Από τον Νίκο Νικήτογλου
Σήμερα θα σας πω την ιστορία ενός μπόμπιρα από την Συρία που βρίσκεται μαζί με την μητέρα του και τα τέσσερα αδερφάκια του στο Πεδίον του Άρεως.
Μένουν σε μια σκηνή και όταν πέρασα δίπλα τους εκείνος με κοίταξε με τα μικρά μαύρα μάτια του και μου χαμογέλασε.Κοντοστάθηκα και έμεινα να παρατηρώ το παιχνίδι που είχε στήσει μετα αδέρφια του. Η μητέρα του πιο δίπλα μοίραζε μερικά μπισκότα σε «ίσες μερίδες» για το κάθε παιδί. Τους έδωσε από δύο μπισκότα στο καθένα μέσα σε μια χαρτοπετσέτα. Εκείνα διέκοψαν το παιχνίδι και άρχισαν να μασουλάνε τα μπισκότα όλο ευχαρίστηση. Η μητέρα τούς έδωσε και ένα μικρό λευκό πλαστικό ποτηράκι με λίγο δροσερό νερό.Άλλωστε η ζέστη στην Αυγουστιάτικη Αθήνα μπορεί να γίνει ανυπόφορη.
Πλησίασα διστακτικά την σκηνή τους και προσπάθησα να συνεννοηθώ με την μητέρα. Να την ρωτήσω μερικά πράγματα. Προς μεγάλη μου έκπληξη μιλούσε άπταιστα Αγγλικά, ενώ μου είπε πως και τα Γαλλικά της ήταν σε πολύ καλή κατάσταση.
Άρχισε να μου εξιστορεί την ιστορία της οικογένειας της. Πώς εγκατέλειψαν το Dülük (την αρχαία Δολίχη) στα σύνορα ανάμεσα στην Συρία και στην Τουρκία. Περπατούσαν για μέρες ολόκληρες.
Μια γυναίκα μόνη με εννέα παιδιά. Ο άντρας της είχε σκοτωθεί από ένα άστοχο βλήμα πυροβολικού που έπεσε πολύ κοντά στο σπίτι τους.
Τα μάτια της Amira βούρκωναν ξανά και ξανά. Αλλά δεν ήθελε τα παιδιά της να δουν τα δάκρυα της. Έστρεφε προς την άλλη το κεφάλι και σκούπιζε τα μάτια της. Κάπου κάπου έριχνε ένα κλεφτό βλέμμαστον Sayid. Μου είπε ότι ήταν ο αγαπημένος της. Ο μικρότερος απ’όλα τα αδέρφια. Ήταν μόλις έξι χρονών. Μπορούσες να δεις, να αισθανθείς την αδυναμία της μάνας για τα παιδιά της και ιδιαίτερα για τον μικρότερο. Στα μάτια μου η Amira ήταν σαν μια μάνα λύκαινα, που θα έκανε τα πάντα για να προστατέψει τα μικρά της. Και έκανε τα πάντα η αλήθεια είναι.
Συνέχισε να μου λέει την ιστορία τους. Την δική τους Οδύσσεια. Το δικό τους ταξίδι μακριά από τον πόλεμο. Ο δρόμος της προσφυγιάς δεν ήταν εύκολος. Αλλά ποιες ήταν οι επιλογές της; Να μείνει πίσω μαζί με εννέα παιδιά; Μέσα σε μια εμπόλεμη ζώνη; Όχι. Βρήκε την δύναμη. Πήρε όσα χρήματα τους είχαν απομείνει, μαζί και μερικά χρυσαφικά που είχε από τον γάμο της. Πήρε τον Sayid στην αγκαλιά της και άρχισαν να περπατάνε. Περπατάγανε για μέρες ολόκληρες.
Στο Gaziantep ένας Τούρκος φορτηγατζής σταμάτησε για να τους πάρει. Ούτε αυτός άντεξε την εικόνα μιας γυναίκας μόνης, με εννέα παιδιά γύρω της, να περπατάνε στην μέση του πουθενά. Τους πήγε μέχρι το Denizli και από εκεί πάλι περπάτημα με προορισμό τα παράλια.
Η Amira ήξερε πως η Ευρώπη και η ασφάλεια αυτής και των παιδιών της ήταν πλέον πολύ κοντά.
Στον δρόμο για το Αϊδίνη, ένα βράδυ του Ιουλίου, συνάντησαν και άλλους πρόσφυγες από την Συρία. Γύρω στα διακόσια άτομα. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Εκεί συνάντησε και τον Fathi, ο οποίος ουσιαστικά οδηγούσε την ομάδα. Τους είπε ότι πρέπει να αποφεύγουν πλέον τις κεντρικές οδικές αρτηρίες, καθώς όσο πλησίαζαν τα παράλια η αστυνόμευση θα γινόταν όλο και πιο ισχυρή. H Amira ακολούθησε την υπόλοιπη ομάδα, μαζί με τα παιδιά της και χωρίς να αφήσει τον μικρό Sayid στιγμή από την αγκαλιά της.
