Nέα στοιχεία
Το 35,6% του πληθυσμού της χώρας ή 3.789.300 άτομα βρίσκονταν πέρυσι σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, παρουσιάζοντας μικρή μείωση σε σχέση µε την προηγούμενη χρονιά (3.828.500 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 35,7% του πληθυσμού), σύμφωνα με έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ.
Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.500 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.450 ευρώ για νοικοκυριά µε δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, ενώ το µέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της εκτιμάται σε 14.932 ευρώ.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (39,7%) και εκτιμάται για τους Έλληνες σε 38% και για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα σε 59,7%.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιµώνται σε 832.065 σε σύνολο 4.168.784 νοικοκυριών και τα µέλη τους σε 2.262.808 στο σύνολο των 10.651.929 ατόµων του πληθυσμού της χώρας.
Διευρύνεται η εισοδηματική ανισότητα
Παράλληλα, κατά 6,6 φορές μεγαλύτερο ήταν πέρυσι το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού της χώρας σε σχέση με εκείνο του φτωχότερου πληθυσμού.
Η οικονοµική ανισότητα μεταξύ των ατόµων ηλικίας 65 ετών και άνω μειώθηκε κατά 0,2 µονάδες σε σχέση με το 2015 και διαμορφώνεται στο 3,9 (4,1 το 2015), ενώ μεταξύ των ατόµων κάτω των 65 ετών διαμορφώνεται στο 7,5 παρουσιάζοντας µικρή άνοδο σε σχέση µε το 2015, που ήταν στο 7,4.
Από το 1994, έτος κατά το οποίο άρχισε η έρευνα, η συνολική ανισότητα µειώθηκε κατά 3,1 ποσοστιαίες µονάδες (37,4% το 1994).
Σύμφωνα επίσης με την ΕΛΣΤΑΤ, τα στοιχεία της κατανοµής του εισοδήµατος σε τεταρτηµόρια εκφράζουν το ποσοστό του συνολικού εθνικού εισοδήµατος που κατέχει κάθε ένα από τέσσερα (ίσα) τµήµατα του πληθυσµού. Συγκεκριµένα, από τη συγκεκριμένη κατανομή προκύπτουν τα εξής:
► το 25% του πληθυσµού στο 1ο τεταρτηµόριο, µε το χαµηλότερο εισόδηµα, κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, ποσοστό αµετάβλητο σε σχέση µε το 2015.
► το 25% του πληθυσµού στο 4ο τεταρτηµόριο, µε το υψηλότερο εισόδηµα, κατέχει το 47,2% του συνολικού εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, ποσοστό αµετάβλητο σε σχέση µε το 2015.
► το 50% του πληθυσµού στο 2ο και 3ο τεταρτηµόριο, µε µεσαία εισοδήµατα, κατέχουν το 43,9% του εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, ποσοστό αµετάβλητο σε σχέση µε το 2015.
► το υψηλότερο ατοµικό ετήσιο εισόδηµα για το 1ο τεταρτηµόριο ανέρχεται σε 4.930 ευρώ.
► το χαµηλότερο ατοµικό ετήσιο εισόδηµα για το 4ο τεταρτηµόριο ανέρχεται σε 11.000 ευρώ.
Στέρηση βασικών αγαθών και σε μη φτωχούς
Όχι μόνον στον φτωχό πληθυσμό, αλλά και σε μέρος του μη φτωχού πληθυσμού της χώρας αφορούσε πέρυσι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονοµικών αναγκών, αδυναµία κάλυψης εξόδων για διακοπές µίας εβδοµάδας το χρόνο, αδυναµία διατροφής που να περιλαµβάνει κάθε δεύτερη ηµέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναµία πληρωµής για ικανοποιητική θέρµανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωµη τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, αδυναµία αποπληρωµής δανείων ή αγορών µε δόσεις, δυσκολίες στην πληρωµή πάγιων λογαριασµών).
Συγκεκριµένα, το ποσοστό του πληθυσµού που αντιµετωπίζει οικονοµικές δυσκολίες µε αποτέλεσµα να στερείται, τουλάχιστον, τέσσερις από τις εννέα συνολικά διαστάσεις της υλικής στέρησης ανέρχεται σε 22,4% το 2016, ενώ το ποσοστό αυτό ήταν 22,2% το 2015, 21,5% το 2014, 20,3% το 2013, 19,5% το 2012 και 11% το 2009.
Η αύξηση του ποσοστού το 2016 σε σχέση με το 2015 είναι µεγαλύτερη στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών (1 ποσοστιαία µονάδα) συγκριτικά µε τις υπόλοιπες ηλικιακές οµάδες. Η υλική στέρηση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών ανέρχεται για το 2016 σε 26,7%, ενώ το 2009 ήταν 11,9%. Για τα άτοµα ηλικίας 65 ετών και άνω, το ποσοστό στέρησης το 2016 ανήλθε σε 15,2% και παρέµεινε αµετάβλητο σε σχέση µε το 2015, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν 12,1%. Στα άτοµα ηλικίας 18 έως 64 ετών το ποσοστό όσων στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2016 ανέρχεται σε 23,7%.
Τα νοικοκυριά που αντιµετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία κατατάσσονται, κατά καθεστώς ιδιοκτησίας, ως εξής:
• 5,5% των νοικοκυριών µε ιδιόκτητη κατοικία µε οικονοµικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κλπ.)
• 5,5% των νοικοκυριών µε ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονοµικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κλπ.)
• 8,2% των νοικοκυριών σε ενοικιασµένη κατοικία
• 10,2% των νοικοκυριών σε παραχωρηµένη δωρεάν κατοικία
Το ποσοστό του πληθυσµού που διαβιεί σε κατοικία µε στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,7% για το σύνολο του πληθυσµού, σε 25,1% για τον µη φτωχό πληθυσµό και σε 42,2% για τον φτωχό πληθυσµό.
Το 53,2% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαµβάνει κάθε δεύτερη ηµέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των µη φτωχών νοικοκυριών εκτιµάται σε 1,8%.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονοµική αδυναµία να έχουν ικανοποιητική θέρµανση τον χειµώνα ανέρχεται σε 29,2%, ενώ είναι 51,6% για τα φτωχά νοικοκυριά και 23,6% για τα µη φτωχά νοικοκυριά.
Το 80,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 47,6% των µη φτωχών δηλώνει οικονοµική δυσκολία να αντιµετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 384 ευρώ.
Περιβαλλοντικά προβλήµατα από παρακείµενη βιοµηχανία ή προβλήµατα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιµετωπίζει το 20% των νοικοκυριών, ενώ ποσοστό 12,2% των νοικοκυριών αναφέρει ως πρόβληµα τους βανδαλισµούς και την εγκληµατικότητα στην περιοχή του.