Ο Λάκης Σάντας με τον Μανώλη Γλέζο κάτω από το βράχο της Ακρόπολης.
Από την Σοφία Σπανού
Ο Λάκης (Απόστολος) Σάντας (1922-2011), γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου στην Πάτρα, όπου τότε υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Το 1934, η οικογένεια Σάντα εγκαθίσταται στην Αθήνα. Τελειώνει το γυμνάσιο το 1940 και αμέσως μετά εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα αποφοιτήσει μετά την απελευθέρωση.
Φίλος με τον Μανώλη Γλέζο από το γυμνάσιο, και οι δύο φοιτητές πλέον, οργίζονταν, όπως και χιλιάδες Αθηναίοι, βλέποντας τη γερμανική σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη. Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει.
Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Τότε αποφάσισαν ότι η σβάστικα από την Ακρόπολη πρέπει να κατέβει το ίδιο κιόλας βράδυ. Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Αφήνουν σκόπιμα τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα στον ιστό της σημαίας, ώστε να μην ενοχοποιηθούν όσοι είχαν πρόσβαση, κατεβάζουν την σημαία και την κρύβουν σε μια κρύπτη, στο πηγάδι που τάιζαν οι αρχαίοι Αθηναίοι τον άνθρωπο – φίδι, τον Εριχθόνιο, όπου και βρίσκεται θαμμένη ακόμα.
Μετά την υποστολή της σβάστικας από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης στις 30 Μαΐου του 1941, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας προσπάθησαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή, μέσα σε ένα σουηδικό πλοίο που είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι του Πειραιά και που θα επέστρεφε στη Χάιφα, όπου βρισκόταν τότε το αρχηγείο των ελληνικών δυνάμεων. Κρύφτηκαν στο καράβι και περίμεναν τρεις μέρες χωρίς τροφή και νερό.
Νηστικοί και παγωμένοι φώναξαν έναν εργάτη να τους δώσει λίγο νερό δίνοντάς του ότι χρήματα είχαν πάνω τους. Αυτός όμως αντί για νερό τους κατέδωσε στους Γερμάνούς. Συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στο Γερμανικό Λιμεναρχείο του Πειραιά και μετά από λίγες ώρες κατέληξαν στις φυλακές Αβέρωφ. Οι Γερμανοί φυσικά δεν ήξεραν ότι είχαν στα χέρια τους αυτούς που κατέβασαν τη σημαία με τη σβάστικα από την Ακρόπολη.
Μετά από ατέλειωτες ώρες ανάκρισης και βασανιστηρίων καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια φυλάκιση ως λαθρεπιβάτες. Παρέμειναν στις φυλακές Αβέρωφ μέχρι τις 22 Απριλίου του 1942.
Άποσπασμα της εφημερίδας «Βραδυνή» αναφέρεται στην υποστολή της ναζιστικής σημαίας στην Ακρόπολη. Η εφημερίδα ελεγχόταν πλήρως από την Γερμανική λογοκρισία.
Το 1942 ο Σάντας εντάσσεται στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ. Το 1943 βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, τη Φθιώτιδα και την Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε. Επικεφαλής αντάρτικου τμήματος στα Δεκεμβριανά, θα συλληφθεί και θα εκτοπιστεί στην Ικαρία και αργότερα στη Μακρόνησο. Θα διαφύγει στην Ιταλία και θα ζητήσει πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου θα ζήσει μέχρι το 1962. Το 1963 επιστρέφει στην Ελλάδα όπου και ζει για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο Λάκης Σάντας υπήρξε πολιτικά ενεργός πολίτης, πάντα στην Αριστερά, αλλά έξω από κόμματα και εξουσίες. Θα διωχθεί από τις μετακατοχικές κυβερνήσεις και αργότερα από τη Χούντα, δεν θα ζητήσει όμως ποτέ τίποτα, σε αντάλλαγμα θα απολαύσει την αγάπη των δικών του ανθρώπων, την ανεκτίμητη φιλία των συντρόφων του και τον σεβασμό του κόσμου.