέ λάθη.”
“Αυτό είναι σχεδόν ύβρις”, είπε ο Σάσα κι αποκοιμήθηκε.
~~
Το ίδιο απόγευμα η Αναστασία πήγε στο σπίτι του Σάσα. Ανησυχούσε για τη Διαγραφή, τι θα έκανε στον αγαπημένο της. Αλλά ήταν αισιόδοξος άνθρωπος, πίστευε ότι αυτό θα τους έφερνε ακόμα πιο κοντά. Για καλό και για κακό είχε αγοράσει καινούρια εσώρουχα. Το σεξ πάντα εξομαλύνει τα προβλήματα.
Άνοιξε με το κλειδί που της είχε δώσει απ’ τη δεύτερη μέρα. Τον φώναξε. Φανταζόταν ότι θα τον βρει στο κρεβάτι, να κοιτάει το ταβάνι.
Ήταν στο γραφείο του.
“Τι κάνεις;” τον ρώτησε.
“Μια χαρά”, είπε αυτός, σαν να ήταν Τρίτη απόγευμα.
Τον πλησίασε.
“Πώς πήγε η Διαγραφή;”
“Όπως πρέπει.”
Η Αναστασία δεν είδε το πρόσωπο του, αλλά είχε ήδη αρχίσει να τρομάζει. Η φωνή του, ο τρόπος που μιλούσε. Κι ούτε είχε γυρίσει να την κοιτάξει. Λες κι ήταν παντρεμένοι τριάντα χρόνια.
“Τι έγινε;” του είπε και τον γύρισε στην περιστρεφόμενη καρέκλα.
Φοβήθηκε ότι θα έβλεπε κάποιον άλλο. Ήταν ο Σάσα, αλλά ήταν κάποιος άλλος.
“Τι να γίνει; Όλα καλά.”
Ρομπότ, αυτό σκέφτηκε η Αναστασία, ρομπότ. Είχαν πάρει τον Σάσα κι είχαν βάλει μια ρέπλικα στη θέση του. Έπιασε το πρόσωπο του. Ήταν ζεστό, κανονικά ζεστό. Κι η ανάσα του μύριζε μήλο, όπως πάντα. Έσκυψε να τον φιλήσει. Τα χείλη του ήταν ίδια, αλλά το φιλί του
ρομπότ
“Τι έπαθες;”
“Δεν έπαθα κάτι.”
ρομπότ
Πετάχτηκε πίσω. Του φώναξε:
“Σάσα, τι συμβαίνει;”
“Δεν συμβαίνει κάτι. Γιατί φωνάζεις;”
ρομπότ
“Έλα”, του είπε και τον σήκωσε απ’ την καρέκλα. Τον τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνος ακολουθούσε πειθήνια. Τον έγδυσε και τον έριξε στο κρεβάτι. Μετά γδύθηκε κι εκείνη. Έμεινε με το σέξι ολόσωμο καλσόν που είχε αγοράσει. Κάτι γυάλισε στα μάτια του. Τον είδε ότι είχε στύση. Έπεσε πάνω του, έκαναν σεξ.
ρομπότ
Ο τρόπος που την έπιανε
ρομπότ
Έτσι όπως την κρατούσε
ρομπότ
έχυσε και γύρισε στο πλάι, χωρίς να της δίνει σημασία πλέον, κι η Αναστασία ένιωσε σαν να ήταν πόρνη.
“Τι έπαθες, Σάσα;”
“Δεν έπαθα τίποτα.”
Η Αναστασία σηκώθηκε και ντύθηκε. Είχε εξοργιστεί. Έπαιζε μαζί της. Ο Σάσα πάτησε κάτω τα πόδια του. Κοίταξε το παντελόνι που ήταν στο πάτωμα. Πήγε να το πιάσει. Σταμάτησε. Κοίταξε το πουκάμισο του, λίγο παραδίπλα. Μετά πάλι το παντελόνι.
“Τι να φορέσω πρώτα;”
Αυτό το είπε δυνατά, παρότι φαινόταν ότι μιλούσε στον εαυτό του. Μετά κοίταξε την Αναστασία και της είπε, χωρίς θλίψη:
“Δεν μπορώ να διαλέξω. Δεν μπορώ να διαλέξω τίποτα. Όταν βγήκα απ’ τη Lacuna σκεφτόμουν τι να πάρω, ταξί ή λεωφορείο. Έκατσα κι έγραψα στο notebook τα υπέρ και τα κατά κάθε επιλογής. Ξεκίνησα να περπατάω ενώ ζύγιζα τα δεδομένα. Έφτασα σπίτι με τα πόδια.”
Η Αναστασία στάθηκε μπρος του.
“Τι έσβησες;”
“Λογοτεχνία. Μυθοπλασία και ποίηση. Τους Θλιμμένους Τροπικούς τους κράτησα. Νομίζω ότι τους κράτησα. Ήθελα να τους κρατήσω. Όχι, δεν τους θυμάμαι. Τι λένε οι Θλιμμένοι Τροπικοί;”
Η Αναστασία υποψιάστηκε τι είχε γίνει. Ήξερε τους Θλιμμένους Τροπικούς. Ήταν ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κλοντ Λεβιστρός, απ’ τα ταξίδια του στον Αμαζόνιο. Το βιβλίο είχε προταθεί για το βραβείο Γκονκούρ, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Γαλλίας, και σίγουρα το άξιζε, αφού ήταν το καλύτερο βιβλίο της δεκαετίας τουλάχιστον, αλλά απορρίφτηκε. Δεν ήταν μυθοπλασία.
“Θυμάσαι την Οδύσσεια;” τον ρώτησε.
“Του Κιούμπρικ;”
“Το βιβλίο.”
“Υπάρχει και βιβλίο;”
Η Αναστασία ένιωσε κάτι Μπεκετικό στην κοιλιά της να φωνάζει: Quelle catastrophe! Τα ομηρικά έπη είναι μέρος του συλλογικού ασυνείδητου της ανθρωπότητας, δεν είναι απλώς μυθοπλασία.
“Θυμάσαι τον κατακλυσμό;”
“Εννοείς πέρυσι; Που πνίγηκαν είκοσι άνθρωποι.”
“Τον κατακλυσμό του Νώε, του Γκιλγκαμές, τον Μεγάλο Κατακλυσμό.”
Δεν χρειαζόταν να της απαντήσει, το είδε. Κι αυτές οι περιπτώσεις μυθοπλασίας είχαν χαθεί.
“Πείνασα”, είπε ο Σάσα και σηκώθηκε. Πήγε προς την κουζίνα, χωρίς να ντυθεί.
Η Αναστασία πετάχτηκε μπροστά του στον διάδρομο.
“Σάσα! Μ’ αγαπάς;”
“Ναι”, απάντησε εκείνος αμέσως.
Την παρέκαμψε και πήγε στο ψυγείο.
Εκείνο το ναι, εκείνη η κατάφαση, ήταν πιο άδεια και ψυχρή απ’ το κενό ανάμεσα στ’ αστέρια.
Την πήραν τα κλάματα. Ντύθηκε. Ήθελε να φύγει γρήγορα, δεν μπορούσε να είναι μαζί του. Άφησε το κλειδί δίπλα στο τηλέφωνο, πήγε να κλείσει. Στο διπλανό διαμέρισμα ζούσε μια οικογένεια. Είχαν κι ένα μικρό κορίτσι που είχε κολλήσει στην πόρτα τους μια τεράστια ζωγραφιά μ’ έναν μονόκερο.
“Πιστεβο στους μονοκερους”, έγραφε με γράμματα νηπιαγωγείου.
Η Αναστασία έτρεξε στην κουζίνα. Ο Σάσα είχε βάλει τυριά κι αλλαντικά στον πάγκο της κουζίνας και τα κοιτούσε αναποφάσιστος.
“Σάσα.”
“Ναι.”
“Θυμάσαι τη μητέρα σου;”
“Ναι.”
“Σου διάβαζε παραμύθια;”
Ο Σάσα έμεινε να σκέφτεται. Μετά είπε:
“Ζαμπόν ή γαλοπούλα; Τι να βάλω;”
~~~~~~~~~~~~~~~~~
2.2 Το πρώτο βιβλίο
“Η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία.”
Ρολάν Μπαρτ
“Στις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας, οι γονείς μας είναι επίσης ευτυχισμένοι.”
Ρόμπερτ Μπρολτ
“Δεν υπάρχουν ίσως ημέρες της παιδικής μας ηλικίας που να τις ζήσαμε τόσο απόλυτα, όσο εκείνες που πιστέψαμε ότι τις αφήσαμε να φύγουν χωρίς να τις ζήσουμε, εκείνες που τις περάσαμε με ένα βιβλίο αγαπημένο.”
Μαρσέλ Προυστ
~~~~~~~~~~~~~~~~
Πήγε τρέχοντας στην κεντρική βιβλιοθήκη. Είχε μια υποψία, αλλά δεν ήταν στον τομέα της. Θα μπορούσε να το γκουγκλάρει, αλλά προτίμησε να ρωτήσει τον άνθρωπο που θυμόταν τα πάντα.
“Κάρολε”, του φώναξε σαν μπήκε, “ερώτηση.”
Ο Θυρωρός έστησε αυτί.
“Κάποιο βιβλίο που γράφει για τι συναίσθημα και τις αποφάσεις.”
“Το Λάθος του Καρτέσιου”, είπε ο savant Θυρωρός, “Νταμάζιο Αντόνιο, 612.82 DAM.”
“Ωραία. Και κάτι ακόμα. Κάπου γράφει ότι διαβάζουν παραμύθια σε τεχνητές νοημοσύνες.”
“Scientific American, η αμερικανική έκδοση, Νοέμβρης του 2016.”
“Ευχαριστώ, Κάρολε”, του είπε κι ανέβηκε τις σκάλες. Εκείνη ήξερε για το ασανσέρ και τους μαύρους κύκνους.
Ο Νταμάζιο έγραφε για περιπτώσεις ανθρώπων που μετά από τραυματισμό ή εγκεφαλικό έχαναν το συναίσθημα. Ανάμεσα στα άλλα προβλήματα που δημιουργούσε ήταν και η αδυναμία λήψης αποφάσεων. Οι άνθρωποι, έγραφε, δεν αποφασίζουν για τίποτα λογικά. Το συναίσθημα είναι αυτό που τους οδηγεί στο τυρί ή στο ζαμπόν, στους δεξιούς ή στους αριστερούς.
