Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Ρε πες! Δεν ήρθα χτες στον κόσμο. Έχω ακούσει, αιώνες τώρα, λόγια και λόγια, τραγούδια και τραγούδια, ήχους και ήχους. Πες κάτι που θα πάρει το τώρα μου και θα το στείλει με γραμματόσημο συλλεκτικό, δωράκι τρέμουλου στο άπειρο. Πες κάτι που θα με πείσει ότι οι ζωές μου, δυο Ενώχ και εφτά Χαϊλάντερ, δεν ήταν αρκετές να ακούσω τα πάντα, δεν ήταν αρκετές να πεισθώ ότι δεν υπάρχουν άλλες λέξεις να γονατίσουν τα μπλαζέ μου.
«Να είμαι μαζί σου είναι σαν να πίνω νερό. Τόσο απλό. Είναι σαν τη μεγαλύτερη ανάγκη μου, μα ταυτόχρονα σαν και το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο μου. Είναι δροσερό και είναι γάργαρο. Είναι ξεδίψασμα μέσα στη νύχτα και άμυνα απέναντι σε αφυδατωμένους εφιάλτες. Να είμαι μαζί σου είναι βουτιά σε βάθρα στη Σαμοθράκη, ουρλιαχτό ξεπαγιάσματος που ξεκινάει απ’ τους λαγόνες μου και φτάνει στον ουρανίσκο μου. Είναι κελάρυσμα και η ηρεμία που αυτό προκαλεί. Είναι το διάφανο «καλύτερα από οτιδήποτε άλλο». Να είμαι μαζί σου είναι ο ορισμός της ζωής μου».
Όχι, πες! Πες για ετούτον τον Αύγουστο και πώς τα βγάζεις πέρα; Πες μου για τη ζέστη του και τη στέγνια του, πες μου πού είμαι εγώ σε όλα αυτά; Πες μου γιατί κλείνεις τα τηλέφωνα, γιατί πίνεις και μετά μου φωνάζεις, γιατί γελάς και μετά με ψάχνεις; Πες μου για τις αναμονές του και την ταύτισή τους με τις δικές σου. Πες μου και θα καταλάβω. Να μου μιλάς θέλω, δε γίνεται να μαντεύω. Να μου μιλάς και να μου δίνεις εικόνες.
«Ετούτος ο Αύγουστος είναι ζεστός σαν σταγόνα ιδρώτα στα ακροδάχτυλά σου. Ανεμιστήρα ανάβω, πότε ερ κοντίσιον, αλλά δεν έχω ποτέ μια πραγματική δροσιά. Κολλάν τα σεντόνια πάνω μου, τα ρούχα στο δέρμα μου, τα εσώρουχα στα στήθη και στα χείλια μου. Αλλά δεν είσαι εδώ. Δεν είσαι εδώ να ιδρώσουμε παρέα, δεν είσαι εδώ να με γδύσεις, να φέρεις παγάκια για τις κατηφόρες μου, παγωτά για τα «καταπίνω» μου. Δεν είσαι εδώ κι εγώ μόνη μου φοβάμαι. Κρύβω μαχαίρι στο μαξιλάρι και απώλεια στην ψυχή. Αφήνω ανοιχτό το φως στην εξώπορτα και παρακαλάω τον σκύλο να μείνει ξύπνιος μαζί μου.
Δε μου αρέσει ο μήνας δίχως σου. Ο ένας ετούτος του χρόνου. Ο Αύγουστος έχει τη θλίψη κάθε Δευτέρας και το κακό μάτι κάθε πανσελήνου κρεμασμένα στο λαιμό του. Έχει παγίδες στα κυνήγια του και οχιές στα μονοπάτια του. Δε θέλω να κινήσω στη ζωή μου με αφετηρία κάποιον Αύγουστο. Έλα να με πάρεις να περάσουμε τις μέρες του όμορφα τόσο, που να ξεχάσουμε ότι αυτόν διανύουμε. Έλα να με πάρεις να πούμε για ό,τι θα ακολουθήσει. Τα σπίτια χτίζονται Σεπτέμβρη.»
Ναι αλλά θα πεις; Θα πεις για ‘μένα και για ‘σένα; Θα το κάνεις με τη φωτογραφική σου; Θα βγεις στο μπαλκόνι και θα καθαρίσεις το αγιόκλημα λέγοντάς του; Θα πάρεις τη μαμά σου και θα της πεις; Θα γράψεις στο πράσινο τετράδιό σου; Θα διπλώσεις μια σελίδα απ’ το βιβλίο σου που σου θυμίζει τη γραφή μου και θα την διαβάσεις δυνατά σε μια φίλη σου; Θα με περιμένεις ένα μεσημέρι Παρασκευής με το χαμόγελο σε στάση έρωτα και θα μου πεις;
«Τι να πω; Δεν έχω κάτι καινούριο. Είσαι εκείνες οι λέξεις που είχα πει τότε αλλού: «ζήτα μου ό,τι θες, μόνο μην πεις να μην τον βλέπω!» Γι’ αυτό, έλα! Ζήτα μου ό,τι θες, μόνο μη μένεις μακριά και δε σε βλέπω».
Υγ. Ο πίνακας είναι της Μαΐτας Χατζηϊωαννίδου. Ετούτη τη φορά έκανε πόθο ακόμη και τη ζέστη.