Ξανά και ξανά, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ψυχικής υγείας λαμβάνουν αναφορές υποθέσεων κατάχρησης της ψυχιατρικής για πολιτικούς σκοπούς.
Το γεγονός πως οι αναφορές αυτές έρχονται από ένα ευρύ φάσμα χωρών δείχνει πως υπάρχει μια διαρκής ένταση μεταξύ πολιτικής και ψυχιατρικής και πως η ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί η ψυχιατρική ως μέσο για να απομονωθούν αντίπαλοι και να επιλυθούν συγκρούσεις είναι πολύ ελκυστική, όχι μόνο για δικτατορικά καθεστώτα αλλά και σε καλά θεμελιωμένες δημοκρατικές κοινωνίες.
Σύμφωνα με άρθρο θέσης της Παγκόσμιας Πρωτοβουλίας για την Ψυχιατρική:
“Η πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής αφορά την κακόβουλη χρήση της ψυχιατρικής διάγνωσης, αγωγής και περιορισμού για το σκοπό της καταπάτησης των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων συγκεκριμένων ατόμων και ομάδων σε μια συγκεκριμένη κοινωνία”.
Η πρακτική είναι κοινή αλλά όχι αποκλειστική μεταξύ χωρών που κυβερνώνται από απολυταρχικά καθεστώτα. Στα καθεστώτα αυτά οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκείνων που αντιτίθενται πολιτικά στο κράτος συχνά κρύβονται κάτω από το μανδύα της ψυχιατρικής θεραπείας.
Στις δημοκρατικές κοινωνίες πληροφοριοδότες κρυφών παράνομων πρακτικών από μεγάλες εταιρείες έχουν υποστεί την πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής.
Από ιστορική σκοπιά, η χρήση της ψυχιατρικής ως μέσου καταπίεσης ήταν ιδιαίτερα αγαπητή των σοσιαλιστικά προσανατολισμένων καθεστώτων. Μια εξήγηση μπορεί να εντοπιστεί στο γεγονός πως η σοσιαλιστική ιδεολογία είναι εστιασμένη στη καθιέρωση μιας ιδανικής κοινωνίας, όπου όλοι είναι ίσοι και όλοι θα είναι ευτυχισμένοι και ως εκ τούτου, όσοι είναι αντίθετοι πρέπει να είναι τρελοί. Στη πράξη, αυτό το δεύτερο κομμάτι έμοιαζε να έχει τη μεγαλύτερη επίδραση επειδή ακόμη και στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1970, όπου πολλοί δεν ήταν ευτυχισμένοι και η κοινωνία κάθε άλλο παρά ιδανική ήταν, πολλοί ψυχίατροι πίστευαν ακόμη πως όσοι στρέφονταν εναντίον του καθεστώτος πρέπει να ήταν τρελοί.