“Αυτό είναι το πρόβλημα λοιπόν”, είπε η Αναστασία. “Του έσβησαν και το συναίσθημα. Αλλά γιατί;”
Η Αναστασία δεν ήξερε πώς λειτουργούσε η Διαγραφή. Ο εγκέφαλος του Σάσα είχε πάρει εντολή να σβήσει κάθε ανάμνηση και συνειρμό σχετικά με τη μυθοπλασία.
Η μυθοπλασία για έναν ενήλικο μπορεί να είναι το τελευταίο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ. Όμως για τα παιδιά είναι πολλά παραπάνω. Για εκείνα η μυθοπλασία είναι πραγματικότητα. Ο Άι Βασίλης, οι μονόκεροι, η νεράιδα των δοντιών, η Μπάμπα Γιάγκα, οι πριγκίπισσες της Ντίσνεϋ, το τέρας μέσα στην ντουλάπα.
Τα παιδιά πιστέβουν στουν μονόκερους.
Σβήνοντας τη μυθοπλασία και τα παρελκόμενα ο Σάσα είχε διαγράψει το μεγαλύτερο κομμάτι της παιδικής του ηλικίας πριν τα εννιά, όταν άρχισε να καταλαβαίνει ότι ο Άι Βασίλης δεν υπάρχει. Ήταν σαν ένας Μόγλης που τον είχαν μεγαλώσει μηχανές.
Ποια μπορεί να ήταν η λύση; Η Αναστασία άνοιξε το περιοδικό. Είχε μια έρευνα του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Τζόρτζια. Οι ερευνητές είχαν αναπτύξει ένα λογισμικό, το Σεχραζάτ, που βοηθούσε τις Τεχνητές Νοημοσύνες να γίνουν πιο ανθρώπινες. Πώς; Διαβάζοντας παραμύθια.
Για τα ρομπότ έδειχνε να λειτουργεί. Τι θα πάθαινε ο Σάσα;
“Ό,τι κι αν πάθει θα ‘ναι καλύτερα απ’ αυτό που έχει τώρα”, είπε η Αναστασία και κατέβηκε στον πρώτο όροφο, στην παιδική βιβλιοθήκη.
~~
Πίστευε ότι θα γύριζε σπίτι και θα τον έβρισκε να κοιτάει το ζαμπόν και το τυρί. Τα είχε φάει όλα. Η πείνα υπερκέρασε την αναποφασιστικότητα. Τα βασικά ορμέμφυτα είναι πιο βαθιά απ’ τη λογική και το συναίσθημα. Και τα βακτήρια τρέφονται.
Τον βρήκε να κάθεται μπροστά στην κλειστή τηλεόραση.
“Κάτι μου συμβαίνει”, της είπε, χωρίς ανησυχία ή φόβο στη φωνή του.
“Κάτι έκαναν στο μυαλό σου.”
“Αυτοί δεν κάνουν. Μόνος μου το έκανα.”
Της εξήγησε πώς γινόταν η Διαγραφή.
“Πώς νιώθεις;”
“Είμαι υγιής”, της είπε ο Σάσα.
“Αλλά κατάλαβες ότι κάτι έχεις πάθει.”
“Άνοιξα την τηλεόραση. Οι άνθρωποι είναι γκροτέσκοι.”
“Εσύ δεν είσαι άνθρωπος;”
“Φυσικά και είμαι.”
“Αλλά κάτι ανθρώπινο σου λείπει.”
“Ναι, ακριβώς.”
Η Αναστασία ξεκίνησε να γελάει. Ψεύτικα στην αρχή, μετά το κατάφερε να γελάσει στ’ αλήθεια. Είχε περάσει πολλά χρόνια σε ερασιτεχνική ομάδα θεάτρου. Ο Σάσα την παρακολουθούσε χωρίς καν να χαμογελάει.
“Τι έκανα τώρα;” του είπε όταν σταμάτησε.
“Γελούσες.”
“Γιατί;”
“Δεν ξέρω.”
“Πώς νιώθει όποιος γελάει;”
“Γελαστός, γελασμένος, χαρωπός, χαρούμενος, ευτυχισμένος.”
“Δεύτερη άσκηση”, του είπε.
Το κλάμα το είχε στο τσεπάκι της. Από τότε στην ομάδα είχε βρει το στανισλαφσκικό κόλπο για να κλαίει στο δευτερόλεπτο. Θυμόταν τον Ρόκι, τον πρώτο της σκύλο που τον είχε σκοτώσει ένα αμάξι.
Έκλαιγε με δάκρυα και με λυγμούς. Ακούμπησε το πρόσωπο της στο πρόσωπο του Σάσα. Εκείνος δεν φάνηκε να συγκινείται. Μόνο, σαν σταμάτησε να κλαίει, της έδωσε χαρτομάντιλο.
Η Αναστασία ξεκίνησε να ουρλιάζει: “Δε νιώθεις τίποτα; Τίποτα; Τι είσαι;”
Δεν έκανε ψέματα, είχε εξοργιστεί.
Αλλά ο Σάσα της απάντησε μόνο: “Τρίτη άσκηση, θυμός. Μετά τι έχει; Φόβο;”
Η Αναστασία έκλεισε τα μάτια και ξάπλωσε στον καναπέ. Ναι, ήταν φόβος. Και απόγνωση. Ακούμπησε το κεφάλι της στην τσάντα. Θυμήθηκε το βιβλίο. Μαζί με την απόγνωση πάντα έρχεται κι η ελπίδα.
~~{}~~
Έπρεπε να του διαβάσει παραμύθια για να τον κάνει άνθρωπο ξανά. Αλλά με ποιο θα ξεκινούσε; Σκέφτηκε τον Μικρό Πρίγκηπα του Εξυπερύ, που ήταν το αγαπημένο της βιβλίο. Μετά κατάλαβε ότι δεν ήταν παιδικό.
Ίσως έπρεπε να διαλέξει κάτι πιο κλασικό. Την Κοκκινοσκουφίτσα.
Ή κάτι παραδοσιακό: Τη Ροδιά;
Κάτι του Άντερσον; Πολύ μακάβριο.
Τριβιζά; Dr Seuss; Ροντάρι;
Ήταν πολύ δύσκολο να διαλέξει. Έτσι αποφάσισε να το αφήσει στη Μαρία, στο τμήμα παιδικής λογοτεχνίας.
“Πόσων χρονών είναι το παιδί;” ρώτησε εκείνη.
“Είναι… Υπάρχει κάποιο θέμα. Είναι μεγάλο παιδί, αλλά δεν έχει διαβάσει ποτέ παραμύθια.”
“Χριστέ και Παναγιά μου! Σε υπόγειο το είχανε δεμένο;”
“Όχι. Είναι…”
“Τι είναι;”
“Είναι προσφυγάκι. Απ’ το Αφγανιστάν. Σκληρή ζωή. Οι γονείς του πνίγηκαν.”
“Το κακόμοιρο, να μην έχει διαβάσει παραμύθι. Πόσων χρονών;”
“Γύρω στα εννιά.”
“Αγόρι είπες.”
“Δεν είπα.” Γιατί ν’ ακολουθήσει το κοινωνικό φύλο; “Κοριτσάκι είναι.”
“Ε, ας της δώσουμε κάτι να ταυτιστεί. Έλα.”
Η Μαρία περπατούσε ανάμεσα στα ράφια με τα βιβλία και τ’ άγγιζε με τ’ ακροδάκτυλα της, χωρίς να κοιτάει τίτλους.
“Χωρίς γονείς… Μακριά απ’ το σπίτι… Κάτι την πήρε… Βρίσκεται σ’ έναν τόπο όπου όλα είναι διαφορετικά.”
Σταμάτησε κι έβγαλε ένα βιβλίο. Το έδωσε στην Αναστασία χωρίς να το κοιτάξει.
“Τι είναι;” είπε εκείνη πριν το δει.
“Φρανκ Μπάουμ, αγαπητή μου. Ο Μάγος του Οζ. Δεν είσαι πια στο Αφγανιστάν, Ντόροθυ.”
~~
Ο Σάσα κοιτούσε τη σβηστή τηλεόραση. Η Αναστασία έβγαλε το βιβλίο απ’ την τσάντα, σαν να έβγαζε όπλο. Κάτι που την προβλημάτιζε ήταν αν έπρεπε να το διαβάσει μόνος του ή αν θα ήταν καλύτερο να του το διαβάσει εκείνη.
Ήξερε από αφήγηση παραμυθιών, παρότι δεν είχε παιδιά δικά της. Διάβασε πολλά στα ανίψια της. Ήταν κι ηθοποιός, ερασιτέχνης έστω.
Η λογοτεχνία είναι κάτι που πρέπει να διαβάσεις μόνος σου; Τα ομηρικά έπη διαδίδονταν προφορικά για πεντακόσια χρόνια. Οι γιαγιάδες έλεγαν παραμύθια στα εγγόνια τους. Την πρώτη σου μυθοπλασία την ακούς, πολύ πριν μάθεις να διαβάζεις.
“Θέλω να σου διαβάσω ένα βιβλίο”, του είπε.
“Γιατί;”
“Γιατί έχει αυτό που σου λείπει.”
“Τι μου λείπει;”
“Αυτό που θα σου διαβάσω.”
Τον έβαλε να ξαπλώσει αναπαυτικά στον καναπέ, σαν να έκανε ψυχανάλυση. Τον σκέπασε και με μια βελουτέ κουβέρτα. Δεν έκανε κρύο, αλλά ήθελε να του δώσει την αίσθηση του σπιτικού.
Του διάβασε την πρώτη πρόταση:
“Η Ντόροθυ ζούσε στη μέση της μεγάλης κοιλάδας του Κάνσας, με τον θείο Χένρι και τη θεία Εμ, που ήταν αγρότες.”
Ο Σάσα γύρισε και την κοίταξε.
“Σου θυμίζει κάτι;” τον ρώτησε.
“Ίσως. Όχι.”
Συνέχισε να διαβάζει. Εκείνος άκουγε προσεκτικά, μέχρι που ο ανεμοστρόβιλος σήκωσε στον αέρα το σπίτι -μαζί με την Ντόροθι και τον Τότο.
“Δεν μπορεί να γίνει αυτό”, είπε ο Σάσα και πήγε να σηκωθεί. “Τι βιβλίο μου διαβάζεις;”
“Στην ιστορία έγινε”, του είπε η Αναστασία και τον κράτησε.
“Είναι αδύνατον. Το σπίτι θα διαλυόταν. Δεν γίνεται να το σηκώσει ανέπαφο.”
“Θυμάσαι τη γεωμετρία;” του είπε η Αναστασία. “Έστω δυο παράλληλες γραμμές που τέμνονται.”
