Ιδέες

Schadenfreude και κοινωνικός αυτοματισμός

By N.

May 18, 2016

Από τον Αλέξανδρο Νίκα

Συνήθως, οτιδήποτε καλό συμβαίνει σε άλλους μας ευχαριστεί, οτιδήποτε κακό μας ανησυχεί έως και μας στεναχωρεί. Αυτή η ανθρώπινη αντίδραση ενσυναίσθησης και συμπόνιας δε συμβαίνει απαραίτητα, αφού μπορεί να γνωρίσουμε ανθρώπους των οποίων η ευτυχία μας δημιουργεί ένα κοινωνικά απεχθές συναίσθημα, αυτό της ζήλιας, η οποία θεωρείται μία μορφή πόνου που προκαλείται από την ανωτερότητα ενός άλλου ανθρώπου.

Αντίστοιχα, μπορεί να γνωρίσουμε και ανθρώπους των οποίων η δυστυχία, αντί της συμπόνιας, ενδέχεται να μας δημιουργήσει ένα εξίσου κοινωνικά απεχθές συναίσθημα, αυτό της επιχαιρεκακίας, ή αλλιώς schadenfreude, που θεωρείται μία μορφή κακεντρεχούς ευχαρίστησης στη θέα κάποιου που υποφέρει. Οι δύο έννοιες, της ζήλιας και της επιχαιρεκακίας, σχετίζονται άμεσα αφού, παρότι η μία περιγράφει πόνο και η άλλη ευχαρίστηση, η πρώτη δημιουργεί τις συνθήκες για την καλλιέργεια της δεύτερης.

Το συναίσθημα του schadenfreude, εκ των γερμανικών λέξεων schäden (βλάβη, συμφορά) και freude (χαρά, ευχαρίστηση), βρίσκει τις ρίζες του ήδη από τον «Φίληβο» του Πλάτωνα, έναν φιλοσοφικό διάλογο μεταξύ του Σωκράτη και των Πρώταρχου και Φίληβου που πραγματεύεται την ανθρώπινη ηδονή. Στον διάλογο αυτόν, ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η ζήλια είναι ένα συναίσθημα στο οποίο πόνος και ευχαρίστηση συνυπάρχουν, αφού είναι ο ζηλόφθονος άνθρωπος που επιχαίρεται με την συμφορά των γειτόνων του (Frede, 1992): «δεν είπαμε ότι η ευχαρίστηση από την κακοτυχία των φίλων προκαλείται από ζήλια;» (Πλάτων, 1933). Πολύ αργότερα, ο Νίτσε (1967) θα πλαισιώσει πολύ συγκεκριμένα το συναίσθημα της επιχαιρεκακίας, το οποίο και —ως απόλαυση της θέας των άλλων να υποφέρουν— θα διαφοροποιήσει από την απόλαυση της ίδιας πρόκλησης ζημιάς στους άλλους, ισχυριζόμενος ότι η αίσθηση του schadenfreude μεγιστοποιείται όταν:

α) υπάρχει αυτοαναφορικότητα στην ιδιότητα του θύματος (δηλαδή ο ζηλόφθονος άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί σε κάποιο επίπεδο με τον παθόντα),

β) ο ζηλόφθονος απειλείται με κάποιον τρόπο από τον παθόντα (αφού η ικανοποίηση αποζημιώνει τον πρώτο με την συμφορά του δεύτερου, σε όρους αυταξίας), προσδίδοντας στο συναίσθημα τη μορφή μίας φανταστικής εκδίκησης, ή/και

γ) η επιτυχία του αξιόφθονου (παθόντα) θεωρείται αδίκως και ανάξια κερδισμένη.

Έκτοτε, πολλοί ερευνητές από τον χώρο της (κοινωνικής) ψυχολογίας έχουν πραγματευθεί το αξιοπερίεργο αυτό συναίσθημα της επιχαιρεκακίας. Ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά η μελέτη της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου κατά τη διέγερση και πρόκληση κοινωνικών συναισθημάτων (βλ. Jankowski & Takahashi, 2014), όπου φαίνεται πως το schadenfreude, πέραν του ψυχολογικού ενδιαφέροντος, αποτελεί και ένα φυσιολογικό ιατρικό φαινόμενο.

