Σύγχυση
Οι άνθρωποι παριστάνουν τους ανθρώπους
οι σύντροφοι τους συντρόφους
οι αριστεροί τους αριστερούς
– οι φασίστες ειναι φασίστες όπως και να το κάνεις –
οι φίλοι έγιναν πόλη και δρόμος κι υπόνομοι
να ξεχύνεται η σιωπή απο τον κρόταφό σου
που τη μαζεύουν σκουπιδιάρικα ξημέρωμα Κυριακής
οι γιαγιάδες τρέχουν στα μνημόσυνα
εσύ για το κονιάκ
σκαρφαλώνει η μνήμη στο λαιμό
σε δένει με λευκό πανί παράδοσης μη τύχει και πάρεις ανάσα
οι περαστικοί δαγκώνουν με μανία τις φλέβες σου
τί ώρα είναι ;
απο το τικ στο τακ μεσολαβεί μια έκρηξη
σύγχυση
τα τρένα φεύγουν , προορισμός χιτλερικά υπόγεια και σφυροδρέπανα στα βόρεια
τα όνειρα πιάνονται επ’ αυτοφώρω
ανθίζουν οι μετανάστες νεκροί σε συρμάτινα κλαδιά Φλεβάρη μήνα
πώς βρεθήκαμε εδώ ;
βάζεις το χέρι στη καρδιά
χέρι σε τρύπια τσέπη μοιάζει
με μιλιγκράμ μετράς το χρόνο
ποιός άλλαξε κανάλι ;
ποιός είναι εκεί ;
Φανερώσου διάολε!
γιατί φτιάξανε με τοίχους τα σπίτια, μου λες ;
τα παράθυρα να κλείνετε μη γίνει η φυγή τετράγωνη
βγάλε με τώρα απο δώ
πήγαινέ με μια βόλτα στου Στρέφη
βγάζουν έκτακτο ανακοινωθέν για καμένα περιπολικά
να προλάβουμε πρέπει , τέτοια γιορτή ,
τώρα που οι λαοί στηρίζουν κυβερνήσεις
ανοιξε τη ντουλάπα και φόρεσε μου τα καλά μου
μαύρο παντελόνι και παντιέρα
τί χρονιά έχουμε ;
κάποιος είπε τη λέξη «σοσιαλισμός»
κρύφτηκα γιατί μου ήρθαν στο μυαλό τ’ αποτσίγαρα στις φτέρνες του πατέρα μου
και τα καπνισμένα μαθητικά μας χρόνια.
Θα μείνω εδώ τελικά!
Ποιός ν’ ανοίξει τη πόρτα ;
Οι γέροι κοιμούνται τα μεσημέρια
και τα νιάτα έχουν πεθάνει στα δεκαοκτώ ,
κάτι ήθελα να πω , κάτι ναυάγησε στα χείλη μου …
Α!
Σ’ αγαπώ ;