“Αυτό είναι λογικό. Εις άτοπον απαγωγή.”
“Ναι, έτσι δες το. Σαν μια υπόθεση.”
“Έστω”, είπε ο Σάσα.
“Ναι, έστω ότι.”
Ο Σάσα έκατσε πίσω ν’ ακούσει τη συνέχεια. Όταν το σπίτι της Ντόροθι έλιωσε τη κακιά μάγισσα, ο Σάσα πετάχτηκε πάνω.
“Μάγισσα; Πότε διαδραματίζεται η ιστορία; Στο Μεσαίωνα; Στο Σάλεμ;”
“Έστω ότι”, του είπε και τον χάιδεψε σαν να τον νανούριζε, “έστω ότι.”
Κατάλαβε ότι θα ήταν πιο δύσκολο απ’ ό,τι περίμενε. Μαζί με τη μυθοπλασία και την παιδική ηλικία είχε πειραχτεί κι η φαντασία. Καθώς προχωρούσε η ιστορία ο Σάσα δυσανασχετούσε όλο και περισσότερο. Η Αναστασία σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερο να είχαν ξεκινήσει με κάτι πιο ρεαλιστικό, Άλκη Ζέη ή Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Τον έβαλε να ξαπλώσει πάλι και ξεκίνησε το επεισόδιο της συνάντησης με το σκιάχτρο. Περίμενε να τον δει να σηκώνεται και να λέει: “Τα σκιάχτρα δεν μιλάνε.” Ψυχρά κι αδιάφορα.
Όμως αντί γι’ αυτό είδε στην άκρη απ’ το στόμα του, εκεί αριστερά, την αστραπιαία εμφάνιση μιας υποψίας χαμόγελου. Μετά γύρισε και τη ρώτησε:
“Έστω ότι;”
“Έστω ότι.”
Συνέχισε να του διαβάζει κι όταν τέλειωνε το επεισόδιο τον άκουσε να μουρμουρίζει κάτι.
“Μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ.”
“Τι λες;”
“Είναι ένα τραγούδι”, της είπε. “We’re off to see the Wizard, τhe wonderful Wizard of Oz.”
Η Αναστασία έσκυψε να τον φιλήσει.
“Διάβασε παρακάτω”, της είπε, “διάβασε.”
Και πλέον δεν την διέκοψε να της πει τα έστω-ότι του, άκουγε με τα μάτια ορθάνοιχτα σαν να έβλεπε τις εικόνες, σαν να ήταν παιδί απ’ το Αφγανιστάν και ν’ άκουγε για πρώτη φορά παραμύθι.
Καθώς του διάβαζε τις τελευταίες σελίδες τον είδε να δακρύζει, αλλά η Αναστασία σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν κι απ’ την κούραση, που κοιτούσε τόση ώρα το ταβάνι.
“Δεν είναι ρεαλιστικό”, είπε ο Σάσα μόλις άκουσε το τέλος.
“Δεν είναι.”
“Αλλά είναι όμορφο.”
“Είναι.”
“Όπως οι πίνακες του Πικάσο ή τα γλυπτά του Μουρ. Ο δημιουργός αποδομεί το αληθινό και ανασυνθέτει με βάση τους προσωπικούς κανόνες.”
Η Αναστασία κατάλαβε ότι δεν θα ήταν το ίδιο εύκολο όσο μ’ έναν παιδί. Ο Σάσα ήξερε πολλά, για τους νόμους της φυσικής και για την ιστορία της τέχνης, τον συμβολισμό, την εικονοκλασία, την αποδόμηση, ήξερε να λέει παράξενες λέξεις που δεν ήξερε τι ακριβώς σήμαιναν, αλλά ακούγονταν αρκετά σοβαρές.
Ο εγκέφαλος του παιδιού είναι ένα πράσινο λιβάδι.
Ο εγκέφαλος του Σάσα ήταν μια βομβαρδισμένη μεγαλούπολη.
~~{}~~
Κοιμήθηκαν χωρίς να κάνουν σεξ. Το βράδυ αργά, σχεδόν ξημερώματα, η Αναστασία ξύπνησε απ’ το όνειρο της ακούγοντας γέλια. Έβλεπε ότι είχε φτάσει στον Μάγο του Οζ για να του ζητήσει μια χάρη, αλλά πριν του πει τίποτα εκείνος είχε αρχίσει να γελάει. Ξύπνησε και κατάλαβε ότι ο Μάγος ήταν όνειρο, αλλά τα γέλια ήταν αληθινά. Ακούμπησε το χέρι στο πλάι. Ο Σάσα έλειπε.
Ακολούθησε τον ήχο του γέλιου. Τον βρήκε στον καναπέ ξαπλωμένο, να διαβάζει το βιβλίο του Μπάουμ. Έμεινε στο κατώφλι να τον κοιτά, σαν μητέρα που βλέπει το μωρό της να κάνει τα πρώτα του βήματα. Την είδε κι εκείνος.
“Είναι υπέροχο”, της είπε. “Το σκιάχτρο είναι τόσο χαζό.” Και δωσ’ του πάλι γέλια.
“Δεν είχες ύπνο;” του είπε κι έκατσε στο προσκεφάλι του.
“Την είδα στο όνειρο μου”, είπε ο Σάσα.
“Την Ντόροθι;”
“Τη μητέρα μου.”
~~
Μπορεί να ήταν σύμπτωση, μπορεί να ήταν εκείνη η κρυφή αρμονία που λέει ο Ηράκλειτος. Το βιβλίο του Μπάουμ ήταν απ’ τ’ αγαπημένα του μικρού Σάσα.
Το είχε ακούσει 34 φορές, το σημείωναν με μια γραμμή στο δοκάρι του κρεβατιού. Είχε δει και την ταινία του ’39, με τη Τζούντι Γκάρλαντ, we’re off to see the Wizard, the wonderful Wizard of Oz. Μέχρι που το είχε παίξει σε παράσταση, στο δημοτικό σχολείο. Είχε κάνει το σκιάχτρο.
Τα είχε διαγράψει μαζί με όλη τη μυθοπλασία κι όσα είχαν σχέση μ’ αυτό στην παιδική του ηλικία. Σίγουρα θα έμεναν εκεί θαμμένα, κάπου εκεί. Γιατί ο εγκέφαλος κρατάει αρχεία απ’ τα πάντα, κωδικοποιημένα κι ανενεργά. Θα έμεναν έτσι αν δεν είχε την Αναστασία. Όταν του διάβασε για πρώτη φορά τον Μάγο του Οζ έπαθε κάτι, αλλά δεν το συνειδητοποίησε.
Έπεσε να κοιμηθεί μ’ εκείνη την παράξενη αίσθηση ότι κάτι έχεις ξεχάσει, τον θερμοσίφωνα ανοιχτό, την πόρτα ξεκλείδωτη, το μαγιό σου στο πλυντήριο, την παιδική σου ηλικία σβησμένη.
Έπεσε να κοιμηθεί κι είδε ένα όνειρο. Το είπε στην Αναστασία έτσι όπως το θυμόταν.
~~
Όλα είναι τεράστια. Η πόρτα, το τραπέζι, η ντουλάπα. Το κρεβάτι είναι μαλακό. Έχω κολλήσει χαλκομανίες στο ξύλο. Κάτι αεροπλανάκια, τη Μάγια τη Μέλισσα, τον Τιραμόλα. Τα έχω βρει στα γαριδάκια.
Κοιτάω το ρολόι με τον Μίκυ Μάους, αλλά δεν καταλαβαίνω τι λέει. Όταν είναι ο μεγάλος δείκτης πού;
Ακούγονται φωνές απ’ την τηλεόραση. Ο μπαμπάς κι η μαμά βλέπουν την ταινία που είναι για μεγάλους κι όχι για παιδιά. Τον Χριστόφορο Κολόμπο.
Όμως δεν είναι ακόμα η ώρα του Κολόμπο. Ο μεγάλος δείκτης είναι… Δεν μου έχει διαβάσει το παραμύθι για να κοιμηθώ. Πώς θα κοιμηθώ; Θέλω να σηκωθώ να τους το πω. Δεν σηκώνομαι. Κατουράω το κρεβάτι μου.
Αυτές οι φωνές δεν είναι του Κολόμπο. Ο μπαμπάς φωνάζει. Λέει ότι θα φύγει, ότι βαρέθηκε. Η μαμά λέει για γκόμενες και για χαρτιά. Δεν είναι Κολόμπο.
Ακούγεται ένα δυνατό. Ο Μπαμπάς λέει κακές λέξεις, πολλές. Λέει εσύ φταις καριόλα. Μετά βήματα. Η πόρτα η έξω ανοίγει και κλείνει. Η Μαμά κλαίει. Δεν είναι Κολόμπο.
Τη φωνάζω. Μαμά, μαμά. Έρχεται και τα μάτια της είναι κόκκινα. Της λέω ότι πρέπει να μου τελειώσει την ιστορία του Μάγου του Οζ. Και τοκ τοκ τοκ χτυπάει τις φτέρνες της και ξυπνάω.
~~
“Πώς νιώθεις;” τον ρώτησε η Αναστασία, αλλά μπορούσε να το δει, είχε αρχίσει να ξαναγίνεται άνθρωπος.
“Μπερδεμένα.”
“Για τη μητέρα σου πώς νιώθεις;”
“Μου λείπει. Νομίζω.”
Ο Σάσα χάιδεψε το βιβλίο. Θυμόταν ακόμα την αίσθηση του ονείρου, όπου εκείνη έσκυβε να τον φιλήσει.
“Για μένα τι νιώθεις;” του είπε η Αναστασία.
Αυτή ήταν η καίρια ερώτηση. Θα μπορούσε να την καθυστερήσει λιγάκι, αλλά δεν άντεχε. Το συναίσθημα του χαμένου χρόνου είχε ξαναβρεθεί, είχε αρχίσει να ξαναβρίσκεται. Το συναίσθημα του παρόντος;
“Δεν θέλω ποτέ να σου κάνω κακό”, της είπε.
“Εντάξει, είναι μια αρχή κι αυτό”, είπε η Αναστασία, αλλά είχε απογοητευτεί με την απάντηση. Θα προτιμούσε λίγη αγάπη, λίγο έρωτα, λίγη τρυφερότητα. Λίγο από κάτι και για εκείνη.