Μία πρόσφατη έρευνα αξιοποίησε τη μαγνητική τομογραφία (MRI) για να δείξει ότι η ζήλια διεγείρει τον ραχιαίο φλοιό της πρόσθιας μοίρας της έλικας του προσαγωγίου (dorsal anterior cingulate cortex – dACC), ο οποίος σχετίζεται με τις γνωστικές συγκρούσεις και τον κοινωνικό πόνο, και μάλιστα σε βαθμό συγκρίσιμο με το συναίσθημα του ίδιου πόνου· από την άλλη πλευρά, το αίσθημα του schadenfreude εντοπίσθηκε με την διέγερση του κοιλιακού ραβδωτού σώματος, μία μικρή περιοχή βαθιά μέσα στον εγκέφαλο και κοντά στα βασικά γάγγλια η οποία σχετίζεται με το αίσθημα της επιβράβευσης (Takahashi et al., 2009).

Έτσι, γίνεται εμφανές ότι η ζήλια προκαλεί ένα συναίσθημα πόνου που ο άνθρωπος υποσυνείδητα προσπαθεί να μετριάσει αποδιεγείροντας το αντίστοιχο μέρος του εγκεφάλου· η αποδιέγερση αυτή επιταχύνεται μέσω της επιχαιρεκακίας, αφού το χάσμα μεταξύ του «ανώτερου» σε κάποια διάσταση ανθρώπου που βιώνει την αποτυχία και του αντίστοιχα «κατώτερου» ατόμου γεφυρώνεται.  Με αυτά κατά νου, αρκεί να αναλογιστούμε πόσες φορές γελάσαμε ή χαρήκαμε όταν είδαμε κάποιον διάσημο παράγοντα στον χώρο της ψυχαγωγίας (απέναντι του οποίου δεν νιώθουμε μίσος ή οργή αλλά ενδεχομένως ζήλια για το κοινωνικό του στάτους) να σκοντάφτει και να πέφτει live εντός κάποιου τηλεοπτικού στούντιο, σε μία άτυχη στιγμή.

Ένα πολύ χαρακτηριστικό και συγκεκριμένο παράδειγμα schadenfreude αποτελεί η σχετικά πρόσφατη περίπτωση της Βίκυς Σταμάτη. Έχοντας αναδειχτεί μέσω της πολιτικής καριέρας (και της εν προκειμένω αδιαμφισβήτητης διαφθοράς που συχνά πάει με το επάγγελμα) του συζύγου της, η Βίκυ Σταμάτη και η ανάξια κερδισμένη επιτυχία της αποτελούσε αντικείμενο φθόνου πολλών, ειδικά μετά τον βομβαρδισμό του τηλεοπτικού κοινού με σκανδαλώδεις λεπτομέρειες για την πολυτελή ζωή της. Το αίτημά της να βλέπει το παιδί της, δε, υπήρξε δίκαιο, ενώ η ταλαιπωρία που βίωσε με την ψυχική της υγεία μόνο όμορφο θέαμα δεν αποτέλεσε. Παρ’ όλα αυτά, ένα ανάλγητο, εκδικητικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας δεν έκρυψε ποτέ την ικανοποίηση και απόλαυση που λάμβανε από το επιλεκτικά σκληρό πρόσωπο της δικαιοσύνης απέναντί της και την ψυχική εξασθένησή της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι συμπόνια και schadenfreude δεν είναι ακριβώς αντίθετες έννοιες. Σύμφωνα με έρευνα των Brigham et al. (1997), συγκεκριμένα, ομάδα φοιτητών παρακολούθησε τη μαγνητοφωνημένη συνέντευξη ενός μέτριου (κι ενός άριστου) φοιτητή που είχε πρόσφατα βιώσει μία «δίκαιη» αποτυχία στο πρώτο σενάριο και μία «άδικη» κακοτυχία στο δεύτερο: η συμπόνια που προκλήθηκε στα δύο σενάρια διέφερε, αφού οι θεατές συμμερίστηκαν τον πόνο του φοιτητή στο δεύτερο σενάριο (αδικία) περισσότερο απ’ ό,τι στο πρώτο, ενώ και στα δύο σενάρια η συμπόνια απέναντι στο μέσο φοιτητή ήταν μεγαλύτερη συγκριτικά με τον άριστο φοιτητή· αντίθετα, ενώ η μετρηθείσα ένδειξη της επιχαιρεκακίας που προκλήθηκε στην ομάδα των φοιτητών ήταν πολύ μεγαλύτερη στην περίπτωση του άριστου φοιτητή λόγω προφανούς ζήλιας, δεν υπήρξε καμία διαφοροποίηση του schadenfreude μεταξύ των δύο σεναρίων (σε αντιδιαστολή, φυσικά, με άλλες έρευνες που έδειξαν ότι υπάρχει μία μικρή συσχέτιση μεταξύ επάξιας συμφοράς και επιχαιρεκακίας, βλ. Smith et al., 2009). Αυτή η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του τρόπου λειτουργίας των δύο ανθρώπινων αντιδράσεων καθιστά αυτήν την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης ιδιαίτερα επικίνδυνη, ενώ καταδεικνύει και την εντονότερη αρνητική συναισθηματική προδιάθεση που ο άνθρωπος έχει απέναντι σε κάποιον άλλον, συγκριτικά με την όποια θετική προδιάθεση.

