Δημήτρης Βεργίνης
Πιωμένος απ’ τον τίτλο. Γράφω σχεδόν ξημέρωμα, έξω βρέχει άγρια και οι λέξεις μου θέλουν να βγάλουν ειρμό στο κονταροχτύπημά τους με τη ζάλη. Προσπαθώ να αποχαιρετίσω το εντονότερο καλοκαίρι που θυμάμαι, το πιο άσχημο, το πιο δύσκολο, το πιο απάνθρωπο. Μαζεύω σκέψεις και προτάσεις και στο πλάι του ποτηριού μου φτιάχνω ένα κείμενο για όσα θα ‘θελα και δεν είναι, για όσα σιχαίνομαι και είναι.
Ε, λοιπόν, αυτό θα ‘θελα να είναι το καλοκαίρι μου: ένα κορίτσι που βουτάει από ψηλά στο μπλε, ένα κορίτσι που ουρλιάζει από ευτυχία λίγο πριν τη δροσιά. Αυτό: μια φωτογραφία που στα αριστερά της πνίγεται στο φως και στο κέντρο της ορίζει την ελευθερία. Ένας ενδοιασμός της λογικής ανάμεσα στη νίκη της βαρύτητας και στην αλμυρή ένωση που θα ακολουθήσει και στην ήττα της φυσικής και στο rewind που θα φέρει ακόμη και τον ιδρώτα πίσω στους πόρους του. Αυτό: μαλλιά να ανεμίζουν, χέρια-πόδια στο ακανόνιστο και το μωβ ως ακροπινελιά του δημιουργού.
Ε, δεν ήταν αυτό όμως. Το καλοκαίρι μου ήταν εφιάλτες και ξύπνημα με φωνές, ιδρωμένος για έναν κόσμο που δε θέλω να ζω. Το καλοκαίρι μου ήταν πνιγμένοι άνθρωποι και δαρμένοι άνθρωποι και φυλακισμένοι άνθρωποι και εξευτελισμένοι άνθρωποι. Το καλοκαίρι μου ήταν προδομένες ιδέες κι ασθμαίνουσα αριστερά και συστημικό χαμόγελο άτρωτης παρουσίας. Ήταν φασίστες που βγήκαν απ’ τα λαγούμια τους, Ευρώπη που ξανασήκωσε φράχτες Άουσβιτς και Νταχάου, πραγμάτωση ενός δυστοπικού μέλλοντος που νόμιζα για καιρό ακόμη θα ‘ναι μόνο στα βιβλία μου. Το καλοκαίρι μου ήταν πληγή που δεν έκλεισε, που χαίνει και στον Σεπτέμβρη που μπήκε και στο φθινόπωρο που συνεχίζει και στον χειμώνα που θα ακολουθήσει.
Καλοκαίρι, με κορόιδεψες απ’ την πρώτη στιγμή που συστηθήκαμε. Για ποιον καλό καιρό μου μίλησες; Γι’ αυτόν που ανέτρεψε βάρκες στη Λιβύη; Για αυτόν που έφτιαξε ουρές χιλιομέτρων ανθρώπων χωρίς νερό να ξεδιψάν στην Ειδομένη; Για εκείνον που κοίμισε κόσμο δίχως κρεβάτια και δίχως στρώματα και παρέα με ποντίκια στην Τήλο; Για τον άλλο που δημοσιογράφος στην Ουγγαρία γκρέμιζε πρόσφυγες με τα παιδιά τους αγκαλιά, για να έχει μια καλύτερη λήψη για το δελτίο των οχτώ; Καλοκαίρι, το τακτ μου στον διάολο. Για ποιον γαμημένο καιρό μου μίλησες; Για αυτόν που ανήλικοι στη Μυτιλήνη ρίχνουν μολότωφ όχι στο κράτος, όχι σε ό,τι a priori είναι ενάντια στην εφηβεία τους αλλά σε εξαθλιωμένους πρόσφυγες; Για αυτόν που σε ένα φορτηγό, στην καρδιά του τάχα μου πολιτισμού μας, πέθαναν από ασφυξία εβδομήντα ένας κρυμμένοι άνθρωποι; Για εκείνον που η πρώτη “αριστερή” κυβέρνηση κάνει εκλογές για να ξεφύγει κι από αυτό ακόμη το μεταναστευτικό αντί να βρει την ευκαιρία και να βοηθήσει αταλάντευτα και με ανιδιοτέλεια, ως παράδειγμα, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους;
Δεν μπορώ να ηρεμήσω. Τα θέλω μου, από ό,τι γίνεται, απέχουν δυο αποστάσεις ως την Ανδρομέδα δρόμο. Είμαι η γυναίκα και δεν μπορώ άλλο πόνο στα σπλάχνα μου. Είμαι ο άντρας και δεν μπορώ άλλες πληγές στο σώμα μου. Είμαι η γη και δεν μπορώ άλλα δηλητήρια στο χώμα μου. Είμαστε στην αρχή του ολέθρου και θέλω να τελειώσει. Είμαστε στην αρχή και ξέρω πως δε θα τελειώσει. Ψάχνω για ελπίδα αλλά το καλοκαίρι είναι πια παρελθόν. Στα πρωτοβρόχια απολογισμό κάνεις, δεν διαλέγεσαι με τον ήλιο.
Επιστρέφω στη φωτογραφία. Μαζί με το κορίτσι παίρνω βαθιά ανάσα. Θα τα καταφέρω κι εγώ και θα ξαναβγώ στην επιφάνεια αφού πρώτα τους νικήσω όλους στο βυθό. Μονόδρομος. Ο δικός μου για να μην τρελαθώ.
*Ευχαριστώ τη Μαρία για τη φωτογραφία. Για το όμορφο.