Πήγε να φύγει, να πάει προς το κρεβάτι. Αλλά της ήρθε μια σκέψη σαν κοιτάχτηκε τυχαία στο τζάμι και είδε το πρόσωπο της, μια γυναίκα που την κοίταζε. Κατάλαβε ότι ο Σάσα δεν είχε εκφράσει αγάπη ούτε για τη μητέρα του. Κατανοούσε τα συναισθήματα στους άλλους, αλλά δεν μπορούσε να κατανοήσει και να εκφράσει τα δικά του. Εκτός αν τον πίεζε.
“Για τον πατέρα σου τι νιώθεις;” γύρισε και του είπε.
Το θυμόταν απ’ τη σχολή θεάτρου. Το πιο κατακλυσμικό συναίσθημα είναι ο θυμός. Οι άνθρωποι σκοτώνουν εν βρασμώ ψυχής και μετά δεν θυμούνται τι έκαναν.
“Σκεφτείτε τον Αλ Πατσίνο”, τους έλεγε η δασκάλα τους, που είχε περάσει απ’ το Ακτορ’ς Στούντιο. “Τι θα ήταν ο Πατσίνο χωρίς τις εκρήξεις οργής;”
“Θα προτιμούσα να μην τον σκέφτομαι”, είπε ο Σάσα.
“Γιατί;”
“Άσ’το.”
“Τι είπε στη μητέρα σου εκείνο το βράδυ;”
“Δεν θυμάμαι.”
“Σας παράτησε, έτσι δεν είναι;”
“Όχι τότε. Μετά το έκανε.”
“Αλλά χτυπούσε τη μαμά σου από τότε.”
“Θα προτιμούσα να το αφήσουμε.”
“Τον μισούσες γι’ αυτό.”
“Δεν θέλω να…”
“Την είχε χτυπήσει πολύ άσχημα;”
“Σταμάτα, σε παρακαλώ. Απλώς σταμάτα.”
“Την είχες δει με μαυρισμένο μάτι; Ή μήπως στο…”
Δεν πρόλαβε να πει τη λέξη που ήθελε να πει. Νοσοκομείο. Της ήρθε στο μυαλό ξεκάθαρα, σαν φωτογραφία. Την είχε σακατέψει στο ξύλο. Σπασμένη μύτη, πρόσωπο διαλυμένο, ένα πλευρό είχε τρυπήσει τον πνεύμονα. Δεν θα έλεγε τίποτα αν ήξερε. Αλλά ήταν αργά.
Η φωνή που βγήκε μέσα απ’ τον Σάσα δεν ήταν φωνή ρομπότ, δεν ήταν φωνή ανθρώπου.
Φώναξε μόνο μια λέξη: “Σταμάτα.”
Αλλά την είπε με τέτοια ένταση που ολόκληρος ο πλανήτης σταμάτησε για λίγο.
Το πρόσωπο του ήταν μια μάσκα τρόμου και θυμού. Τα μάτια ορθάνοιχτα, τα ρουθούνια να ρουφάνε, κόκκινος ολόκληρος με φλέβες έτοιμες να σκάσουν. Κι οι γροθιές κλεισμένες γερά για να βαστήξουν όλη τη φρίκη που νιώθει ένα παιδί όταν βλέπει τη μητέρα του διαλυμένη απ’ τον πατέρα του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~{}~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Σάσα έκλαιγε στην αγκαλιά της ως το πρωί, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Εκεί μέσα αποκοιμήθηκε κι εκείνη. Κάποια στιγμή κουνήθηκε γιατί είχε πιαστεί στον καναπέ. Άνοιξε τα μάτια. Ο Σάσα την κοιτούσε.
“Σ’ αγαπώ”, της είπε.
Δεν χρειαζόταν ν’ ακούσει τίποτα άλλο.
~~
Τις επόμενες μέρες συνέχισε να του διαβάζει ιστορίες. Δεν το χρειαζόταν, αλλά του άρεσε. Της διάβαζε κι εκείνος. Πέρασαν έτσι έναν χρόνο. Χωρίς τηλεόραση και ταινίες, χωρίς εξόδους και ταξίδια, μόνο έρωτα και μυθοπλασία.
Ο Σάσα ένιωθε σαν να ‘χε αρχίσει απ’ την αρχή, σαν να ‘χε πατήσει το restart button, ένας καινούριος άνθρωπος. Αλλά ήξερε ότι υπήρχε ένας τελευταίος λεκές, μια τρύπα, ένα αγκάθι, ένα εμπόδιο.
Δεν μπορούσε ν’ αφεθεί και ν’ απολαύσει οριστικά την ευτυχία του, δεν μπορούσε να ελευθερωθεί, όσο ένιωθε μίσος ή έστω τα κατακάθια ενός παλιότερου μίσους.
Έπρεπε να βρει τον πατέρα του.
3.1 Μουσική
Νίτσε
Όλιβερ Σακς
She sewed my new blue jeans
My father was a gamblin’ man
Down in New Orleans”
House of the rising sun
“Δεν θέλω να φύγω απ’ το σπίτι”, είπε ο Σάσα.
Σαν πέθανε η μητέρα του είχε μείνει μόνος. Ο πατέρας του ήταν φυλακή, παππούδες δεν υπήρχαν. Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Όταν πέρασε στη σχολή δεν έμεινε στην εστία. Προτίμησε να νοικιάσει ένα σπίτι. Κι όσο πιο γρήγορα γινόταν πήρε δάνειο κι απέκτησε το δικό του. Δεν έφευγε από κει, παρά μόνο για να πάει στα Καμμένα Βούρλα. Ήταν ένας οικιακός ιδρυματισμός.
“Σπίτι είναι εκεί που βρίσκονται αυτοί που αγαπάς”, του είπε η Αναστασία κι αγκαλιάστηκαν. Θα το έκαναν μαζί.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο για το Πήλιο. Δεν ήξερε πού ήταν ο πατέρας του, δεν ήξερε αν ήταν ζωντανός. Το μόνο που είχε ήταν μια τοποθεσία: Μαλάκι, Βόλος. Του είχε στείλει ένα γράμμα πριν πέντε χρόνια.
“Τι έγραφε;” τον ρώτησε η Αναστασία.
“Δεν το άνοιξα.”
Το είχε πετάξει αμέσως, αλλά εκείνη η διεύθυνση, που την είχε δει για μια στιγμή, είχε καρφωθεί στη μνήμη του. Μαλάκι, Βόλος.
“Τι θα κάνεις μόλις τον δεις;” του είπε η Αναστασία κι άναψε φλας για προσπεράσει ένα φορτηγό.
“Αν τον δω.”
“Έστω ότι.”
“Δεν ξέρω. Παλιά θα τον χτυπούσα ή θα τον έφτυνα.”
“Τώρα;”
“Πραγματικά δεν ξέρω. Είμαι παράλογος;”
“Όλοι είμαστε.”
Στον Βόλο ρώτησαν για το Μαλάκι. Νόμιζαν ότι θα είναι κάποια συνοικία. Ήταν ένα παραθαλάσσιο χωριό στο Πήλιο. Ο Σάσα ζήτησε μια τελευταία αναβολή. Έκλεισαν δωμάτιο κι έμειναν για τσίπουρα.
“Μπορεί και να ‘χει πεθάνει”, του είπε η Αναστασία πριν δαγκώσει ένα πλοκάμι.
“Δεν το εύχομαι. Παράξενο δεν είναι; Τόσα χρόνια παρακαλούσα τον Θεό να τον σκοτώσει βασανιστικά. Μετά τον ξέχασα.”
“Το απώθησες. Τέτοια θέματα δεν ξεχνιούνται.”
“Ναι, δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Τα τηγανιτά κολοκυθάκια είναι η απόδειξη ότι υπάρχει θεός.”
Τσούγκρισαν και ζήτησαν ένα διακοσοπενηντάρι ακόμα.
“Τώρα δεν θέλω να έχει πεθάνει. Παράξενο δεν είναι;”
“Έγινες καλύτερος άνθρωπος.”
Ο Σάσα γέλασε ειρωνικά, αλλά το πίστευε κι εκείνος.
~~
Το Μαλάκι πολύ σωστά είχε υποκοριστικό. Δεν ήταν ακριβώς χωριό, πιο πολύ ένας μικρός αχταρμάς από room-to-rent, μίνι μάρκετ και ταβέρνες. Σταμάτησαν σε μία απ’ αυτές για πληροφορίες και καφέ. Η παραλία ήταν όλο βότσαλα, η θάλασσα διαυγής.
Ρώτησαν για τον Αλεξέι Κάρλοφ. Άγνωστο όνομα. Ρώτησαν πού ήταν ο οικισμός.
“Μόνο ενοικιαζόμενα έχει εδώ”, είπε ο ταβερνιάρης. “Εμείς όλοι μένουμε στα χωριά από πάνω.”
Ο καφές έγινε τσίπουρο πάλι. Τρώγανε και πίνανε χωρίς να μιλάνε. Ο Σάσα είχε απογοητευτεί. Η Αναστασία του πρότεινε ν’ ανέβουν στα χωριά να ρωτήσουν. Δεν ήθελε.
“Αν ήταν να συμβεί θα συνέβαινε εύκολα”, είπε.
Προτιμούσε να γυρίσουν σπίτι.
“Κι αυτό εκεί πίσω τι είναι;” ρώτησε η Αναστασία όταν τους έφερε γλυκό κυδώνι που μύριζε αρμπαρόριζα.
Πάνω ακριβώς απ’ τον δρόμο υπήρχε ένα μεγάλο κτίριο που θύμιζε το ξενοδοχείο Θέα του Κιούμπρικ, σε ελληνικές διαστάσεις και παραθαλάσσια διάθεση.
“Το γηροκομείο”, είπε ο ταβερνιάρης.
“Είναι εύκολο”, είπε η Αναστασία.
Δεν είχαν να χάσουν κάτι. Ο Σάσα άλλαξε διάθεση και ζήτησε άλλη μια γύρα τσίπουρα.
~~
Πήγαν με τα πόδια για να ξεμεθύσουν. Στην αυλή είχαν αφημένους τους γέρους που λιάζονταν σαν τις σαύρες, ίδιοι σε ακινησία και ζαρωμένο δέρμα. Μια νοσοκόμα μάλωνε κάποιον: “Το ξέρεις πως αν κοπείς θα πεθάνεις. Το αίμα σου δεν πήζει. Το ξέρεις.”
Έφτασαν στη ρεσεψιόν.
“Μπορούμε να δούμε τον κύριο Κάρλοφ;” είπε ο Σάσα.
“Ποιος είστε;” ρώτησε η υπάλληλος χωρίς να σηκώσει τα μάτια της απ’ το έντυπο που συμπλήρωνε.
“Δηλαδή υπάρχει εδώ Κάρλοφ;” είπε η Αναστασία.