****

Το φαινόμενο αυτό αποκτά σπουδαίο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον και στην ιδιαίτερη περίπτωση της μνημονιακής Ελλάδας, αφού η επιχαιρεκακία λειτουργεί και σε ευρεία κοινωνική κλίμακα (Leach et al., 2003): αντί του επίφθονου ανθρώπου, αρκεί να φανταστούμε στη θέση του μία προνομιούχα κοινωνική ομάδα. Φυσικά, δεν χρειάζεται να είναι πράγματι προνομιούχα συγκριτικά με τον κοινωνικό ιστό· αρκεί μονάχα να επικρατεί η γενικευμένη αντίληψη ότι είναι τέτοια. Και κάπως έτσι διευκολύνεται —αν όχι κινητοποιείται— η διαδικασία του κοινωνικού αυτοματισμού.

Μα, θα μου πείτε, ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι μία μέθοδος που αποσκοπεί στον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης και τη μετατόπιση του φακού της κοινωνικής σφαίρας από το κυρίαρχο πρόβλημα σε εξιλαστήρια θύματα που, συνήθως, ουδεμία σχέση έχουν με το πρόβλημα καθαυτό. Η δημιουργία φανταστικών εχθρών του συνόλου μέσω του κοινωνικού αυτοματισμού αποτελεί, πράγματι, μία διαχρονικά αλάνθαστη τακτική, όμως σαν εργαλείο δε χρειάζεται να περιοριστεί στη μονοπώληση της ειδησεογραφίας και τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, αφού μπορεί να αξιοποιηθεί για ποικίλους σκοπούς, ανάλογα με τον τρόπο που επιστρατεύεται:

Μία αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ των δύο μεθόδων αποτελεί το πλήθος των πιθανών επιδράσεων που μπορεί να έχουν στην κοινωνία: στην πρώτη περίπτωση, το οργισμένο πλήθος απαιτεί την τιμωρία της βλαπτικής κοινωνικής ομάδας, επιζητώντας έτσι δικαιοσύνη (π.χ. επιστράτευση των απεργών, άγρια καταστολή των φοιτητικών διαδηλώσεων, κλπ)· αντίθετα, η διεύρυνση του προνομιακού χάσματος μπορεί να επιφέρει δύο πιθανές διεκδικήσεις στον πολίτη, την ισοπέδωση των προνομίων της επίφθονης ομάδας (εξίσωση προς τα κάτω) ή την απαίτηση των ίδιων προνομίων (εξίσωση προς τα πάνω). Είναι, όμως, τέτοια η λειτουργία του schadenfreude που, καταρχήν, προτιμάται η κακοπροαίρετη απόλαυση μιας οποιασδήποτε μερικής δυστυχίας αυτής της ομάδας από το ενδεχόμενο διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών για όλες τις υπόλοιπες.

