Τους τελευταίους μήνες, εδώ στα σύνορα της πολιτισμένης Ευρώπης του διαφωτισμού και των τεχνών, έχω πάρει τα μεγαλύτερα μαθήματα της ζωής μου -όχι μέσα σε μουσεία ή σχολεία, αλλά μέσα σε πλοία γεμάτα ζωντανές ιστορίες ανθρώπων άγνωστων σε μένα.
Υπάρχει ένα λεωφορείο που σε περιμένει πάντα στο λιμάνι. Η μαγεία του έγκειται στο γεγονός ότι είναι όχημα παγκόσμιο, δεν λογαριάζει αν είσαι ξένος ή ντόπιος, έγχρωμος ή λευκός, άνθρωπος, σκύλος ή αποσκευή, μονάχα αδιάκριτα θα σε φορτώσει στο ταξίδι του: Πεντακόσια μέτρα ως τη στάση του ηλεκτρικού για κάποιους, πεντακόσια μέτρα ως την ελπίδα μιας νέας ζωή για άλλους. Καθώς επιβιβάζομαι και χαζεύω έξω από το τζάμι, παρατηρώ αυτό το ζευγάρι, δε θα’ναι πάνω από 22 χρονώ ο καθένας, φορτωμένοι θαρρείς όλο το βιος τους και στην αγκαλιά της μάνας κουρνιασμένο ένα βρέφος να κοιμάται κόντρα στην οχλαβοή του λιμανιού. Ο πατέρας κοιτάζει γύρω του, κόσμος έχει στριμωχτεί ήδη στο λεωφορείο και νιώθω πως διστάζει να ανέβει – θες για να μη μας στριμώξει περισσότερο, θες για να μη ζουλήξουν το βρέφος, θες γιατί δε ξέρει που πάει τούτο το λεωφορείο και γιατί ανεβαίνουν όλοι, δε γνωρίζει αν θα τους πάει στη νέα τους ζωή ή πιο βαθιά στο άγνωστο. Το παίρνει απόφαση τελικά και μπαίνουν, ίσως έχει προνοήσει κάποιος γι’αυτούς μα και πού αλλού να πάνε; Κρατάνε σφιχτά τα χέρια, η μάνα σαν κάθε μάνα του κόσμου, Ελληνίδα, Σύρια, Αλβανή ή Αμερικάνα έχει ακουμπήσει το μέτωπο του παιδιού στα χείλη της που σαλεύουν αχνά και με τα μάτια κλειστά το νανουρίζει σε ύπνο ακόμα βαθύτερο με λόγια που δε γνωρίζω, αλλά ξέρω πως μόνο ευχές μπορεί να είναι, ευχές σαν φυλαχτά για άλλο ένα ταξίδι που μόλις ξεκίνησε ευχόμενη να είναι το τελευταίο, ευχόμενη πως στο τέλος θα τους περιμένει μια ελπίδα για μια ζωή, όχι απαραίτητα καλή ή κακή, μονάχα να’ναι ζωή ασφαλής και μετρημένη, μακρυά από βόμβες και σφαίρες.
Σε πεντακόσια μέτρα, το λεωφορείο σταματά.
Καθώς αποβιβάζομαι, παρατηρώ το πλήθος που περπατάει για τον ηλεκτρικό, από κει θα διακλαδωθούν για να τραβήξει καθένας το δρόμο του. Αντιλαμβάνομαι ότι ο πατέρας με κοιτάει σαστισμένα και τονε νιώθω να σφίγγει πιο δυνατά το χέρι της γυναίκας. Του κάνω νόημα να κατέβει και απορεί, κάνει να μιλήσει μα δε ξέρει τη γλώσσα, ήθελε να ρωτήσει τί λεωφορείο είναι τούτο που κάνει ταξίδι 3 λεπτών και τότε είναι που καταλαβαίνει πως η ελπίδα του ήταν φτηνή, εκείνος αφελής να την πιστέψει κι η γενναία απόφασή του να ανέβει αποδείχθηκε άδοξη, μα πρέπει τώρα να κατέβεις, μέχρι εδώ ήταν και δε μπορείς άλλο να μείνεις μέσα.