Τους κοίταξε.
“Μόνο συγγενείς πρώτου βαθμού επιτρέπονται για επισκεπτήριο στον Κάρλοφ. Σταμάτα τώρα!”
Αυτό το είχε πει κοιτώντας προς το σαλόνι. Εκεί είχαν ένα όρθιο πιάνο κι ένα παιδάκι χτυπούσε τα πλήκτρα στην τύχη.
“Πήγαινε στη μαμά σου. Γρήγορα!”
Η Αναστασία είχε σφίξει το χέρι του Σάσα.
“Τον βρήκαμε.”
“Μόνο πρώτου βαθμού συγγενείς…” ξεκίνησε να λέει η υπάλληλος.
“Είμαι ο γιος του.”
Τον κοίταξε πάλι.
“Δεν νομίζω.”
Της έδωσε ταυτότητα. Εκείνη την περιεργάστηκε σαν να ήταν πλαστή. Τελικά αποδέχτηκε αυτό που έβλεπε. Αλέξανδρος Κάρλοφ. Όνομα πατρός: Αλεξέι.
“Είναι στο γήπεδο του τένις”, τους είπε. “Πίσω απ’ το κτίριο, στη σκιά. Ακολουθήστε το δρόμο με το κίτρινο χρώμα.”
Μετά βίας κρατήθηκαν να μη γελάσουν μέχρι να βγουν έξω.
“Νόμιζα ότι θα έλεγε ακολουθήστε το δρόμο με τα κίτρινα τουβλάκια”, είπε η Αναστασία.
“We’re off to see the Wizard, the wonderful Wizard of Oz.”
Τα τσίπουρα είχαν κάνει τη δουλειά τους.
~~
Στο γήπεδο του τένις ήταν ένα γέρος σε αμαξίδιο, με πλάτη προς τον κίτρινο δρόμο. Δεν έβλεπαν το πρόσωπο του.
“Είσαι έτοιμος;” του είπε η Αναστασία.
“Όσο ήταν και το σκιάχτρο.”
Πλησίασαν αργά. Ο Σάσα έβηξε. Ο γέρος δεν κουνήθηκε. Είχε μακριά άσπρα μαλλιά.
“Λες να πέθανε τώρα;” ψιθύρισε ο Σάσα. “Θα ήταν μεγάλη γκαντεμιά.”
Η Αναστασία κατάλαβε ότι προσπαθούσε να ελέγξει το άγχος του κάνοντας αστεία. Τον φίλησε στο μάγουλο.
Πήγαν μπροστά του, έτοιμοι να μιλήσουν. Δεν είπαν τίποτα.
“Ορίστε”, έκανε ο γέρος.
“Μας συγχωρείτε”, είπε ο Σάσα και τράβηξε την Αναστασία να φύγουν.
“Είσαι σίγουρος ότι δεν είναι αυτός;” του είπε λίγα μέτρα παρακάτω.
“Είναι… μαύρος.”
“Μη γίνεσαι ρατσιστής.”
Γελάσανε, σταθήκανε, αγκαλιαστήκανε.
“Ευτυχώς που έχω εσένα”, της είπε στο αυτί. “Μαζί σου νιώθω…”
“Πώς;”
Της ψιθύρισε: “Whenever I’m alone with you
You make me feel like I am young again.”
“Cure; Να σου πω την αλήθεια εδώ μέσα, σε σχέση με τον μέσο όρο ηλικίας, είμαστε έφηβοι”, είπε η Αναστασία καθώς πήγαιναν προς την υποδοχή.
“Να κι ένας του δημοτικού”, είπε ο Σάσα κι έδειξε έναν τριαντάρη που περπατούσε το δρόμο με τα κίτρινα τουβλάκια.
“Βάζω στοίχημα πώς είναι νοσοκόμος.”
Κατάλαβαν ότι ο νεαρός πήγαινε σ’ εκείνους.
“Είστε αυτοί που ψάχνουν τον Κάρλοφ;”
“Τον βρήκαμε. Λάθος χρώμα”, είπε ο Σάσα κι έδειξε τον γέρο στο τένις.
“Τι; Δεν είναι αυτός.”
“Δεν είναι; Λογικό.”
“Ποιος είσαι εσύ;” του είπε ο νέος.
“Ο γιος του.”
“Ο Σάσα;”
Η Αναστασία παρατήρησε τα ρούχα του, το πρόσωπο του, τα χέρια του. Δεν ήταν νοσοκόμος.
“Πού το ξέρεις;” του είπε ο Σάσα.
“Εγώ σου έστειλα το γράμμα”, είπε ο νέος. “Ακολουθήστε με.”
Προχώρησε προς το κτίριο πάλι. Φαινόταν λίγο θυμωμένος. Κοντοστάθηκε για να μιλήσει.
“Είμαι ο αδελφός σου.”
~~{}~~
Ο Σάσα ξεμέθυσε την ίδια στιγμή. Ο πατέρας του ζούσε, είχε και αδελφό. Μια ευτυχισμένη μεγάλη οικογένεια. Έκανε μερικά γρήγορα βήματα για να τον φτάσει. Του έμοιαζε, αλλά ήταν νεότερος. Και σίγουρα δεν τον συμπαθούσε.
“Υπάρχει κάποιος σημαντικός λόγος που ήρθες τώρα;” είπε ο αδελφός. “Παντρεύεσαι ή κάτι τέτοιο;” Έδειξε την Αναστασία.
Το ζευγάρι κοιτάχτηκε. Δεν είχαν μιλήσει για κάτι τέτοιο.
“Ναι”, είπε ο Σάσα, “παντρευόμαστε. Θες να παντρευτούμε;” τη ρώτησε.
“Αυτή είναι η χειρότερη πρόταση γάμου που έχει γίνει”, είπε η Αναστασία. “Στο χειρότερο μέρος.”
Ο αδελφός δεν ήθελε ν’ ακούσει.
“Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία έτσι κι αλλιώς. Ελάτε. Με λένε Νικολάι.”
Τους οδηγούσε στην άλλη αυλή, εκείνη που έβλεπε προς τον ήλιο, εκείνη με τις σαύρες.
Πλησίασαν έναν γέρο σε μια πλαστική καρέκλα. Ο Σάσα υπολόγισε την ηλικία του. Πρέπει να ήταν κοντά στα ογδόντα ή λίγο πριν. Έδειχνε πολύ πιο γέρος. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον πατέρα του. Ούτε μ’ εκείνον τον χαρούμενο που του διάβαζε παραμύθια ούτε με τον άλλον, τον θυμωμένο που έδερνε.
Ήταν ένας γέρος άνθρωπος, ίδιος με όλους τους γέρους τριγύρω. Με κλειστά μάτια και το πρόσωπο προς τον ήλιο, σαν ηλιοτρόπιο.
“Είναι σίγουρα αυτός;” είπε ο Σάσα.
“Λες να μην ξέρω τον πατέρα μου;”
“Τον πατέρα σου ναι. Αλλά είναι και δικός μου;”
“Όλο για σας μιλούσε. Εσένα και τη μητέρα σου, τη Μάσα. Όταν μιλούσε.”
Μαζεύτηκαν γύρω απ’ τον γέρο. Ο Νικολάι πήγε να φέρει τρεις καρέκλες. Ο Σάσα έμεινε να κοιτάει το πρόσωπο του πατέρα του. Εκείνος ο άντρας που ήξερε, εκείνος που χτυπούσε τη μητέρα του, είχε χαθεί.
“Κι ακόμα δεν είδες τίποτα”, του είπε ο Νικολάι που κατάλαβε τι σκεφτόταν. “Καθίστε.”
~~
“Μπαμπά”, είπε ο Νικολάι και του έδωσε ένα ελαφρύ χαστούκι.
Ο γέρος άνοιξε τα μάτια. Ακόμα κι αυτά είχαν αλλάξει χρώμα. Ο Σάσα είχε πάρει τα μάτια του πατέρα του, έτσι έλεγε η Μάσα. Μάτια Πικάσο, μαύρα κάρβουνα. Του Αλεξέι είχαν γίνει στάχτες.
Τους κοίταζε όλους έναν έναν, αδιάφορα, σαν να μην τους έβλεπε. Πιο πολύ στάθηκε στο πρόσωπο της Αναστασίας. Μετά τα ‘κλεισε πάλι.
“Κάτσε μήπως γίνει κάνα θαύμα”, είπε ο Νικολάι. “Μπαμπά, αυτός είναι ο γιος σου, ο Σάσα.”
Σκούντηξε τον Σάσα να μιλήσει. Εκείνος σήκωσε τους ώμους: Τι να πω;
“Μόνο μίλα, άνθρωπε μου, τι να πεις;”
“Γεια σου…” Δυσκολεύτηκε πολύ να το ξεστομίσει. “Πατέρα. Είμαι ο Σάσα, ο γιος της Μάσα.”
Καμιά κίνηση αναγνώρισης.
Ο Νικολάι του έδωσε άλλη μια σφαλιάρα, πιο δυνατή, για ν’ ανοίξει τα μάτια.
“Μπαμπά, ο γιος σου, ο Σάσα. Ήρθε.”
Τον κοιτούσε, αλλά δεν υπήρξε σκηνή αναγνώρισης, δεν σηκώθηκε όρθιος όπως σε αρχαία τραγωδία, ν’ αγκαλιάσει το παιδί του φωνάζοντας: Υιέ μου, Υιέ μου.
Ο Αλεξέι έβλεπε, αλλά ήταν πιο τυφλός απ’ τον Οιδίποδα.
“Τι έχει; Άνοια;” ρώτησε η Αναστασία.
“Αλτσχάιμερ. Τελικό στάδιο.”
Ο Αλεξέι είχε μείνει μια σκιά ανθρώπου, μόνο το κέλυφος, χωρίς μνήμη πλέον. Κι είναι η μνήμη που μας κάνει ανθρώπους, που μας συνδέει με όσα πέρασαν, μας κρατάει στο παρόν, αφήνει ελπίδες για το μέλλον. Ένας άνθρωπος που έχει χάσει τη μνήμη του είναι σαν έναν λαό που έχει ξεχάσει την ιστορία του, τους νεκρούς του, τα λάθη του. Σίγουρα ένας λαός χωρίς μέλλον.
~~
Έκατσαν μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Δεν είχε μιλήσει καθόλου, δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να γυρνάει αργά το πρόσωπο του προς τον ήλιο, ένα ανθρώπινο ηλιοτρόπιο.
“Αυτό έλεγε ότι του έλειψε πιο πολύ στη φυλακή, ο ήλιος.”