Ο μικρός είχε ταλαιπωρηθεί πολύ, ήταν αδύναμος και ασθενικός. Είχε αρχίσει και έβηχε πολύ δυνατά και η Amira δεν ήξερε τι να κάνει. Το Kusadasi δεν ήταν μακριά. Και από εκεί στην Σάμο. Μόνο αυτό είχε στο μυαλό της.
Το τελευταίο βράδυ τους στην Τουρκία ήταν ιδιαίτερα τραυματικό για την Amira και τα παιδιά της. Η ομάδα των προσφύγων είχε βρει κατάλυμα σε μια παλιά εγκαταλελειμμένη εκκλησία έξω από την πόλη. Εκεί ο Fathi ήρθε μαζί με έναν Τούρκο. Ο Τούρκος θα κανόνιζε να τους βρεί βάρκες για να περάσουν απέναντι. Τους εξήγησε την διαδικασία. Πώς θα έσκιζαν τις βάρκες όταν πλησίαζαν πολύ κοντά στην ακτή της Σάμου, έτσι ώστε να τους περισυλλέξουν ως ναυαγούς. Άρχισαν να μετράνε τα άτομα και να κανονίζουν το πώς θα μοιραστούν. Όλοι έβγαλαν τα χρήματα τους έξω για να πληρώσουν τον Τούρκο που είχε φέρει ο Fathi. Ο Τούρκος είχε πάρει ένα παλιό τετράδιο και έγραφε τα άτομα, παίρνοντας από τον καθένα το ανάλογο ποσό. Χίλια ευρώ περίπου το κεφάλι. Στο τέλος της καταμέτρησης περίσσευαν δύο άτομα και όλοι γύρισαν προς το μέρος της Amira. Αυτή ήταν η ξένη. Αυτή είχε έρθει τελευταία.
Δύο από τα παιδιά της έπρεπε να μείνουν πίσω, αλλά εκείνη δεν σήκωνε κουβέντα. Είχε περίπου οκτώ χιλιάδες ευρώ πάνω της και μερικά χρυσαφικά. Τα γαμήλια δώρα από την οικογένεια του άντρα της.
Ο Fathi προσπαθούσε να βρει μια λύση. Τότε ο Τούρκος του είπε πως υπάρχει ένα πλοίο που φεύγει για Μασσαλία, αλλά θα κόστιζε κάτι παραπάνω. Χωρίς δεύτερη σκέψη η Amira του έδωσε όλα τα χρυσαφικά και τον παρακάλεσε να πάρει τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της μαζί. Ένα αγόρι 19 ετών και ένα κορίτσι στα 17. Εκείνος της είπε πως έπρεπε να φύγουν τώρα αμέσως. Τα παιδιά της άρχισαν να κλαίνε με λυγμούς.Έπεσαν στην αγκαλιά της και εκείνη τα έσφιξε δυνατά στο κορμί της. Τα φίλησε και τους είπε πως όλα θα πάνε καλά. Τους χάιδεψε τα μαλλιά. Τα κοίταξε στα μάτια και τους χαμογέλασε. Τα φίλησε ξανά και ξανά. Ο Τούρκος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Έπρεπε να φύγουν αμέσως.Εκείνη τα έσπρωξε προς το μέρος του και τους είπε πως όλα θα πάνε καλά. Θα βρεθούν και πάλι μαζί σύντομα
Άνοιξαν την πόρτα και χάθηκαν στο σκοτάδι, αφήνοντας την Amira με τα επτά παιδιά πίσω. Μέχρι και ο Sayid έκλαιγε με λυγμούς. Είχε καταλάβει πως πλέον είχαν χωριστεί.
Το επόμενο πρωί, χαράματα, η ομάδα έφτασε στην παραλία και άρχισε να επιβιβάζεται στις βάρκες. Σωσίβια δεν υπήρχαν για όλους. Η Amira κατάφερε να βρει πέντε, τα οποία έδωσε στα μικρότερα παιδιά της.
Μπήκαν στην βάρκα και έφυγαν για την Σάμο. Παρά την υγρασία και τον θολό ορίζοντα, το ευρωπαϊκό έδαφος αχνοφαινόταν στο βάθος. Η Ευρώπη ήταν κοντά. Οι βάρκες ήταν ασφυκτικά γεμάτες και ο καιρός δεν ήταν και ο καλύτερος δυνατός. Πήγαιναν κόντρα στο κύμα και φοβόταν τόσο πολύ για την ασφάλεια των παιδιών της. Δεν την ένοιαζε ο εαυτός της. Δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο παρά μόνο τα επτά ζευγάρια ματάκια που συνεχώς την κοίταζαν χωρίς να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει.
Λίγες εκατοντάδες μέτρα από την ακτή της Σάμου, οι βάρκες σκίστηκαν και οι πρόσφυγες άρχισαν να κολυμπάνε στα κρύα νερά του Αιγαίου. Η Amira μου είπε πως δεν μπορεί να μου περιγράψει τις σκηνές που ακολούθησαν. Δεκάδες άνθρωποι να προσπαθούν να κολυμπήσουν προς την ακτή.
