“Τίποτα δε χτίζεται πάνω στην πέτρα, όλα πάνω στην άμμο χτίζονται”
Περικοπές ενός απόκρυφου ευαγγελίου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ποτήρι ήταν κλεισμένο σ’ ένα μικρό κουτί. Το κουτί ήταν παραγεμισμένο με πολυστερίνη. Όλα μαζί, ποτήρι, πολυστερίνη και κουτί, ήταν κλεισμένα σε ένα μεγαλύτερο κουτί.
Η Στέλλα κοίταξε τον αποστολέα. Δεν ήξερε καλά ελληνικά, αλλά κατάφερε να διαβάσει το όνομα της γιαγιάς της, καθώς και τον τόπο: Χίος, Ελλάδα.
Χαμογέλασε στους γονείς της και ξεκίνησε ν’ ανοίγει το πακέτο. Προσεκτικά, με κινήσεις χειρουργού. Εκείνοι είχαν αγκαλιαστεί και περίμεναν. Η μητέρα δάγκωνε τα χείλη της.
Ήταν τριών χρονών όταν αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Σουηδία. Ο πατέρας είχε βρει μια καλή δουλειά, στο αντικείμενο του. Στην Ελλάδα δεν είχε πλέον καμία ελπίδα. Είχε μείνει τρία χρόνια άνεργος και βολόδερνε ανάμεσα στην αυτοκτονία και τον αλκοολισμό. Έτσι, όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία, δεν έχασαν λεπτό. Πήραν την κόρη τους, πήραν και τις ελπίδες τους και βρέθηκαν στη Στοκχόλμη.
Η Στέλλα προσαρμόστηκε γρήγορα. Μετά από ένα χρόνο στο βρεφικό σταθμό μιλούσε περισσότερο σουηδικά παρά ελληνικά. Στον τρίτο χρόνο δεν θα υποψιαζόσουν την καταγωγή της. Η μητέρα της χαιρόταν που την έβλεπε χαρούμενη, αλλά κάτι τη γρατζούνιζε μέσα της κάθε φορά που την άκουγε να μιλάει σουηδικά.
Στα έξι της κατάφεραν να έχουν αρκετά χρήματα για να πάνε ένα μήνα διακοπές στην Ελλάδα. Λάτρεψε τον ήλιο, τη θάλασσα, την αμμουδιά. Μέχρι το ηλιοβασίλεμα καθόταν στην παραλία και έφτιαχνε κάστρα. Το βράδυ ρουφούσε τα λόγια της γιαγιάς της.
Όταν της είπαν ότι έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι τους, στη Σουηδία, εκείνη είπε μόνο: “Εδώ είναι το σπίτι μου”.
Οι γονείς της εκείνη την νύχτα δεν κοιμήθηκαν. Κοιτούσαν το ταβάνι.
~~{}~~
Ο Γιάννης ξύπνησε χαρούμενος, χωρίς να ξέρει το γιατί. Ήταν κάτι που είχε δει στον ύπνο του; Μια ιστορία ίσως; Δεν μπορούσε να θυμηθεί.
Βγήκε έξω να ποτίσει, πριν ξεκινήσει για τη Χώρα.
“Μπορεί να είναι ο καιρός”, είπε σαν είδε τον ήλιο.
Ο Χριστόδουλος έπεσε πάνω του, εκλιπαρώντας για παιχνίδι.
“Μετά, μετά”, του είπε ο Γιάννης. “Πάμε πρώτα να δούμε τι κάνουν οι πατάτες μας.”
Καθώς ήταν γονατισμένος στο χώμα για να ξεριζώσει τα ζιζάνια, παρατήρησε κάτι που τον έκανε να πεταχθεί όρθιος.
“Έλα να δεις, έλα”, είπε στο Χριστόδουλο.
Οι ντομάτες του είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν. Ο Γιάννης καμάρωνε και γελούσε μόνος στη Βολισσό.
Ο σκύλος γάβγιζε το δικό του γέλιο.