“Κι όταν βγήκε τι έκανε;”
“Στα έγραφε στο γράμμα. Ούτε που το διάβασες, ε;”
Ο Σάσα έγνεψε καταφατικά. Ο Νικολάι φάνηκε να θυμώνει, αλλά συγκρατήθηκε.
“Ήταν η τελευταία φορά που μίλησε τόσο πολύ. Ένα λαμπάκι μέσα στο κεφάλι του, αυτό ήταν. Έχανε λέξεις, ξεχνούσε τι έλεγε, έπρεπε να του διαβάζω απ’ την αρχή όσα μου είχε πει για να πάρει μπρος. Κι εσύ ούτε που το διάβασες.”
“Ξέρεις τι είχε κάνει στη μάνα μου; Σε μένα;”
“Τα ξέρω. Γι’ αυτό σου έγραφε. Μόνο αυτό ήθελε πριν χαθεί εκεί μέσα”, είπε κι έδειξε το κεφάλι του πατέρα του. “Μόνο αυτό. Ήθελε να τον συγχωρήσεις εσύ, αφού δεν πρόλαβε τη μητέρα σου. Αυτό έλεγε συνέχεια, να με συγχωρήσει το παιδί μου, λες κι εγώ δεν ήμουν παιδί του.”
Γύρισε προς τον πατέρα του και φώναξε: “Εγώ ποιανού παιδί ήμουν;”
Ο γέρος δεν αντέδρασε, αλλά πήγε η νοσοκόμα με το αναπηρικό αμαξίδιο. Τους είπε ότι έπρεπε να φύγουν. Ζήτησε να βοηθήσουν να βάλει τον Αλεξέι στη θέση του.
Οι τρεις περπάτησαν έξω. Έφτασαν στην ταβέρνα όπου είχαν το αυτοκίνητο.
“Θυμάσαι καθόλου τι έγραφε το γράμμα;” ρώτησε η Αναστασία. “Στο υπαγόρευσε, έτσι δεν είναι;”
“Το ‘χω διαβάσει εκατό φορές. Προχθές το διάβαζα πάλι. Περιμένετε.”
Πήγε να ρωτήσει τον ταβερνιάρη αν είχε εκτυπωτή. Γύρισε μετά από λίγο με πέντε σελίδες κείμενο.
“Εννοείται ότι το αποθήκευσα πριν στο στείλω.”
Η Αναστασία έκατσε στο τιμόνι.
“Θέλω να σε ξαναδώ”, είπε ο Σάσα στον Νικολάι.
Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα.
~~
Έφυγαν απ’ τον περιφερειακό για ν’ αποφύγουν τον Βόλο. Ο Σάσα είχε το γράμμα στη τσέπη. Ήθελε να το διαβάσει όταν θα έφταναν σπίτι. Η Αναστασία τσαντίστηκε.
“Δεν είναι το δώρο του Άι Βασίλη, βγάλε να δούμε τι λέει, έχω σκάσει.”
“Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα”, είπε ο Σάσα, αλλά την άκουσε.
Το διάβασε φωναχτά. Ήταν αρκετά ασυνάρτητο, ο Νικολάι δεν είχε λειτουργήσει ως συγγραφέας, μάλλον ως στενογράφος που γράφει ακριβώς ό,τι ακούει.
Απ’ αυτά που κατάλαβαν έβγαλαν το εξής νόημα: Ο Αλεξέι αποφυλακίστηκε κι έφυγε στο εξωτερικό. Λίγο καιρό στην Ευρώπη, μετά βρέθηκε στις ΗΠΑ. Εκεί έκανε ένα προσκυνηματικό ταξίδι στους χώρους λατρείας της μουσικής. Μέμφις, Φρίσκο, Σικάγο, κατέληξε στην Νέα Ορλεάνη. Εκεί έμεινε καιρό κι έπαιζε πιάνο σε μια τζαζ μπάντα. Γνώρισε και μια κρεολή, έκαναν ένα παιδί.
“Έχω κι άλλο αδελφό”, είπε ο Σάσα. “Ή αδελφή.”
Δεν είχε. Το παιδί πέθανε νήπιο. Ο Αλεξέι δεν το άντεξε, έφυγε. Γύρισε στην Ελλάδα και γνώρισε τη μητέρα του Νικολάι. Ξεκίνησε να παίζει μουσική στα σκυλάδικα, για το μεροκάματο. Ήταν ό,τι χειρότερο είχε κάνει, έτσι έγραφε. Αλλά άντεξε για χάρη του παιδιού του. Είχε κάνει το λάθος μια φορά.
Καθώς μεγάλωνε και γινόταν άνθρωπος, έτσι το έγραφε, καταλάβαινε πόσο άσχημα είχε φερθεί. Και δεν είχε καμιά δικαιολογία. Το γράμμα τέλειωνε κάπως απότομα, σαν να είχε αδειάσει το ντεπόζιτο των λέξεων. Έγραφε:
“Γιε μου, Σάσα, έλα όσο ακόμα μπορώ να…”
Ο Σάσα τέλειωσε την ανάγνωση, έβαλε το γράμμα στην τσέπη κι άνοιξε το ραδιόφωνο.
“Δεν θες να μιλήσουμε γι’ αυτό;” του είπε η Αναστασία.
“Δεν πρόλαβα.”
“Ήρθες.”
“Αυτός δεν το ξέρει.”
~~
Συνέχισαν βουβοί. Η Αναστασία κοιτούσε το δρόμο, ο Σάσα τα βουνά. Το ραδιόφωνο έπαιζε ποπ λαϊκά. Το πάτησε ν’ αλλάξει. Έπιασε Animals και τον Έρικ Μπάρτον να τραγουδάει:
“There is a house in New Orleans”
“Μάλλον από ‘κει πέρασε κι ο πατέρας μου, αnd God I know I’m one”, τραγούδησε ο Σάσα.
“Δεν ήξερα ότι έχεις φωνή”, του είπε η Αναστασία.
“Πατέρα μουσικό είχα. My mother was a tailor…”
“Έπαιζες και κιθάρα;”
“Πού το ξέρεις; My father was a gamblin’ man… ”
“Όλα τα ωραία αγόρια παίζουν κιθάρα.”
“Κοίτα τον δρόμο. And the only time he’s satisfied, is when he’s all drunk. Είχα μια ακουστική. Ακόμα θυμάμαι τ’ ακκόρντα.” Τα έκανε με τα δάκτυλα του αριστερού χεριού, στον αέρα. “Λα μινόρε, ντο, ρε, φα. Oh mother tell your children…”
“Ο πατέρας σου τι έπαιζε;”
“Τα πάντα. Κιθάρα, φυσαρμόνικα, μπάσο. Αλλά το όργανο του ήταν το πιάνο. Όχι κλασικό, τζαζ μπλουζ σόουλ, νέγρικα πράγματα, in sin and misery…”
Όση ώρα μιλούσε τα δάκτυλα του έπιαναν τα ακόρντα. Η Αναστασία κοίταξε το χέρι του και γέλασε.
“Αλήθεια τώρα, θυμάσαι πώς παίζεται; Ή κάνεις σαν τη Φοίβη απ’ τα Φιλαράκια: Γριούλα, σκυλάκι…”
“Η μουσική δεν ξεχνιέται¨, είπε ο Σάσα. “Αν είχα την κιθάρα μου θα στο έπαιζα τώρα. Κι ας έχω είκοσι χρόνια να πιάσω…”
Πάγωμα χρόνου. Δεν τελειώνει τη φράση του. Κοιτάει έξω. Η Αναστασία παραξενευμένη. Ο Έρικ Μπάρτον τραγουδάει τον τελευταίο στίχο. And God I know I’m one. Μια έκρηξη στο μυαλό του Σάσα. Ξεπάγωμα χρόνου.
Ο Σάσα της φώναξε να σταματήσει.
“Τι έγινε;” είπε η Αναστασία τρομαγμένη.
“Κάνε στην άκρη, κάνε στην άκρη.”
Η Αναστασία άναψε αλάρμ και βγήκε δεξιά.
“Βρες την πρώτη αναστροφή και γύρνα.”
“Πού πάμε;”
“Στην Νέα Ορλεάνη, μωρό μου. Η μουσική δεν ξεχνιέται.”
Και γύρισαν προς το Μαλάκι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
3.2 Όταν πάω στον Παράδεισο
“Οι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι, όταν είναι ευτυχισμένοι.”
Αντόν Τσέχωφ
“Το να είσαι ευτυχισμένος εντελώς μόνος είναι παράλογο.”
Ρότζερ Μοντολόνι
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Για να επιστρέψουν πέρασαν μέσα απ’ το Βόλο. Ο Σάσα προσπαθούσε να εξηγήσει το σχέδιο του.
“Θα κάνουμε μια κατάσταση Όλιβερ Σακς”, της είπε.
“Σαν τα Ξυπνήματα; Πού θα βρεις L-Dopa;”
“Όχι αυτή την κατάσταση. Μουσικοφιλία.”
Η Αναστασία είχε διαβάσει το βιβλίο.
“Θυμάσαι το κεφάλαιο με τον πιανίστα;” είπε ο Σάσα και μετά φώναξε: “Σταμάτα εδώ!”
“Τι έγινε πάλι;”
“Θα χρειαστώ κιθάρα.”
Μπήκε τρέχοντας στο μαγαζί που είχε δει. Βγήκε τρέχοντας κρατώντας μια ακουστική.
“Είναι ίδια με την πρώτη μου, γιαμάχα”, είπε και την άφησε πίσω. “Ο Σακς έλεγε για έναν γέρο πιανίστα που είχε Αλτσχάιμερ.”
“Κάτι θυμάμαι.”
“Τελείως χαμένος.”
“Σαν τον πατέρα σου. Περίμενε.”
Η Αναστασία άναψε αλάρμ και σταμάτησε σ’ ένα φαρμακείο. Επέστρεψε γρήγορα.
“Όλα καλά;” της είπε.
“Ναι, γυναικολογικά θέματα”, του είπε και ξεκίνησε.
“Ο σολίστας δεν ξέρει τι του γίνεται”, είπε ο Σάσα.
“Μέχρι που τον βάζουν μπροστά σ’ ένα πιάνο. Μήπως;” Έδειξε έναν φούρνο. Ήταν νηστικοί απ’ το πρωί.
“Σίγουρα”, έκανε ο Σάσα.
Κατέβηκαν μαζί κι αγόρασαν κάθε είδους πίτα που είχαν.
“Μόλις η ορχήστρα ξεκινάει την εισαγωγή του Μότσαρτ”, έκανε ο Σάσα.