Εκείνη προσπαθούσε να κολυμπήσει, ενώ είχε δέσει στο κορμί της τα σωσίβια των μικρότερων παιδιών. Κάπου κάπου γύριζε για να βεβαιωθεί πως δεν πίνουν το θαλασσινό νερό. Πως όλα είναι καλά.
Ο μικρός Sayid έκλαιγε γοερά και το κλάμα του έσπαγε τα αυτιά της.Παντού γύρω της άνθρωποι πάλευαν με τα κύματα για να βγούν στην στεριά. Άλλοι έπιναν νερό. Άλλοι δεν ήξεραν καλό κολύμπι. Άλλοι απλάεπέπλεαν με τα σωσίβια τους.
Ήταν εξαντλημένη από την υπερπροσπάθεια και ένιωθε το κορμί της να την εγκαταλείπει. Ήταν πολύ κοντά στην ακτή. Είχε αρχίσει να πίνει και αυτή νερό. Κοίταζε με αγωνία τα παιδιά της. Και προσπαθούσε.Προσπαθούσε να βρεί τις τελευταίες της δυνάμεις. Να κολυμπήσει προς την ακτή. Ένιωθε τα μάτια της να κλείνουν. Η Ευρώπη ήταν τόσο κοντά.Μπορούσε να τα καταφέρει. Τα μάτια της έκλεισαν τελείως. Τα χέρια της παρέλυσαν από την προσπάθεια και άρχισε να πίνει μεγάλες ποσότητες νερού.
Μετά από ένα χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να προσδιορίσει ξύπνησε στην παραλία. Ένας διασώστης της είχε κάνει τεχνητή αναπνοή. Δίπλα της ήταν ο Sayid με τέσσερα από τα αδερφάκια του.
Κουλουριασμένα με μια κουβέρτα στους ώμους, δεν άφησαν στιγμή το πλευρό της μητέρας τους. HAmira σηκώθηκε στα γόνατα της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ρώτησε τα μικρά που ήταν τα δύο αδερφάκια τους.Εκείνα δεν απάντησαν. Έμειναν να την κοιτούν στα μάτια. Εκείνησηκώθηκε με ότι δυνάμεις της είχαν απομείνει και πήγε στην παραλία.
Μπήκε μέσα στην θάλασσα μέχρι το γόνατο και άρχισε να φωνάζει τα ονόματα τους. Έκλαιγε συνεχώς. Και φώναζε. Δύο άνδρες του λιμενικού μπήκαν για να την απομακρύνουν. Εκείνη πάλευε και δεν έφευγε. Ούρλιαζε τα ονόματα τους. Με πολύ κόπο κατάφεραν να την πάνε σε έναν χώρο που χρησιμοποιούσαν ως κέντρο για τους πρόσφυγες.
Εκατοντάδες άνθρωποι στοιβαγμένοι. Μικρά παιδιά, μωρά, άντρες,γυναίκες, γέροντες. Υπέφεραν σιωπηρά όσα τους είχε στείλει η μοίρα.
Απ’ όλη την ομάδα που είχε ξεκινήσει από τα παράλια της Μικράς Ασίας, δέκα άνθρωποι δεν τα κατάφεραν. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και τα δύο παιδιά της, ηλικίας 14 και 12 ετών αντίστοιχα. Τα αναγνώρισε. Τα φίλησε. Και παρακολούθησε την ταφή τους μαζί με τα πέντε παιδιά που της είχαν απομείνει. Δεν άφησε στιγμή τον μικρό Sayid από την αγκαλιά της. Μπήκε σε ένα πλοίο και ήρθε στην Αθήνα. Η Σάμος δεν μπορούσε να τους φιλοξενήσει πλέον. Και κάπως έτσι κατέληξαν στο Πεδίο του Άρεως.
Αυτή ήταν η ιστορία της Amira. Αυτή ήταν η Οδύσσεια του μικρού Sayid που έχασε τον πατέρα του στον πόλεμο και τέσσερα αδέρφια στην πορεία. Δύο που βρίσκονται κάπου στην Γαλλία και δύο που έπνιξε το Αιγαίο. Η Amira έβαλε το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατα και άρχισε να κλαίει δυνατά. Λίγο πιο πέρα ο Sayid και τα αδερφάκια του είχαν σταματήσει το παιχνίδι τους και κοιτούσαν το έδαφος. Δεν καταλάβαιναν Αγγλικά. Δεν ήξεραν τι λέγαμε τόση ώρα. Τώρα όμως είχαν καταλάβει για ποιο πράγμα μιλούσαμε.
Αυτή ήταν η ιστορία του μικρού Sayid . Με μια μικρή διαφορά. Παρότι εξάχρονος δεν είχε γεννηθεί το 2009, αλλά το 1916. Δεν καταγόταν από το D ül ük , αλλά από τα Σώκια Αϊδίνιου. Δεν τον έλεγαν Sayid , τον έλεγαν Νίκο. Και δεν μου είναι κάποιος άγνωστος. Ήταν ο παππούς μου.