Η ξενοφοβία μαζί με την ισλαμοφοβία να ταΐζουν το τέρας της ακροδεξιάς
Γιώργος Μουργής
Καθώς η Ευρώπη διανύει παρατεταμένη περίοδο έντονου φόβου μετά το τελευταίο τρομοκρατικό χτύπημα στην καρδιά της, η φτώχεια, η τεράστια ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός γιγαντώνουν ταυτόχρονα τις ανισότητες και τη συλλογική απόγνωση. Αποτέλεσμα αυτών είναι οι πολιτικές λιτότητας ως δήθεν απάντηση στην κρίση χρέους που πλήττει την Ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια, αλλά και η ξενοφοβία μαζί με την ισλαμοφοβία να ταΐζουν το τέρας της ακροδεξιάς, ξερνώντας φασιστική ρητορεία, με προοπτική, μάλιστα, κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Αν δεχτούμε ότι η παγκόσμια επέλαση του πολιτικού νεοφιλελευθερισμού εξέθρεψε την ακροδεξιά λογική, πρέπει να δεχτούμε ότι κατ’ αντιστοιχία ο σύγχρονος φονταμενταλισμός δημιούργησε συνθήκες μετεξέλιξής του σε ισλαμοφασισμό, τη θρησκευτική, δηλαδή, ακροδεξιά.
Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι 120 εκατομμύρια Ευρωπαίοι ζουν στο όριο της φτώχειας ή και κάτω από αυτό, σε συνθήκες ένδειας, ενώ παράλληλα η αύξηση των προσφυγικών ροών, η καλλιέργεια ξενοφοβίας στις χώρες υποδοχής και ο αυξημένος κίνδυνος κοινωνικών αναταραχών και πολιτικής αστάθειας αποτελούν μερικά μόνο από τα κομμάτια που συνθέτουν το παζλ της αβεβαιότητας.
Η σιωπηρή απόγνωση εξαπλώνεται ανάμεσα στους Ευρωπαίους, οδηγώντας στην κατάθλιψη, στην παραίτηση από διεκδικήσεις και στην απώλεια ελπίδας όχι μόνο για το σήμερα αλλά, κυρίως, για το αύριο.
Η πάλαι ποτέ κραταιά μεσαία τάξη παρασύρεται στη δίνη της φτωχοποίησης.
Όλο και περισσότεροι γίνονται φτωχοί και οι φτωχοί ακόμα φτωχότεροι, σε μια αρχινισμένη διαδικασία περαιτέρω ανοίγματος της ψαλίδας μεταξύ των κεφαλαιοκρατών και όλων των άλλων στρωμάτων του λαού.
Ένας φαύλος κύκλος που διαρκώς διευρύνεται με οδυνηρά κοινωνικά αποτελέσματα, πλήττοντας πλέον και τους μουσουλμάνους δεύτερης και τρίτης γενιάς που ζουν σε ολόκληρη την Ευρώπη – και ειδικά, επιλεκτικά αυτούς. Ειδικά οι μουσουλμάνοι στην πλειονότητά τους ζουν αποκλεισμένοι ως φυσικά πρόσωπα, γκετοποιημένοι σε κοινότητες, αποκομμένοι από κάθε πρόσβαση σε επιλογές που θα μπορούσαν να δώσουν διέξοδο στο τραγικό πρόβλημα της φτώχειας τους αλλά και απάντηση στην κρίση ταυτότητας στην οποία βρίσκονται παγιδευμένοι.
Οι Ευρωπαίοι μουσουλμάνοι βιώνουν με τον χειρότερο τρόπο τα εμπόδια στην οποιαδήποτε κοινωνική τους ανέλιξη, όντας αποκλεισμένοι όχι μόνο από την παραγωγική διαδικασία αλλά κυρίως από το δικαίωμα κατάληψης κοινωνικής ή πολιτικής θέσης, δικαίωμα που για τους άλλους Ευρωπαίους θεωρείται, και είναι, αυτονόητο.
Έτσι, η ιδιότητα του μουσουλμάνου λογίζεται «στίγμα», και η απόρριψη του βιογραφικού σου αναμενόμενη αν σε λένε Μοχάμεντ και όχι Μάρτιν ή Γιόχαν, άσχετα αν είσαι αριστούχος της Σορβόννης ή του Κέιμπριτζ.