“Ο γέρος το παίζει όλο από μνήμης”, είπε η Αναστασία μπουκωμένη με μια γαλατόπιτα.
“Ολόκληρο κοντσέρτο χωρίς να κοιτάει. Η πατσαβουρόπιτα είναι θεϊκή.”
Η Αναστασία δεν μίλησε για λίγο. Δεν σκεφτόταν, ήθελε ν’ απολαύσει το φαΐ της. Κι ήταν έξω απ’ τη βρόμα του εργοστασίου της ΑΓΕΤ όταν έθεσε τις αντιρρήσεις της.
“Μπορεί να παίξει μουσική. Καθόλου απίθανο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα σε αναγνωρίσει.”
Ο Σάσα δεν απάντησε. Προτίμησε να δοκιμάσει την σπανακόπιτα.
~
Βρήκαν ένα δωμάτιο στο Μαλάκι, σχεδόν απέναντι απ’ το γηροκομείο. Ο Σάσα πήρε τον αδελφό του.
“Τι έγινε;” είπε εκείνος.
“Ξέρεις να παίζεις κάποιο όργανο;”
“Βιολί παίζω. Όχι τίποτα σπουδαίο. Αυτοδίδακτος είμαι.”
“Αυτοδίδακτος στο βιολί; Πρέπει να έχεις καλό αυτί.”
“Πατέρα μουσικό έχω.”
“Έχουμε.”
Δεν τον είχε ρωτήσει πώς ήταν η ζωή με τον Αλεξέι νούμερο δύο. Ο πρώτος είχε αποτύχει παταγωδώς σε όλα. Αλλά φαινόταν ότι είχε μάθει απ’ τα λάθη του.
“Αύριο το πρωί έλα στη Θέα με το βιολί σου”, του είπε.
“Από πού παίρνεις;”
“Τριάντα καναρίνια, δωμάτια προς ενοικίαση. Ξέρεις πού είναι. Κι αύριο έχουμε συναυλία, αδελφέ.”
Του εξήγησε το σχέδιο του κι ήταν πολύ χαρούμενος.
~
Βγήκαν στην αυλή. Ακουγόταν ένας γκιόνης να φωνάζει τον χαμένο αδελφό του. Ανοίξανε ένα μπουκάλι κρασί. Η Αναστασία του είπε ότι έπρεπε να πάει να πουδράρει τη μύτη της. Ο Σάσα έμεινε να πίνει. Χωρίς να καταλάβει είχε αρχίσει να φτιάχνει μια λίστα, ποια τραγούδια θα έπαιζαν. Κι ήταν πολλά αυτά που είχε στο μυαλό.
Η Αναστασία γύρισε και στάθηκε μπροστά του.
“Το πήρες απόφαση ή ακόμα;” του είπε.
“Πώς το κατάλαβες;”
“Το κατάλαβα πριν από σένα.”
“Θα μείνω.”
“Όσο καιρό…”
“Ζήσει. Όσο καιρό ζήσει θα μείνω.”
Της έβαλε κρασί στο ποτήρι. Εκείνη είπε ότι δεν είχε όρεξη.
“Δεν είναι συγχώρεση πλέον”, είπε ο Σάσα.
“Τι είναι;”
“Εξιλέωση.”
“Ποιανού;”
“Δική μου.”
Τόσα χρόνια ευχόταν τον θάνατο του πατέρα του. Είχε λόγους να το κάνει, αλλά αυτή η ευχή του είχε βρομίσει την ψυχή. Θα την καθάριζε κάνοντας ‘τον χαρούμενο.
Η Αναστασία σκότωσε στον αέρα ένα εαρινό κουνούπι.
“Το ξέρεις ότι μόνο τα θηλυκά κουνούπια πίνουν αίμα;” του είπε. “Έχει να κάνει με την εγκυμοσύνη. Τ’ αρσενικά δεν ρισκάρουν τη ζωή τους. Τη βγάζουν με χυμούς δέντρων.”
“Αν μπορούσα θα τον έπαιρνα σπίτι”, είπε ο Σάσα.
“Ωραία όλ’ αυτά”, είπε η Αναστασία. “Ξέρεις τι μ’ ενοχλεί; Ο ενικός αριθμός: Θα μείνω. Θα τον έπαιρνα σπίτι. Ούτε καν με ρώτησες αν θέλω να μείνω κι εγώ.”
“Εσύ έχεις τη δουλειά σου.”
“Δικαιολογίες”, είπε η Αναστασία και σηκώθηκε.
Πήγε στο κρεβάτι.
Μετά από λίγο ξάπλωσε δίπλα της.
“Είναι κάτι που ψάχνω, καταλαβαίνεις;”
“Είσαι ηλίθιος, αυτό καταλαβαίνω.”
“Έχει να κάνει με το νόημα…”
“Που είναι ξαπλωμένο δίπλα σου” του είπε η Αναστασία.
Ο Σάσα γύρισε και την κοίταξε. Του φάνηκε σαν να λάμπει.
“Περίμενε”, της είπε.
Πήγε κι έφερε την κιθάρα. Την κούρδισε γρήγορα. Ξεκίνησε να παίζει το Kathy’s Song των Σάιμον και Γκαρφάνκελ.
“I stand alone without beliefs
The only truth I know is you”
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=ylCGvOUL938]
“Το πιστεύεις αυτό;” του είπε η Αναστασία.
“Η μουσική δε λέει ψέματα.”
Αγκαλιάστηκαν σαν να μην είχαν αγκαλιαστεί ποτέ πριν. Μετά η Αναστασία πήρε μια βαθιά ανάσα.
“Να ξέρεις ένα πράγμα μόνο. Δεν πρόκειται να το πούμε Αλεξέι ή Αλεξία.”
Ο Σάσα άργησε να καταλάβει. Του ήρθαν σαν εικόνες από ταινία. Το φαρμακείο-γυναικολογικά, τα θηλυκά κουνούπια, η άρνηση για κρασί. Φίλησε την κοιλιά της Αναστασίας κλαίγοντας.
“Γαμώτο”, είπε εκείνη, “μου τη σπάνε οι άντρες που κλαίνε πιο πολύ από μένα.”
~~{}~~
Το επόμενο πρωινό, την ώρα που ξεκινούσε το επισκεπτήριο, η υπάλληλος στην υποδοχή είδε τον Νικολάι με τη θήκη του βιολιού, τον Σάσα με την κιθάρα του (δεν είχε πάρει θήκη) και την Αναστασία μ’ ένα ντέφι. Έμοιαζαν με συγκρότημα πλανόδιων μουσικών.
Είχε μείνει με το στόμα ανοικτό. O Νικολάι της εξήγησε τι ήθελαν να κάνουν, κι όπως φάνηκε απ’ τα χαμόγελα κάτι παιζόταν μεταξύ τους.
“Αρκεί να μην κάνετε πολύ θόρυβο”, είπε και γέλασε.
Πήρε τηλέφωνο να φέρουν τον Κάρλοφ στο σαλόνι, γιατί τον περίμενε… Κοίταξε τον Νικολάι.
“Η μπάντα του”, είπε εκείνος.
“Τον περιμένει η μπάντα του.”
Όταν τον είδε ο Σάσα απογοητεύτηκε. Ήταν εντελώς ηλιοτρόπιο, καμιά επαφή με το περιβάλλον. Κι εκείνος περίμενε να παίξει πιάνο.
“Όλιβερ Σακς”, του είπε η Αναστασία για να τον ενθαρρύνει.
“Για να δούμε.”
Πήγαν το αμαξίδιο κοντά στο πιάνο.
“Σήκωσε τον εσύ”, είπε ο Νικολάι. “Εφτά χρόνια εγώ το κάνω.”
Ο Σάσα έπιασε τον πατέρα του. Πόσο καιρό είχε να τον ακουμπήσει; Τότε ο πατέρας σήκωνε τον γιο στην αγκαλιά του, για να τον βάλει για ύπνο. Τώρα ο γιος σήκωνε τον πατέρα, για να τον ξυπνήσει απ’ τον διαρκή ύπνο.
“Είναι ελαφρύς”, είπε ο Σάσα, χωρίς να πει αυτό που πραγματικά σκέφτηκε: “Άδειος.”
Τον έβαλε να κάτσει μπροστά στο πιάνο. Ύστερα ακούμπησε τα χέρια του πατέρα του στα πλήκτρα. Ακούστηκε ένα παράφωνο ακόρντο, όπως κάτι που θα έπαιζε ο Στραβίνσκι.
“Τι θα παίξουμε;” είπε ο Νικολάι.
“Τι του άρεσε;”
“Σίγουρα ήταν της αμερικάνικης σχολής. Τελευταία, όσο είχε ακόμα μυαλό, άκουγε πολύ φολκ.”
“Ντίλαν;”
“Και Ντίλαν. Αλλά προτιμούσε τον Τζον Πράιν.”
“Μπράβο ο γέρος. Είχε γούστο.”
“Έπαιζαν μαζί λίγα χρόνια, στο Τένεσι.”
“Α, οκέι. Τον ήξερε δηλαδή.”
“Έπαιζαν μαζί.”
Ο Νικολάι του έβαλε στο κινητό ν’ ακούσει το Hello In There.
“Εύκολο”, είπε ο Σάσα. “Σολ, λα, ρε, βάζει κι ένα σι μινόρε.”
Ξεκίνησαν να το παίζουν. Πρώτα η κιθάρα κι η φωνή, μετά το βιολί και το ντέφι, περίμεναν για το πιάνο. Ο Σάσα έφτασε στο ρεφραίν.
“You know that old trees just grow stronger
And old rivers grow wilder ev’ry day
Old people just grow lonesome
Waiting for someone to say, “Hello in there, hello”
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=nvtWrvUDQdk]
Αλλά το πιάνο δεν έμπαινε. Κοιτούσε διαρκώς τα χέρια του πατέρα του. Καμία κίνηση. Κοιτούσε το πρόσωπο. Τίποτα, ούτε δάκρυ, ούτε κάποια σύσπαση, τίποτα. Μηδενική αντίδραση.
Το έπαιξε ολόκληρο κοιτώντας αλλού. Ο Τζον Σπάιν έγραφε ωραίους στίχους. Όταν τέλειωσε ο Αλεξέι δεν είχε παίξει ούτε μια νότα.
“Κοίτα!” είπε ο Σάσα. “Το χέρι του είναι πάνω στα πλήκτρα του σολ.”
Δεν τον πίστεψαν.
“Μάλλον χρειαζόμαστε κάτι πιο ζωντανό”, είπε η Αναστασία. “Για να ξυπνήσουμε τους νεκρούς.”
