Και στον πούτσο μου παπάρα αν φοβάσαι τους πρόσφυγες ότι θα σου πάρουν τη χώρα, παλιομαλάκα, χώμα και νερό είναι, όλων μας είναι και τα παιδιά που πνίγονται δικά μου είναι και δικά σου θα έπρεπε να τα νιώθεις και να παρακαλάς να σωθούν όλα και να κλαις όταν πνίγονται κι όταν βασανίζονται κι όταν ορφανεύουν κι άντε γαμήσου καργιόλη που αδιαφορείς και δυσανασχετείς και λες «τόσα είχαμε στο κεφάλι μας, τώρα μας φορτώνονται κι αυτοί» γιατί άχρηστο είναι το κεφάλι σου και άδικο βάρος στους ώμους σου κι αν δε μπορείς να νιώσεις, να καταλάβεις, άντε και πνίξου να ξαλαφρώσουμε από έναν μαλάκα, πολλοί είστε δε θα λείψετε, πιο κάτω από τον πάτο είσαι αν δε μπορείς να θυμώσεις, να ουρλιάξεις, να πονέσεις για όλο αυτό που συμβαίνει και νοιάζεσαι για την οικονομία, την ανάπτυξη, το γαμωκόμμα σου, τα κύματα ξερνάνε νεκρούς κι εσύ κοιμάσαι ήσυχος, κι ενοχλείσαι που είναι πολλοί και μένουν στις πλατείες και να φύγουν και η Ευρώπη που κινδυνεύει, στ’ αρχίδια μου αν κινδυνεύει η Ευρώπη και η ησυχία σου και η τσέπη σου, κίνδυνος είναι η πείνα και η φωτιά που κυνηγάνε αυτούς που πέφτουν στη θάλασσα για να σωθούν κι αντί για σωτηρία πέφτουν στο στόμα σου και στην αδιαφορία σου και τους κρίνεις και ρωτάς γιατί φεύγουν από τις χώρες τους -τα δικά σου παιδιά, μαλάκα γιατί έφυγαν στη Γερμανία να γίνουν Γκασταρμπάιτερ; – κι αντί να ντραπείς για όλο αυτό κάθεσαι και γιορτάζεις – τι γιορτάζεις ρε ηλίθιε; – την ελευθερία σου τάχα μου και την ειρήνη δήθεν, με όπλα και στρατιώτες τα γιορτάζεις και φόβο και υποταγή – ποια ελευθερία γιορτάζεις ρε ηλίθιε; – σκλαβωμένος μαλάκας είσαι σε όσα ελάχιστα σου χαρίζουν για να κάθεσαι ήσυχος κι αδιάφορος άδειος σα ζόμπι από ψυχή κι ανθρωπιά, πνίγονται ρε σίχαμα προσπαθώντας να σωθούν από τους ίδιους που αύριο θα κυνηγήσουν και σένα για να βγάλουν κι άλλα φράγκα, ήσυχος να μένεις μέχρι να έρθει η σειρά σου σίχαμα, πνίγονται στα κύματα ρε ηλίθιε που εσύ κάποτε πνίγηκες με το σάλιο σου και τρόμαξες, γιορτάζεις, τι γιορτάζεις ρε ηλίθιε; Τα χάλια σου;