~~{}~~
Απ’ τη μέρα που γύρισαν στη Στοκχόλμη η Στέλλα σταμάτησε να μιλάει. Την πήγαν σε ψυχολόγους, ζήτησαν τη βοήθεια των δασκάλων, έκαναν ό,τι μπορούσαν. Αλλά εκείνη δεν μιλούσε πια. Κοιτούσε τηλεόραση, έτρωγε, πήγαινε στο σχολείο, αλλά δε μιλούσε. Καμία γλώσσα. Ούτε σουηδικά ούτε ελληνικά.
Ώσπου, ένα απόγευμα, πήγε στη μητέρα της και είπε, σε σπαστά ελληνικά:
“Θέλω… Ένα ποτήρι… Από την Ελλάδα.”
Η μητέρα της την αγκάλιασε και έκλαψε. Μετά από λίγη ώρα τη ρώτησε τι εννοούσε. Η Στέλλα της εξήγησε ότι τα ποτήρια φτιάχνονται από άμμο. Το είχε δει στην τηλεόραση. Γι’ αυτό ήθελε ένα ποτήρι φτιαγμένο από την άμμο της Ελλάδας.
“Γιατί η άμμος θυμάται.”
Όταν γύρισε ο πατέρας χάρηκε κι εκείνος. Σαν άκουσε για το ποτήρι από την Ελλάδα είπε μόνο:
“Ε, δως της ένα ποτήρι και πες της ότι είναι από την Ελλάδα. Πού θα το καταλάβει;”
Η μητέρα συμφώνησε. Είπε στη Στέλλα ότι θα της έφερνε ένα ποτήρι από την Ελλάδα και πήγε στο σούπερ-μάρκετ. Η μικρή πήγε το ποτήρι που της έφερε και το έβαλε στο αυτί της.
“Αυτό δεν είναι από την Ελλάδα”, είπε μετά από λίγο. “Ακούω τεράστια κύματα και τυφώνες. Η θάλασσα στην Ελλάδα δεν είναι τόσο άγρια. Η άμμος θυμάται.”
Ο πατέρας τσαντίστηκε. Η μητέρα ξαναπροσπάθησε. Για πολύ καιρό της έφερνε ποτήρια. Η Στέλλα τ’ άκουγε για λίγη ώρα και μετά τ’ άφηνε στο τραπέζι της κουζίνας.
“Αυτό δεν είναι από την Ελλάδα, η άμμος θυμάται”, έλεγε και σταματούσε να μιλάει.
~~{}~~
Ο Γιάννης οδηγούσε τραγουδώντας. Ο σκύλος, στη θέση του συνοδηγού, είχε βγάλει το κεφάλι από το παράθυρο και απολάμβανε τον αέρα.
Στη Χώρα είχε συνομιλήσει με δύο δασκάλους, στη σύνταξη πια, που είχαν έρθει από την Αθήνα για να τον συναντήσουν. Αυτά που του είπαν, για τα βιβλία του, για τις ιδέες του, του είχαν φανεί σαν να του ανακοίνωσαν ότι κέρδισε το νόμπελ.
Ήταν χαρούμενος, όλα πήγαιναν καλά εκείνη τη μέρα. Υπερβολικά καλά.
“Πρόσεχε, Χριστόδουλε”, είπε στο σκύλο του. “Τα πολλά γέλια θα μας βγουν σε κακό.”
Ο Χριστόδουλος, σαν να κατάλαβε, έβαλε το κεφάλι του μέσα και σοβάρεψε. Τότε ήταν που είδε μπουλντόζες και φορτηγά στην παραλία. ‘Εκοψε ταχύτητα και έστριψε προς τη θάλασσα.
~~{}~~
“Πες στη μάνα σου να στείλει ένα ποτήρι από την Ελλάδα”, είπε ο πατέρας. Είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι πριν πολύ ώρα, αλλά δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Ούτε να αγκαλιαστούν.
“Και τι θα γίνει έτσι;” ξεκίνησε να λέει εκείνη.
“Δεν ξέρω. ΔΕΝ ΞΕΡΩ!” φώναξε ο πατέρας.
Μετά ηρέμησε. Χάιδεψε τη γυναίκα του.
“Ας το δοκιμάσουμε κι αυτό”, της είπε.
Εκείνη σηκώθηκε και πήρε τηλέφωνο. Ένα ποτήρι. Ένα οποιοδήποτε ποτήρι.