Ανασκουμπώθηκε και βγήκε στο δρόμο, φαινομενικά ήρεμος μα μέσα του σφιγμένος, το βλέπω, η γυναίκα τον κοιτάζει κι εκείνος πασχίζει να ισιώσει το κορμί σα λεβεντόγερος που τονε καίνε τα γόνατα μα η αρχοντιά του δε καταδέχεται μπαστούνι κι ας τονε σουβλίζει ο πόνος, έτσι και κείνος δεν καταδέχεται να δείξει στη γυναίκα του πως φοβάται, οφείλει να μη λυγίσει, ειδάλλως θα σπάσει κι εκείνη.
Μπροστά μου τότε άρχισε να εκτυλίσσεται μια σκηνή, σαν αυτές που βλέπεις στο σινεμά μα θεωρείς υπερβολικές μέχρι να τις ζήσεις:
Είναι η σκηνή που ο κινηματογραφιστής εστιάζει στην απελπισία και τη μοναξιά του πρωταγωνιστή, κόσμος πηγαινοέρχεται δεξιά κι αριστερά σε θολό φόντο, συζητήσεις, φωνές, γέλια και στη μέση του κάδρου οι ήρωες, ανέγγιχτοι από τις έννοιες του χώρου και το χρόνου σε αντίθεση με την κίνηση των υπολοίπων, μαρμαρωμένοι να κοιτάζουν το άπειρο με τα χέρια δεμένα σφιχτά.
Έπειτα τα μάτια μονάχα σαλεύουν. Κοιτάζουν γύρω τους, κοιτάζουν το βρέφος, κοιτάζουν εμένα που έχω μείνει μαρμαρωμένος κι εγώ στη θέση που θα ήταν η κάμερα να τους παρατηρώ άβολα. Τους δείχνω τον ηλεκτρικό σε μία ηλίθια προσπάθεια να φανώ χρήσιμος, τους λέω «train», μα δε μιλάνε, μονάχα στρέφουν το βλέμμα πάλι στο βρέφος. Τότε καταλαβαίνω. Συνειδητοποιώ πως το τρένο είναι χρήσιμο όταν έχεις έναν προορισμό, κάποιον να σε περιμένει, μα όταν δεν έχεις κάπου να φτάσεις το τρένο είναι άχρηστο και το τρίλεπτο ταξίδι με το λεωφορείο ανούσιο, βρίσκεσαι στο ίδιο σημείο της ζωής, μονάχα 500 μέτρα παρακάτω στο χάρτη. Δε μου ζητάνε καν βοήθεια, δε γυρεύουν τίποτα, μόνο θαρρείς θα περάσουν την υπόλοιπη αιωνιότητα ριζωμένοι εκεί,στυλωμένοι φύλακες του μωρού τους, σφίγγοντας το χέρι ολοένα και πιο δυνατά για να νικήσουν τον κόσμο, τούτο είναι το όπλο τους.
Καθισμένος αργότερα λίγο πιο κάτω σε ένα πεζούλι, νιώθω συναισθήματα ακανόνιστα, προσπαθώ να τα καταγράψω μήπως και τα κατανοήσω ο ίδιος στην πορεία, κι όποιος περνά με βλέπει για γραφικό, έναν τρελό, 6 το πρωί να μουτζουρώνει τετράδια στη μέση του λιμανιού λες κι έτσι θα σώσει τον κόσμο, λες και δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει. Σταματάω να γράφω και τους παρατηρώ, πιάνω στον αέρα μερικές από τις σκέψεις τους, τις διαβάζω στο βλέμμα τους, είναι το ίδιο βλέμμα με πολλούς που έχω συναντήσει.
Mου λεν πως είναι ανώφελο να τα γράφω όλα τούτα, διαβάζονται και χωνεύονται μέσα σε 3 λεπτά, ανούσια όσο και το ταξίδι του λεωφορείου, προκαλούν φτηνό σοκ, μία βραχύβια συγκίνηση σαν πυροτέχνημα και μετά συνεχίζουμε όλοι τις ζωές στα σπίτια μας και οι πρόσφυγες τη ζωή τους στο δρόμο, εμείς με καφέ και τηλεόραση αυτοί φορτωμένοι μαύρες σακούλες με όσα ρούχα πρόλαβαν να πάρουν, δεν υπάρχει αποτέλεσμα, δεν υπάρχει κάτι πρακτικό να προσφέρω, πουθενά που να βοηθάω μάλλον, μα δεν καταλαβαίνεις πως δεν γράφω για σένα, δε γράφω για να κάνω το δάκρυ σου να τρέξει ούτε τα μάτια σου να γουρλώσουν, τα γράφω για να βρω εμένα κι έπειτα στα δίνω μήπως κι εσύ διαβάζοντας βρεις τον εαυτό σου κάπου μέσα μου.