Πριν, λοιπόν, την περαιτέρω διάλυση ενός συγκεκριμένου εργατικού κλάδου, τα εγχώρια ΜΜΕ επιδίδονται σε ένα από τα αγαπημένα τους αθλήματα και προλειαίνουν το έδαφος, ξεκινώντας μία ακατάσχετη αερολογία περί της παρασιτικής υπόστασης ή της αξιοζήλευτης ιδιαιτερότητας του κλάδου αυτού, και δημιουργώντας αισθήματα οργής ή φθόνου αντίστοιχα. Η δεύτερη περίπτωση αποτελεί χαρακτηριστκό παράδειγμα κοινωνικής επιχαιρεκακίας και βρίσκει ευρεία εφαρμογή σε προωθούμενα μέτρα περικοπής αποδοχών ή προνομίων, ανοίγματος επαγγελμάτων κλπ, πάντα όμως υπό την αιγίδα του «διαίρει και βασίλευε».

Γιατί, όμως, τέτοια ακραιφνής αγάπη και ζήλος των εγχώριων κυρίαρχων media για τις προωθούμενες «μεταρρυθμίσεις» της ελληνικής οικονομίας, γιατί τόση αμέριστη στήριξη του «αξιέπαινου αγώνα» της εκάστοτε κυβέρνησης; Μα γιατί πρόκειται για τους ίδιους κερδοσκοπικούς οργανισμούς που τώρα κινδυνεύουν με πτώχευση, αφού στάθηκαν επιεικώς ανίκανοι να διαχειριστούν τους δικούς τους πόρους και, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, τους δικούς μας κόπους, μέσα από τα χαριστικά δάνεια που λάμβαναν από τις τράπεζες που σκανδαλωδώς επαναχρηματοδοτούνται ξανά και ξανά: είτε απευθείας από την εξαντλητική λιτότητα και φορολογία, είτε από το μεγαλύτερο μέρος των πακέτων διάσωσης που η χώρα λάμβανε στο πλαίσιο των μνημονιακών συμφωνιών και τα οποία αντισταθμίστηκαν επίσης με περαιτέρω εξαντλητική λιτότητα και φορολογία. Λογική και αναμενόμενη έκβαση, θα μου πείτε, αφού ήταν απασχολημένοι με το να κατασπαταλούν αυτούς τους πόρους ώστε να ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις (με αξιοσημείωτη μάλιστα αποτυχία, όπως υποδεικνύουν οι εκβάσεις των τελευταίων, ουκ ολίγων εκλογικών αναμετρήσεων), γεγονός το οποίο, on a side note, υποθέτω όλο και κάτι θα μας διδάσκει για την πολυπόθητη ιδιωτική πρωτοβουλία, επιχειρηματικότητα και αριστεία, έννοιες που οι ίδιοι αυτοί οργανισμοί υπεραμύνονται με τόσο σθένος.

Βιβλιογραφία

Brigham, N. L., Kelso, K. A., Jackson, M. A., & Smith, R. H. (1997). The roles of invidious comparisons and deservingness in sympathy and schadenfreude. Basic and Applied Social Psychology, 19(3), 363-380.

Frede, D. (1992). Disintegration and restoration: Pleasure and pain in Plato’s Philebus.

Jankowski, K. F., & Takahashi, H. (2014). Cognitive neuroscience of social emotions and implications for psychopathology: Examining embarrassment, guilt, envy, and schadenfreude. Psychiatry and clinical neurosciences, 68(5), 319-336.

Leach, C. W., Spears, R., Branscombe, N. R., & Doosje, B. (2003). Malicious pleasure: schadenfreude at the suffering of another group. Journal of personality and social psychology, 84(5), 932.

Nietzsche, F. (1967). On the Genealogy of Morals, trans. Walter Kaufmann and RJ Hollingdale. On the Genealogy of Morals and Ecce Homo. New York: Random House.

Smith, R., Turner, T., Garonzik, R., Leach, C., Urch-Druskat, V., & Weston, C. (1996). Envy and schadenfreude.

Smith, R. H., Powell, C. A., Combs, D. J., & Schurtz, D. R. (2009). Exploring the when and why of schadenfreude. Social and Personality Psychology Compass, 3(4), 530-546.

Takahashi, H., Kato, M., Matsuura, M., Mobbs, D., Suhara, T., & Okubo, Y. (2009). When your gain is my pain and your pain is my gain: neural correlates of envy and schadenfreude. Science, 323(5916), 937-939.

Πλάτων (1933). Φίληβος : Ή περί ηδονής (μτφ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου). Αθήνα, Κάκτος, 1993.