~~{}~~
Κατέβηκε στην παραλία. Ο Χριστόδουλος ξοπίσω του. Οι μπουλντόζες είχαν ισοπεδώσει τα πάντα. Τους φώναξε να σταματήσουν. Τον πλησίασε ο εργοδηγός, ένας Αθηναίος, μαζί με το Χιώτη βοηθό του.
“Τι κάνετε;” φώναξε ο Γιάννης.
“Τι θέλετε;” τον ρώτησε ο εργοδηγός.
Ο Χιώτης έσκυψε και του ψιθύρισε στο αυτί: “Είναι ένας τρελαμένος οικολόγος, εδώ, της περιοχής.”
“Αν δεν φύγετε θα καλέσω την αστυνομία”, είπε ο εργοδηγός.
“Τι κάνετε;” ξαναείπε ο Γιάννης.
Ο σκύλος πίσω γάβγιζε την οργή του.
“Είστε σε ιδιωτικό χώρο”, είπε ο εργοδηγός.
“Ιδιωτική είναι η θάλασσα;” φώναξε ο Γιάννης.
“Το παρόν το αγόρασε η Εταιρεία από το ΤΑΙΠΕΔ”, είπε ο εργοδηγός. Και μετά γύρισε στον Χιώτη: “Πάρε την αστυνομία. Τώρα!”
“Δεν μπορεί”, είπε ο Γιάννης. “Δεν τους ανήκει, δεν τους ανήκει η θάλασσα, σε κανέναν δεν ανήκει.”
Ο σκύλος γάβγιζε την απόγνωση του.
~~{}~~
Η γιαγιά της Στέλλας πήρε ένα ποτήρι, το έκλεισε σε ένα κουτί και το έβαλε σε ένα μεγαλύτερο κουτί. Έγραψε πάνω: “Έθραφστο”. Το σταύρωσε και το έδωσε στην υπάλληλο.
~~{}~~
Τον μάζεψαν οι αστυνομικοί. Οι μπουλντόζες συνέχισαν να μαζεύουν άμμο. Πάνω στο πρώτο φορτηγό φάνηκε ένα παιδικό φτυαράκι. Σε κάποιο εργοστάσιο θα έλιωνε μαζί με την άμμο, για να γίνει ποτήρι.
~~{}~~
Η Στέλλα άνοιξε το κουτί από τη Χίο, αυτό με την πολυστερίνη, πήρε το ποτήρι και το ΄βαλε στο αυτί της. Έμεινε για λίγο να το ακούει (η μητέρα δάγκωνε τα χείλη της) και μετά είπε:
“Ακούω τη θάλασσα! Ακούω το Αιγαίο!”
~~{}~~
Πέρασε την νύχτα στο κρατητήριο. Αυτόφωρο, για καταπάτηση ιδιωτικής περιουσίας, για παρεμπόδιση έργων, για διατάραξη κοινής ειρήνης. Και αντίσταση κατά της αρχής. Στα διπλανά κρεβάτια ήταν δυο Σύριοι, που θα μεταφέρονταν την επομένη σε στρατόπεδο.
“Μου λείπει ο ήλιος μας”, είπε ένας από αυτούς στο Γιάννη. “Ο δικός μας ήλιος”.
Μετά έβγαλε ένα πετραδάκι από την τσέπη του.
“Μόνο αυτό μου έμεινε”, είπε κοιτώντας ‘το. “Αυτό είναι η πατρίδα μου.”
Ο Γιάννης κατάφερε να κλείσει τα μάτια του λίγο πριν ξημερώσει.
~~{}~~
Η Στέλλα άκουγε τη θάλασσα μόλις άνοιγε τα μάτια της. Μετά άφηνε το ποτήρι για να πάει στο σχολείο. Στον πάτο έγραφε ΙΚΕΑ, το ήξερε. Αλλά όταν το έβαζε στο αυτί της, σκεφτόταν: “Αυτή είναι η πατρίδα μου”. Και δεν το ξέχασε ποτέ. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν.
~~{}~~
Γύρισε στη Βολισσό και ξεκίνησε να γράφει μια ιστορία: “Το ποτήρι ήταν κλεισμένο μέσα σ’ ένα μικρό κουτί.”
Ο σκύλος γάβγιζε την πίστη του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~