Πρόκειται, δηλαδή, για κατάργηση βασικού κανόνα κοινωνικοποίησης, που έχει ως αποτέλεσμα καθ’ όλα άξιοι άνθρωποι να μην μπορούν να αυτοπροσδιοριστούν ως Ευρωπαίοι πολίτες, σε μια Ευρώπη που υποκριτικά ευαγγελίζεται δήθεν ίσες ευκαιρίες για όλους τους πολίτες της.
Αν κατ’ αυτόν τον τρόπο επιβάλλεται στον Μοχάμεντ τρίτης γενιάς να μην αισθάνεται ούτε Βέλγος, ούτε Γάλλος, ούτε Βρετανός, ίσως τελικά νομιμοποιείται να αισθάνεται αποδιοπομπαίος τράγος, και άρα μέρος ενός κόσμου που οι άλλοι Ευρωπαίοι, οι βολεμένοι Ευρωπαίοι, εχθρεύονται σαν το κοινό τους «κακό».
Το πρόβλημα δεν λύνεται με δύο μέτρα – δύο σταθμά · γεννάται έτσι
Είναι δεδομένο, πλέον, ότι οι όροι αντιμετώπισης των προσφύγων μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στις Βρυξέλλες, μια πόλη-σύμβολο της ευρωπαϊκής πολιτικής, της ίδιας της Ένωσης, του ΝΑΤΟ και του ευρωπαϊκού κόσμου, αλλάζουν με βαθύτατα αντιδημοκρατικές μεθόδους, την ίδια ώρα που μεθοδικά ενσταλάσσεται σε όλες τις χώρες φόβος για επόμενο πλήγμα. Επέρχεται έτσι ξενοφοβική μετάλλαξη στις κοινωνίες, ισλαμοφοβία, και εκτενέστερος περιορισμός κεκτημένων ελευθεριών και δικαιωμάτων.
Αλλά οι τρομοκράτες του Παρισιού και των Βρυξελλών ήταν Ευρωπαίοι πολίτες που μεγάλωσαν και έζησαν στις γειτονιές αυτών των πόλεων, εν δυνάμει συμπολίτες μας, πολίτες της δικής μας ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Δεν χρειάστηκε πότε κανείς να τους φέρει, εισαγόμενους, από τη Συρία ή το Ισλαμικό Κράτος.
Είναι εγκληματική πολιτική αφέλεια να πιστέψουμε ότι οι βομβαρδισμοί εναντίον στόχων που βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες καταστρέφουν την πηγή του κακού, αφού οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες χρηματοδότησαν ή εξόπλισαν αυτούς που μετέπειτα… θυμήθηκαν να βομβαρδίσουν.
Πρέπει επιτέλους να αντιληφθούμε ότι είτε το χτύπημα γίνεται στις όχθες του Σηκουάνα, είτε στο Σινά, είτε στην Άγκυρα, είτε αύριο ενδεχομένως στη δική μας πόρτα, αποτελεί φαινόμενο που εξέθρεψε ο δικός μας, δυτικός πολιτισμός, με βασική αιτία την έλλειψη βούλησης για πολιτιστική και κοινωνική ενσωμάτωση από γενιά σε γενιά όσων βρέθηκαν στα μέρη κάθε δυτικής γειτονιάς. Η κατ’ ουσίαν απόρριψή τους, ο αποκλεισμός τους, είναι η Λερναία Ύδρα που θα εξακολουθήσει να γεννά νέους θύτες μαζί με νέα θύματα.
Μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και το σύνθημα «είμαστε σε πόλεμο», η ανθρωπότητα μετράει αδιευκρίνιστο αριθμό μουσουλμάνων νεκρών, ανάμεσα σε ενάμιση με δύο εκατομμύρια, σε πεδία ένοπλων συγκρούσεων.
Ας αναλογιστούμε ποσά εκατομμύρια αθώες ψυχές δεν υπήρξαν ποτέ τρομοκράτες, παρά μόνο τεράστιες «παράπλευρες απώλειες» που δεν χωράνε σε κανέναν υγιώς σκεπτόμενο ανθρώπινο νου.
Είτε χριστιανός είτε μουσουλμάνος, ένας -και κοινός- είναι ο εχθρός
Το τραγικό αποτέλεσμα της εξίσωσης που διαχέεται παγκόσμια εξαιτίας των αθώων δυτικών νεκρών, στην ισοπεδωτική λογική του κακού πρόσφυγα-μετανάστη που είναι μουσουλμάνος, άρα κατ’ έπεκταση ισλαμιστής, άρα τρομοκράτης, είναι η άνοδος ακροδεξιάς ρατσιστικής ρητορείας που υλοποιείται σε πολιτική έκφραση από ημιφασιστικά/φασιστικά κόμματα τα οποία θεριεύουν ή, ακόμα χειρότερα, από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που μονομερώς πλέον όχι μόνο δεν αποδέχονται προσφυγικές ροές αλλά θεσμοθετούν συνταγματικά το κλείσιμο των συνόρων τους ή στήνουν νέους φράχτες.
