Με αφορμή όλα εκείνα τα περιστατικά αστυνομικής βίας που δειλά-δειλά έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ίσως είναι καλό να ξεκινήσουμε σιγά-σιγά μια κουβέντα για την Αστυνομία. Τι είναι, τι εξυπηρετεί , ποιον προστατεύει και τελικά ίσως και να αναρωτηθούμε, τι είναι αυτό που μας προσφέρει, αν όχι ασφάλεια;
- του Κώστα Σαββόπουλου
Ακόμα θυμάμαι τους διαλόγους των συναδέλφων του Κορκονέα που είχαν «διαρρεύσει» στον Τύπο. Ο Κορκονέας γυρνούσε στο τμήμα λέγοντας πως δεν φοβάται κανέναν και τίποτα και πως, αν χρειαζόταν, θα χρησιμοποιούσε και το όπλο του. Τον περιέγραφαν, verbatim, ως καουμπόι.
Το να επιφορτίσεις κάποιον με μια αρκετά αφηρημένη έννοια περί έννομης τάξης, χωρίς επαρκή εκπαίδευση ούτε στο τι συνιστά έννομη τάξη, αλλά ούτε και στο πως να τη διατηρήσει, είναι μια αρκετά κακή επιλογή.
Παρόλα αυτά, φαίνεται πως αυτό μαστίζει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία τα τελευταία, πολλά, πολλά χρόνια.
Το 2021, το θέμα της αστυνομικής βίας πήρε μεγάλη έκταση και όχι άδικα.
Αλλά γιατί; Μήπως επειδή το 2021 οι αστυνομικοί, ξαφνικά και ανεξήγητα, έγιναν πιο βίαιοι από τις προηγούμενες χρονιές; Μήπως επειδή, στη συνθήκη του αέναου λοκντάουν, η αστυνομική βία μεγεθύνεται; Ή μήπως επειδή, πλέον, τα θύματα αστυνομικής βίας καταγράφουν και καταγγέλλουν τα περιστατικά σε αντίθεση με παλιότερα χρόνια;
Το πιο πιθανό είναι πως είναι όλα τα παραπάνω. Υπάρχουν όμως κάποιες προσθήκες ακόμα που πρέπει να γίνουν, πέρα από την πανδημία της αστυνομικής βίας, και αυτές έχουν να κάνουν με το συνολικό πλαίσιο λειτουργίας και ιδεολογίας της αστυνομίας.
Όπως έγραψα παραπάνω, ο αστυνομικός, θεωρητικά, είναι κρατικός λειτουργός, όπως ένας εργαζόμενος σε δημόσιο νοσοκομείο, ένας πυροσβέστης, ένας εργαζόμενο στην πρόνοια κλπ.
Κανείς όμως δεν έχει πρόβλημα με τους πυροσβέστες, για παράδειγμα. Δεν έγινε ποτέ καμία πορεία ενάντια στην παρουσία της πυροσβεστικής σε μια γειτονιά. Αντίθετα, έχουν γίνει πολλές πορείες ενάντια στην παρουσία και τη δράση της αστυνομίας σε πολλές γειτονιές ανά την Ελλάδα.
Οπότε γιατί αυτό το ιδιαίτερο μένος απέναντι στην αστυνομία;
Στη θεωρία, μπορεί να λέμε πως οι αστυνομικοί είναι κρατικοί λειτουργοί, όμως αυτό μικρή σχέση έχει με την πραγματικότητα – εκτός από το μισθολογικό κομμάτι και τη μονιμότητά τους.
Στην πραγματικότητα, οι αστυνομικοί θεωρούν τους εαυτούς τους μαχητές, πολεμιστές.
Έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό μου το ηχητικό από ένα ρεπορτάζ του 2008 που αναφερόταν στον δολοφόνο Κορκονέα. Οι συνάδελφοι του τον χαρακτήριζαν καουμπόι υπονοώντας, δηλαδή, ότι δεν μάσαγε τίποτα. Ήταν μάγκας, τους έλεγε συνεχώς ότι, αν χρειαστεί, θα τραβούσε το όπλο του. Και φυσικά το τράβηξε. Και ας μην χρειάστηκε (ακόμα και να χρειαζόταν δηλαδή). Και το αποτέλεσμα καταγράφηκε έντονα στην κοινωνική και ιστορική μνήμη. Όμως, δεν ήταν μόνο η περίπτωση του Κορκονέα. Ήταν αρκετά χρόνια πιο πριν και η περίπτωση του Μελίστα. Ήταν και η περίπτωση εκείνου του ανώνυμου Ματατζή που τράβηξε περίστροφο σε μια πορεία του Δεκέμβρη.
Είναι, επίσης, εκείνες οι ατελείωτες και αναρίθμητες υποθέσεις αστυνομικής βίας που μας διδάσκουν πως, απ’ ό,τι φαίνεται, η βία είναι το πρώτο και όχι το τελευταίο καταφύγιο της αστυνομίας.
Και αυτό είναι ένα βασικό σημείο. Είναι ένας μηχανισμός ο οποίος δεν βασίζεται στην αποκλιμάκωση ή στη διαπραγμάτευση, αλλά είναι εκπαιδευμένος στη μόνιμη και «νόμιμη» χρήση βίας. Αυτό δεν αφορά μόνο εξαιρετικές περιστάσεις, αλλά όλες τις περιστάσεις.
Οι αστυνομικοί μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν κάθε κατάσταση, κάθε συνάντηση με οποιονδήποτε πολίτη, ως πιθανό κίνδυνο. Δεν χρειάζεται κανείς να έχει προχωρημένες γνώσεις ψυχολογίας για να καταλάβει πως κάτι πάει λάθος με αυτή την κατάσταση.
Αν κάθε συνάντηση ενέχει την πιθανότητα συμπλοκής για έναν από τους 2 και φυσικά, αν αυτός ο ένας τυγχάνει να έχει όπλο, γκλοπ, στολή και εξουσία, τότε τα πράγματα είναι δύσκολα.
Επομένως, αυτό που βλέπουμε τώρα είναι μάλλον το συσσωρευμένο αποτέλεσμα πολλών δεκαετιών της συγκεκριμένης ψυχολογικής κατάστασης στο εσωτερικό ενός μηχανισμού.
Η συσσωρευμένη αντίληψη πως «όλοι είναι εν δυνάμει εχθροί» μπορεί να αρμόζει σε ένα πεδίο πολέμου και σε στρατιώτες ή αντάρτες, αλλά στην καθημερινότητα μιας χώρας, στην οποία τυπικά δεν έχει κηρυχτεί κάποιος πόλεμος, φαντάζει αρκετά περίεργη. Και φυσικά, οι αύρες στρατιωτικού τύπου, τα χιλιάδες νέα περιπολικά, τα όπλα, τα χιλιάδες νέα δακρυγόνα δεν διευκολύνουν καθόλου αυτή την κατάσταση. Αντίθετα, μαρτυρούν ότι κάποιος έχει ξεκινήσει κάποιου είδους πολεμική επιχείρηση, χωρίς να μας το έχει γνωστοποιήσει.
Άρα, μέχρι στιγμής, είναι εμφανές ότι η αστυνομία παράγει ετοιμοπόλεμους στρατιώτες, όχι κρατικούς λειτουργούς.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο είναι η λειτουργία της αστυνομίας σε σχέση με την πανδημία και τον μηχανισμό των προστίμων.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ «πάγωσε» για μεγαλύτερο ή, σε κάποιες περιστάσεις, μικρότερο χρονικό διάστημα ολόκληρη η παραγωγή, στην περίπτωση της αστυνομίας δεν συνέβη το ίδιο.
Αντ’ αυτού, μέσα από τον μηχανισμό των προστίμων, η κυβέρνηση προσπάθησε να κερδίσει χαμένα χρήματα από τον νεκρό παραγωγικό χρόνο της πανδημίας. Και, φυσικά, εκεί για να εκπληρώσει αυτή τη λειτουργία συσσώρευσης ήταν πάλι η αστυνομία, η λύση για όλα.
