Τέχνη & Πολιτισμός

Ride like the wind

By Γιάννης Δημογιάννης

January 22, 2017

Από τον Γιάννη Δημογιάννη

Παραμονές του χιονιά, Πάτρα, και έπρεπε να κατέβω κέντρο. Με το πρώτο μάτι, ο ουρανός, φορτωμένος, βαρύς. Κατέβηκα σύντομα στο γκαράζ, κοίταξα προς τα πάνω, αλλά τα σύννεφα δεν μου άφηναν περιθώριο, για να χαζέψω με το τρίτροχο ποδήλατό μου. Μπήκα δίχως άλλους ενδοιασμούς, στο αυτοκίνητο, και άρχισα τα πρωινά δρομολόγια, μανιωδώς. Επειδή, μάλιστα, έπρεπε να δώσω και ένα δωράκι σ’ ένα φίλο, διάλεξα να κατέβω προς τη θάλασσα. Μετά από 5′, λοιπόν, έπιασα την παραλιακή, και ύστερα από 1 χιλιόμετρο περίπου, σταμάτησα δεξιά, στο φανάρι.

Κοιτάζω στο παρμπρίζ, και ο ουρανός είναι κάτι λιγότερο, πριν το απόλυτο μαύρο. «Πάλι καλά, που γλιτώσαμε την πνευμονία», μονολόγησα ανακουφισμένος. Ανοίγει το πράσινο, ανεβάζω κι άλλο την ένταση στο ραδιόφωνο, γιατί είχε και κάτι παλιές ροκιές, ρουφάω βαθιά γουλιά ζεστό καπουτσίνο, και παραδίνομαι στη θαλπωρή, τη νωθρότητα της οδήγησης. Για καπάκι, παίζει και το πολυαγαπημένο του Christopher Cross, το “Rιde like the wind”, οπότε αφήνομαι νωχελικά στη νοσταλγία: φοιτητικά πάρτι του ’86, και στο παρόν ένας μεσήλικας, που τραγουδά σαν εγγαστρίμυθος, χορεύοντας πίσω από το τιμόνι του τζιπ. Και τότε – αστραπιαία για τα ανακλαστικά μου – ακούστηκε κάτι σαν σαΐτα, στο αριστερό μου παράθυρο. Κοιτάζω, αλλά, πριν καν προλάβω να καταλάβω τι συνέβη, αυτός ήδη με έχει προσπεράσει, επιταχύνοντας σταθερά… Ντυμένος στην πένα, με τα ισοθερμικά κολάν, το κράνος, και το αγωνιστικό του ποδήλατο. Κυριολεκτικά, “Ride like the wind” – «καβάλα, όπως ο άνεμος», που λέει και το ρεφρέν. Πάνω, όμως, στη σημαδιακή λέξη «άνεμος», σκάει και η δεύτερη κεραμίδα. Τυχαία προσέχω στο πεντάλ του, και ακαριαία μένω άναυδος. Γουρλώνω τα μάτια, ώστε να συνέλθω μετά το αρχικό σοκ, καρφώνομαι ολοκληρωτικά στο θαύμα της εικόνας, και σχεδόν βουρκώνω από τη χαρά μου!!! Ο ποδηλάτης της βροχής είχε μονάχα ένα πόδι – ναι, πολύ καλά ακούσατε – αλλά ποδηλατούσε σαν δαίμονας, με το ένα του πόδι!!! Ήταν, όντως, σαν να συναντήθηκα μ’ ένα πρωινό βέλος, κι ας ήταν το βέλος, ακρωτηριασμένο.

Το συναίσθημα που με πλημμύρισε, ήταν σαν να έβλεπα, επιτέλους, το δίδυμο αδελφό μου. Αυτόν που ονειρευόμουν, και ευχόμουν επίμονα να συναντήσω κάποτε. Να χαρώ, που υπάρχει κι ένας δεύτερος, που οργώνει τους δρόμους, και σπέρνει απορίες στους ανυποψίαστους. Να τον γνωρίσω, και να βολτάρουμε στις γειτονιές, αποστομώνοντας τα αφυδατωμένα πρόσωπα των κουτσομπόληδων… «Κι όμως, γίνονται θαύματα», αυτό ψέλλισα, και γκάζωσα, μήπως χανόταν. Τον πλεύρισα προσεκτικά, και πάτησα τη κόρνα κοφτά, κάνοντας του νόημα, για να σταματήσει στην άκρη. Με πήρε χαμπάρι, φρέναρε δίπλα στο παράθυρο μου, και ακινητοποιήθηκε πλήρως, ακουμπώντας το χέρι του, πάνω στον ουρανό του αυτοκινήτου, όπως συνηθίζεται στο εξωτερικό. Κατέβασα το τζάμι και τον καμάρωσα: Γυαλί μαύρο, κολλητό, α λα Μάτριξ, Αραβικά χαρακτηριστικά, και χείλη σαρκώδη. Ένας καρά-τσαμπουκαλεμένος μάγκας, που έσκαζε από τη φλόγα της ζωής. Κοίταξα, τότε, επίμονα, το ακρωτηριασμένο του πόδι. (Πρόσεξε τι σου περιγράφω!..) Το αριστερό του πόδι ήταν κομμένο σύρριζα – λίγο πιο κάτω από τους γλουτούς, που λέμε. Σαν να υπάρχει άνθρωπος στη φύση, που γεννήθηκε έτσι απλά, μ’ ένα πόδι. Αρχίσαμε αυθόρμητα, κουβέντα, τού είπα τα δικά μου, τού εξήγησα την πατέντα με το χειρήλατο, και τον ρώτησα με τη φυσικότητα που μπορούν να μιλάνε για το λειψό σώμα τους, μόνον ανάπηροι: “Από ατύχημα, τροχαίο;” Και αυτός απάντησε, σαν να εξηγούσε την αιτία της πιο τετριμμένης επέμβασης, της πιο φυσιολογικής λεπτομέρειας του ανθρώπινου σύμπαντος: “Οστεοσάρκωμα”, που υπέθεσα πως θα ήταν κάποιος επιθετικός καρκίνος, που από το 2012, κιόλας, τού είχε ακρωτηριάσει ένα ολόκληρο πόδι, σε ηλικία μόλις 12 χρόνων…

Ήταν το πρωινό μου θαύμα, και λέγεται Νίκος Παπαγγελής. Ένας λαμπρός αθλητής, και ο πιο φευγάτος Έλληνας ποδηλάτης. Ο μόνος που καβάλησε τον άνεμο! Φεύγοντας, και κρατώντας λίγη από την αστρική του αύρα, ήμουν απολύτως βέβαιος: “Μπορεί, φίλε, η φύση να σου στέρησε ένα ολόκληρο πόδι, αλλά η ζωή σού χρωστά πρωτόγνωρες ηδονές». Αυτό τού ευχήθηκα.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 14.1.2017

Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.