“Σόουλ;”
“Να ‘χει και πιάνο.”
“Πιάνο και σόουλ ένα πράγμα σημαίνει”, είπε ο Σάσα. “Ρέι Τσάρλς.”
“Ποιο κομμάτι;”
“Το Shake a Tail Feather, όπως το παίζουν στο Blues Brothers.”
“Θα χορέψω μ’ αυτό”, είπε η Αναστασία και χτύπησε το ντέφι στο γοφό της.
Και ξεκίνησαν να παίζουν.
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=qdbrIrFxas0]
Ο Σάσα γρήγορα ξεχάστηκε στην απόλαυση της μουσικής. Τραγουδούσε και γελούσε. Η Αναστασία τον σκούντηξε να του δείξει. Ο Αλεξέι κουνούσε το αριστερό χέρι. Όχι σπασμωδικά, είχε πιάσει τον ρυθμό, τα μπάσα. Το κεφάλι του συνέχιζε να είναι ριγμένο στα δεξιά, τα μάτια κλειστά, αλλά κουνιόταν ολόκληρος ακολουθώντας το χέρι. Έμοιαζε λίγο με τον Στήβι Γουόντερ, αλλά χωρίς γυαλιά -και χωρίς συνείδηση.
Ο Σάσα κι ο Νικολάι χάρηκαν. Κι ακόμα δεν είχαν δει τίποτα. Στο δεύτερο κουπλέ ο Αλεξέι έβαλε και το δεξί χέρι. Έπαιζε κανονικά πλέον. Όχι μόνο κανονικά, έπαιζε με την άνεση ενός βετεράνου που έχει περάσει απ’ το Χάρλεμ, το Τενεσί και την Νέα Ορλεάνη.
Ο Νικολάι πλεύρισε τον Σάσα.
“Μετά το ρεφραίν δως του χρόνο για σόλο.”
“Λες;”
Πράγματι, μόλις τέλειωσαν τα λόγια συνέχισαν να κρατάνε τον ρυθμό. Κι ο Αλεξέι, με κλειστά τα μάτια, έκανε το καλύτερο σόλο της ζωής του.
“Δώσε, μπαμπά!” φώναξε ο Νικολάι προσθέτοντας τελειώματα με το βιολί του.
Ο Αλεξέι πατούσε και μερικές νότες εκτός κλίμακας, αλλά τις διόρθωνε επιστρέφοντας με χρωματική στην πεντατονική μπλουζ. Δεν χρειαζόταν να σκέφτεται. Κανείς μουσικός δεν σκέφτεται τις νότες του μία μία, είναι ένα σύνολο.
Το πρόσωπο του συνέχιζε να είναι ανέκφραστο, αν και είχε κοκκινίσει λιγάκι.
“Για να δούμε αν θα το πιάσει αυτό”, είπε ο Σάσα. “Ανέβα ένα ημιτόνιο.”
Ανέβηκαν ένα ημιτόνιο, όπως κάνει ο Ρόμπι Ουίλιαμς στο Mack the Knife, του Κουρτ Βάιλ, κι ο Θάνος Μικρούτσικος στο Μαχαίρι. [youtube https://www.youtube.com/watch?v=J0NrEidH-5g]
Ο γέρος το κατάλαβε αμέσως κι άλλαξε κλίμακα.
“Καταλαβαίνει”, φώναξε ο Σάσα. Δεν γελούσε πλέον, έκλαιγε. Αλλά δεν σταματούσε τη μουσική.
“Άλλο ένα ημιτόνιο πάνω”, φώναξε και το ανέβασε δύο. Ο γέρος δεν άκουσε τη φωνή του, άκουσε τη μουσική, ανέβηκε δυο ημιτόνια.
Και συνέχισαν να παίζουν. Ο Σάσα ένιωθε σαν τον Ιησού που μόλις ζωντάνεψε τον Λάζαρο. Αν του έδινε κι ένα σημάδι ότι ξέρει τι συμβαίνει θα ήταν ευτυχισμένος.
“Πάμε πιο γρήγορα”, είπε κι ανέβασαν τον ρυθμό. Ο γέρος ακολούθησε.
“Κι άλλο”, είπε ο Σάσα.
Το πήγαν πιο γρήγορα.
Μόνο η Αναστασία παρατήρησε ότι οι φλέβες στους κροτάφους του γέρου είχαν πρηστεί. Πλησίασε τον Σάσα και του είπε ότι πρέπει να σταματήσουν.
Αλλά τότε έγινε. Ο Αλεξέι χαμογέλασε.
Δεν ήταν ακούσιος μορφασμός, σύσπαση του προσώπου ή κάτι τέτοιο. Ήταν ένα τεράστιο πλατύ χαμόγελο που άφησε να φανούν τα λίγα δόντια που του είχαν απομείνει. Ήταν ένα χαμόγελο απόλυτης ευτυχίας, λες και μόλις έμπαινε στον Παράδεισο.
“Μη σταματάς”, φώναξε ο Σάσα στον αδελφό του.
Η Αναστασία πήγε να πει κάτι.
“Είναι χαρούμενος. Κοίτα!” της είπε ο Σάσα.
“Είναι εντάξει”, είπε ο Νικολάι.
Και τα δύο αδέλφια μαζί ανέβασαν τον ρυθμό και είπαν:
“Έλα, μπαμπά, δωσ’ τα όλα.”
Ο γέρος τους ακολούθησε γελώντας πια, με ήχο. Δεν άνοιξε τα μάτια του, αλλά γελούσε. Κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανε. Γιατί μετά σταμάτησε να παίζει κι έπεσε με τα μούτρα στα πλήκτρα του πιάνου.
Είχε πεθάνει παίζοντας μουσική. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει εκείνη τη μέρα;
~~}{~~
Πήγαν στο Βόλο ν’ αγοράσουν ρούχα κατάλληλα για κηδεία. Μαύρα. Ο Σάσα φαγώθηκε να βρει ginger ale. Πήρε κι ένα μπουκάλι βότκα. Όταν πήρε απ’ το περίπτερο μεγάλα χαρτάκια, για τρίφυλλα τσιγάρα, η Αναστασία κατάλαβε ότι αλλού το πήγαινε.
“Τι ‘ν’ όλα αυτά;” τον ρώτησε.
“Τα χρειαζόμαστε για το τελευταίο του τραγούδι, για την Έξοδο”, είπε ο Σάσα. “Ακριβώς όπως το ήθελε ο φίλος του, ο Τζον Σπάιν. Μαζί ήπιανε, μαζί καπνίσανε, μαζί έπαιξαν μουσική, μαζί θα πάνε στον Παράδεισο.”
~
Στο νεκροταφείο, λίγο πριν αρχίσει η τελετή, ο Σάσα πλησίασε τον παπά.
“Ο μακαρίτης είχε ζητήσει δυο τρία πράγματα, σαν τελευταία επιθυμία”, του είπε και του έβαλε πενήντα ευρώ στο χέρι.
Άφησε να κατεβάσουν το φέρετρο στον τάφο. Εκεί μέσα ήταν νεκρός ένας άνθρωπος που είχε κάνει πολλά λάθη, μεγάλα λάθη, αλλά είχε ζήσει κι ωραία πράγματα, είχε δώσει και κάμποση αγάπη. Ένας κανονικός άνθρωπος, ξέρεις πώς πάει, ένας άνθρωπος που δεν θα έκανε άλλα λάθη.
Ο Σάσα έσκυψε κι άφησε στον τάφο τη βότκα, τα κουτάκια τζίντζερ έιλ, τα χαρτάκια για τρίφυλλα τσιγάρα και τη γιαμάχα κιθάρα. Δεν χωρούσε να του κατεβάσουν το πιάνο.
Έπειτα στάθηκε πίσω, όσο οι νεκροθάφτες σκέπαζαν τον πατέρα του, νεκρό σαν pecker-head, όπως λέει και το τραγούδι. Κι είπε στη Αναστασία να βάλει στο κινητό της ν’ ακουστεί το τραγούδι του Τζον Πράιν: “When i get to heaven.”
~~
Κι έτσι τέλειωσε αυτή η ιστορία. Έπαιζε ένα αστείο τραγούδι, σ’ ένα νεκροταφείο. Στέκονταν εκεί δυο ετεροθαλείς αδελφοί και μια γυναίκα.
Η γυναίκα είχε στην κοιλιά της μια ζωντανή κουκίδα, που ίσως κάποια μέρα να γινόταν άνθρωπος και να έβλεπε ταινίες, να διάβαζε βιβλία, να ερωτευόταν, να μισούσε, να τραγουδούσε, όλα αυτά που κάνουν οι άνθρωποι όταν ζουν. Κανείς δεν ήξερε τι θα γινόταν.
Αλλά σ’ εκείνη την κηδεία κανείς δεν ήταν δυστυχισμένος. Ούτε καν ο νεκρός.
Όλοι τραγουδούσαν:
“And then I’m gonna get a cocktail
Vodka and Ginger Ale
Yeah, I’m gonna smoke a cigarette
That’s nine miles long
I’m gonna kiss that pretty girl
On the Tilt a Whirl
‘Cause this old man is going to town”
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=l0EiV423j0M]
~~
Σημείωση του Συγγραφέα. Μετά το τέλος της ιστορίας.
Κάτι παράδοξο. Σύμπτωση, συγχρονικότητα, τύχη, δεν με νοιάζει. Μ’ αρέσει, συμβαίνει, οπότε τι σημασία έχει γιατί;
Έψαξα στο youtube το Kathy’s Song των Σάιμον και Γκαρφάνκελ για να το παίζει ο Σάσα στην Αναστασία, και να το βάλω στο κείμενο. Το κομμάτι αυτό είναι ένα απ ‘τ’ αγαπημένα μου κομμάτια -μ’ αρέσει να το παίζω κι εγώ στην κιθάρα.
Το βρήκα και διάβασα το πρώτο σχόλιο που έχει από κάτω:
“Tuii Πριν από 3 μήνες (τροποποιήθηκε)
played this song today at the nursery home I work at.
A lady 94 years old who never talks, began tearing up.”
(Δείτε εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=ylCGvOUL938)
Και τώρα κάποιος θα πει: Είναι σύμπτωση.
Ναι, όλα σύμπτωση είναι. Κι η ζωή μας μια σύμπτωση είναι.
Ας την απολαύσουμε μέχρι να τελειώσει.
Και μετά…
And then I’m gonna get a cocktail
Vodka and Ginger Ale.
ΤΕΛΟΣ
Γελωτοποιός https://www.facebook.com/gelotopoios/