Τα διοικητικά πρόστιμα, των οποίων το μέλλον όσον αφορά την πληρωμή τους ή όχι είναι θολό, μικρή σχέση είχαν με την πανδημία.
Περισσότερο ήρθαν να καλύψουν το παραγωγικό κενό, καθώς η αγορά δεν λειτουργούσε και από κάπου έπρεπε να αντλήσει χρήματα η κυβέρνηση. Ενδεχομένως να έχουν κοπεί και εκατομμύρια πρόστιμα, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό καθώς δεν καταγράφεται ούτε ανακοινώνεται επίσημα κάπου.
Εδώ, η αστυνομία καλείται να επιτελέσει έναν ακόμα ρόλο, πέραν του πολεμικού που αναφέρθηκε παραπάνω. Έρχεται να εκπληρώσει τον ρόλο του τοκογλύφου, ο οποίος πάλι, καμία απολύτως σχέση δεν έχει με την ιδέα περί κρατικού λειτουργού ή ακόμα και με την ιδέα περί τήρησης της έννομης τάξης.
Βεβαίως, τα παραπάνω δεν έχουν περάσει απαρατήρητα και η κοινωνική δυσαρέσκεια έχει αρχίσει να αυξάνεται γοργά. Και οι κυβερνήσεις έχουν σιγά-σιγά αρχίσει να το παίρνουν χαμπάρι.
Πρόσφατα, πέρασε το νομοσχέδιο για τα Πανεπιστήμια της Κεραμέως. Γνωστό. Μια από τις διατάξεις αναφέρει την ίδρυση ή καλύτερα την εγκατάσταση μεγάλου αριθμού αστυνομικών δυνάμεων στα Πανεπιστήμια.
Έχει αξία να δούμε τη συγκεκριμένη διάταξη, όχι από την κλασσική οπτική της, δηλαδή την καταπάτηση του Ασύλου κλπ. Αλλά από μια άλλη, ενδεχομένως αθέατη μέχρι στιγμής.
Η ελληνική αστυνομία, το 2021, έχει αναχθεί στη λύση για όλα.
Τον κορονοϊό, την παραβατικότητα, τον εσωτερικό εχθρό και τους μετανάστες. Ένα σώμα που απαντάει στα πάντα, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο και προετοιμασμένο για τίποτα από αυτά.
Σε αυτή τη λίστα έρχεται να προστεθεί και το πανεπιστήμιο. Γιατί οι πολίτες οφείλουν, πλέον, να συνηθίζουν την εικόνα της αστυνομίας ως κυρίαρχου διαχειριστή κάθε πτυχής της κοινωνίας. Από τα 18 που θα μπαίνει κάποιος στο πανεπιστήμιο, θα πρέπει να βλέπει κάθε μέρα την αστυνομία να κόβει βόλτες στις πανεπιστημιουπόλεις. Η αστυνομία δεν θα είναι πια αυτό το εχθρικό σώμα που συναντάμε Έξω, αλλά το καθημερινό, απλό σώμα που θα συναντάμε και Μέσα.
Ο αστυνομικός σταματάει να είναι μόνο απόμακρος και μόνο ένα μέσο επιβολής, και πλέον θα είναι και το φιλικό πρόσωπο που θα βλέπεις πολλές φορές μέσα στη βδομάδα. Ίσως περισσότερες φορές απ’ όσες θα βλέπεις κοντινούς σου ανθρώπους. Το πανεπιστήμιο, πέρα από την εκπαιδευτική και παιδαγωγική του αξία, αποτελεί και έναν χώρο στον οποίο το άτομο επιχειρεί να αυτονομηθεί. Να ξεφύγει από τις παραστάσεις του σχολείου και της οικογένειας και να αρχίσει να κάνει επιλογές που θα καθορίσουν το μέλλον του – κοινωνικά, πολιτικά και επαγγελματικά.