Ως απάντηση στο ενδεχόμενο να ταυτιστούν οι πρόσφυγες που παραμένουν στη χώρα μας ή στην Τουρκία με την ισλαμοφασιστική τρομοκρατία επιβάλλεται η κατάπαυση των εχθροπραξιών στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας και του Ιράκ και η ειρήνευση, αλλά και η ακύρωση της συμφωνίας ανάμεσα σε Ευρωπαϊκή Ένωση και Τουρκία, που καταπάτα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Η πολιτιστική και εργασιακή ενσωμάτωση των προσφύγων μπορεί να είναι μια διαδικασία που χρειάζεται χρόνο, αλλά είναι κάτι που οφείλουμε να πράξουμε σαν αρχική μορφή ένταξης, δημιουργώντας τις πρώτες ανοιχτές κοινότητες σε ολόκληρη την Ευρώπη, με ανοιχτά τα σύνορά μας, προετοιμάζοντας τον κοινωνικό ιστό να τους υποδεχτεί ως θύματα πολέμου και όχι ως φυσικούς, οικονομικούς, πολιτιστικούς ή θρησκευτικούς μας εχθρούς.
Όσο εμφιλοχωρεί ο φόβος εντός μας τόσο θα θεριεύει η στείρα αποξένωση των οικονομικών προσφύγων ή όσων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους τόπους τους εξαιτίας των πόλεμων, με απρόβλεπτες συνέπειες για όλον τον κοινωνικό ιστό.
Ο φασισμός και η τρομοκρατία τσακίζονται όχι αναστέλλοντας ανθρώπινες ελευθερίες ή αυξάνοντας τα μέτρα δήθεν προφύλαξης. Στο όνομα της ασφάλειας των πολιτών η καταπάτηση κάθε θεμελιώδους κοινωνικού και ανθρώπινου δικαιώματος έκφρασης και συλλογικής συμμετοχής έχει φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς. Η κατ’ επίφαση «μέριμνα» ασφαλείας που κλείνει σύνορα, επικαλείται έκτακτη ανάγκη, και στρατιωτικοποιεί πόλεις σε καιρό ειρήνης με τον φόβο κυρίαρχο συναίσθημα, αποτελεί βαθύτατο πλήγμα στην Ευρώπη των δημοκρατικών άξιων.
Ο παγκοσμιοποιημένος ιμπεριαλισμός είναι αυτός που οφείλει μια τεράστια συγγνώμη στα θύματα και στις οικογένειες των τρομοκρατικών επιθέσεων σε ολόκληρο τον κόσμο, και ακριβώς το ίδιο οφείλει και στα αθώα θύματα των σύγχρονων σταυροφοριών του δικού του παγκοσμιοποιημένου μιλιταριστικού κεφαλαίου.
Το μέλλον εξακολουθεί να βρίσκεται στα δικά μας χέρια – ευτυχώς
Εμείς είμαστε υπόλογοι και κουβαλάμε στις πλάτες μας τη διαχείριση της προσφυγικής υποδοχής, και όχι ο πιτσιρικάς που κράτησε το «συγγνώμη Βρυξέλλες» στα χέρια του.
Και πρέπει να βρούμε τον τρόπο να τον κοιτάξουμε στα μάτια αθώα, όπως αθώα ήταν τα δικά του μάτια καθώς τα αποτύπωσε ο φακός, με το μικρό πλακάτ που τον έβαλαν να κρατήσει, στο οποίο ταυτίζεται αυτή η άδολη ύπαρξη με τους διώκτες του, με αυτούς που ανάγκασαν την οικογένειά του να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους χώματα. Ίσως έτσι βρεθεί κάποιο νόημα στις λάσπες της Ειδομένης όπου τον βάλαμε να κοιμάται δίχως όνειρα, έστω για το αύριο.
Ας έχουμε τον νου μας μη μετατρέψουμε εμείς οι ίδιοι το αθώο όνειρο της ελπίδας του για ζωή, σε δικό μας αυριανό θανατικό εφιάλτη. Δεν θα φταίει το παιδί, θα φταίει μια χυδαία κοινωνία με έμβλημα και έκφρασή της τις σηπόμενες γουρουνοκεφαλές.