Κι όσο γράφω και αντιλαμβάνομαι το τί συμβαίνει, με σκίζει μια απελπισία τόσο μεγάλη που τα μάτια μου βουρκώνουν στο πεζούλι, ναι αλήθεια στο λέω.
Πού στο καλό θα πάνε τώρα; Ξένοι μέσα σε ξένους, δίχως σπίτι και προορισμό, μα το μωρό, το μωρό έπρεπε να είναι παιδί όλων μας, εμένα γιατί να με νοιάζει τόσο, μα με νοιάζει, τί θα κάνουν έπειτα, θα βρουν κάπου να κοιμηθούν ,κι αν βρούνε για σήμερα, αύριο τι; Κι αφού σε νοιάζει τόσο τί κάνεις γι’αυτό, -γράφεις κείμενα υποκριτή;– θα μου πεις, μα δε ξέρω να σου απαντήσω, αλήθεια δε ξέρω, πέρα από αυτούς που φτάσανε στην πόρτα μας και τους βοηθήσαμε κι εγώ κι η μάνα μου κι οι γιαγιάδες του χωριού με ψωμί και γάλα για τα παιδάκια και ένα αμάξι μέχρι το νοσοκομείο, μα τούτοι εδώ είναι σ’άλλο τόπο πια, γιατί συνεχίζω να γράφω, τι πρέπει να κάνω;
-μονάχα ίσως προσπαθώ να τους κρατήσω ζωντανούς αφηγούμενος την ιστορία τους, κι έτσι αν η ανάγκη τους φέρει στο δρόμο σου να τους αναγνωρίσεις, δυο άνθρωποι με ένα μωρό είναι, αλλάζουν τα πρόσωπά τους κάθε φορά μα είναι αυτοί οι ίδιοι, σαν εσένα και μένα, η μάνα αγαπά το παιδί της όσο εσύ το δικό σου, σου λέω μην αποστρέψεις το βλέμμα άμα τους δεις, μόνο να απλώσεις το χέρι, να τους προσφέρεις λίγη καλοσύνη, να καταπραύνεις τη δυσκολία τους όσο και όπως μπορείς, ακόμα και με ένα ευγενικό βλέμμα, ένα χαμόγελο στο παιδί, το παιδί το αναμάρτητο που φορτώθηκε τέτοια μοίρα πριν ακόμα ανοίξει το στόμα να πει «μάνα», μα δε φτάνει θα μου πεις, δε θα τους δώσει σπίτι αυτό, δε θα τους δώσει ασφάλεια και μέλλον, δε καταλαβαίνεις; Δε ξέρω θα σου πω, δε φτάνει,δε μπορώ να τους σώσω, ίσως δε μπορώ να σώσω ούτε εμένα…
Δεν έχω πια κουράγιο να σηκώσω τα μάτια προς το μέρος τους αν και το ξέρω πως είναι ακόμα εκεί, νιώθω όλο το βάρος και την ευθύνη του κόσμου στους ώμους μου για έναν ανεξήγητο λόγο, μια απόγνωση, ένα θυμό που είμαι ανήμπορος να προσφέρω το οτιδήποτε, νιώθω άχρηστος σαν τρένο για αυτούς που δεν έχουν προορισμό, κι εκείνη τη στιγμή ένας διαπεραστικός ήχος σκέπασε τα πάντα μέσα στο κεφάλι μου για να με αποτελειώσει.
Ένα κλάμα.
Μισό προερχόμενο βαθιά μέσα από τα σωθικά μου για όλα όσα μου έμελλε να ζήσω και να δω, μισό από τα χείλη του βρέφους που είχε ξυπνήσει και έκλαιγε για τη ζωή του.