Εκεί ακριβώς έρχεται να παρέμβει το σώμα της αστυνομίας καθώς, πλέον, θα βρίσκεται εκεί, έτοιμο να πειθαρχήσει και να παρέμβει, όπου θεωρείται αναγκαίο.
Άρα η είσοδος της αστυνομίας στα πανεπιστήμια δεν έχει να κάνει μόνο με το ιδεολογικό κόλλημα μιας κυβέρνησης, η οποία θεωρεί τα πανεπιστήμια εστίες τρομοκρατίας και ανομίας. Έχει πολύ περισσότερο να κάνει με το γεγονός πως η αστυνομία περνάει μια κρίση απο-νομιμοποίησης, η οποία κρίση οφείλει να εξομαλυνθεί. Και θα εξομαλυνθεί με την καθημερινή παρουσία στον κατεξοχήν χώρο διάπλασης συνειδήσεων, ώστε να επιχειρήσει να φτιάξει την εικόνα της. Μπορεί να μην γίνει άμεσα, αλλά όσο το νομοσχέδιο είναι σε ισχύ, κάποια στιγμή θα συμβεί.
Αυτή η κατάσταση συνοψίζει, εν ολίγοις, μια διάσταση του προβλήματος που ονομάζεται ελληνική αστυνομία. Υπάρχουν πολλά ακόμη που μπορούν και αξίζει να συζητηθούν.
Ας εστιάσουμε, όμως, λίγο στα παραπάνω γιατί τα υπόλοιπα, δηλαδή οι επαφές με το οργανωμένο έγκλημα, η ατιμωρησία ή οι σχέσεις με φασιστικές ομάδες, είναι γνωστές. Όπως γνωστή είναι η κουβέντα για τα μεμονωμένα περιστατικά.
Αυτό που είχαμε να αντιμετωπίσουμε περαιτέρω, όμως, το 2021 ήταν η αναγωγή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, της αστυνομίας στο σώμα που ασχολείται πλέον με τα πάντα.
Και αν ένας μηχανισμός, ο οποίος στον πυρήνα του είναι προετοιμασμένος για πόλεμο, αποφασίζει να ασχοληθεί με όλα, τότε όλα γίνονται μια πολεμική διαδικασία. Ολόκληρη η καθημερινότητα μεταβάλλεται σε μια κατάσταση όπου η απειλή του πολέμου είναι διαρκής.
Είναι, όμως, ταυτόχρονα και ένας άνισος πόλεμος γιατί εμείς δεν γνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση, ενώ αυτοί που καλούνται να μας διαχειριστούν ως εν δυνάμει εχθρούς προετοιμάζονται για πόλεμο κάθε μέρα του χρόνου.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν, κάπως συνοπτικά, είναι πλέον τα μόνιμα χαρακτηριστικά της αστυνομίας και είναι αυτά που θα συνεχίσουν να εξελίσσονται περισσότερο, καθότι φαίνεται ότι υπάρχει κυβερνητική και πολιτική ανάγκη. Αν δεν υπήρχαν, τότε μάλλον δεν θα λειτουργούσε με τον συγκεκριμένο τρόπο η αστυνομία και θα έμενε στις κλασσικές λειτουργίες καταστολής και πειθάρχησης.
Ίσως είναι ώρα, λοιπόν, με κάποιο τρόπο να σταματήσει αυτή η κατάσταση. Και όσο τραβηγμένο και αν μπορεί να ακούγεται, οι λύσεις είναι δύο. Είτε να κηρυχτεί ανοιχτά αυτός ο πόλεμος που αναφέρθηκε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, είτε η λειτουργία της αστυνομίας να σταματήσει να είναι αυτό που είναι. Δηλαδή να αφοπλιστεί, να μειωθεί η χρηματοδότησή της και να διαλυθούν όλες οι ομάδες άμεσης δράσης. Εάν υπήρχε κάποια άλλη μέση λύση, τότε αυτή μάλλον θα είχε εφαρμοστεί. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι καιροί της κρίσης -οικονομικής και υγειονομικής- ποτέ δεν είναι καιροί της μέσης αλλά κυρίως των άκρων.