Πάνω απ’ το χωριό μου, τη Θάλαττα, που στους χάρτες αναφέρεται ως Λατζόι, υπάρχει μια σπηλιά, υπάρχει κι ένας μύθος. Ως μύθος έμεινε, όμως σίγουρα περιέχει ψήγματα αλήθειας.
Σ’ αυτόν τον μύθο βασίστηκα για να γράψω την ιστορία του ανθρώπου που έγινε θεός (https://sanejoker.info/2015/03/god-in-the-desert.html). Όμως καλύτερα θα ήταν να διηγηθώ την ιστορία έτσι όπως την ξέρουν όλοι στη Θάλαττα.
Συνέβη πριν πολλά χρόνια, αλλά ακριβώς πόσα κανείς δεν ξέρει. Μπορεί επί τουρκοκρατίας. Ίσως πιο πριν, όταν το δεσποτάτο του Μυστρά εκτεινόταν σ’ όλη τη δυτική Πελοπόννησο.
Κάποιος γέρος στο καφενείο, όταν ρωτούσα για την αίρεση των σιωπηλών, είπε κάτι διαφορετικό. Ότι συνέβη ακόμα παλιότερα, πριν πατήσει ο Απόστολος Παύλος το πόδι του στην περιοχή. Είπε πως ήταν μύθος των αρχαίων, μπορεί και των Πελασγών.
Τότε οι άλλοι γέροι είχαν γελάσει, αλλά ίσως ο γερο-Σπύρος να διαισθάνθηκε την αλήθεια. Ποιος ξέρει;
~~
Η ιστορία ξεκινάει μ’ έναν γέρο που πήγε να μονάσει στη σπηλιά. Ήταν άγνωστος, είχε έρθει απ’ το πουθενά, κανείς δεν τον είχε ξαναδεί.
Πέρασε απ’ το χωριό χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Μόνο στάθηκε στην πηγή, κάτω απ’ τον πλάτανο της πλατείας, να ξεδιψάσει. Κι έφυγε. Και χάθηκε.
Λίγες μέρες μετά ένα βοσκόπουλο κατέβηκε στην πλατεία κι είπε πως στη σπηλιά των φιδιών έμενε ένας παράξενος γέρος.
(Μια παρέμβαση: Η σπηλιά ακόμα και σήμερα λέγεται έτσι “των φιδιών”. Γιατί στις 30 του Απρίλη πάντα, ανοίγει ο τοίχος και τρέχουν μικρά μικρά φιδάκια. Είναι άκακα και το ‘χουν σε μεγάλο αμάρτημα να τα σκοτώσει κάποιος.)
Κάποιοι ανέβηκαν στη σπηλιά και πήγαν φαγιά στον γέρο. Πλούτη δεν είχαν στο χωριό, αλλά δεν θ’ άφηναν ποτέ κάποιον να πεθάνει απ’ την πείνα.
Εκείνος πήρε κι έφαγε χωρίς κανέναν να ευχαριστήσει.
Και συνέχισαν έτσι να του πηγαίνουν φαγητό, για όλο το χειμώνα θαρρώ, χωρίς να τον ακούσουν κουβέντα να λέει.
~~
Ώσπου έτυχε η ιστορία με τη γκαστρωμένη. Ένα κορίτσι ανύπαντρο, ξενομερίτισσα, είχε μείνει έγκυος, και κανείς δεν ήξερε από ποιον. Ο ιερέας του χωριού δεν ήθελε να τη βλέπει μπρος του, έκανε το παν για να τη διώξουν -κι οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι εκείνος είχε γκαστρώσει το κορίτσι, σε μια εξομολόγηση.
Το κορίτσι φούσκωνε και πρηζόταν κι όταν έφτασε στις μέρες της τη διώξαν απ’ το σπίτι όπου δούλευε. Εκείνη ξεκίνησε να πάει στο βουνό, να πεθάνει και να τη φάνε οι λύκοι, γιατί κι η ίδια πίστευε πως είχε κάνει μεγάλη αμαρτία.
Όταν έφτασε έξω απ’ τη σπηλιά των φιδιών τέλειωσε το φως της μέρας. Επειδή φοβόταν το σκοτάδι -μικρό κορίτσι ήταν, ούτε τα δεκατέσσερα δεν είχε κλείσει, μπήκε μέσα γιατί είδε φωτιά.
Ο παράξενος γέρος ήταν εκεί, μόνος, κι έτρωγε κολοκυθόσπορους.
Ένα μήνα μετά ανέβηκε στη σπηλιά μια γυναίκα για ν’ αφήσει φαγητό. Και βρήκε τρεις ανθρώπους. Τον γέρο, το κορίτσι κι ένα μωρό που ‘μοιαζε μ’ άγγελο. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά, λες κι ήταν πεντάχρονο. Και μάτια γαλανά, τέτοια που δεν είχαν ξαναφανεί στα βουνά.
Η γυναίκα ρώτησε τον γέρο: “Συ τη ξεγέννησες; Μονάχος;”
Εκείνος δεν απάντησε.
Δεν μπορούσε να βαστάξει κρυφό τέτοιο θαύμα. Γύρισε τρέχοντας στο χωριό και το ‘πε σ’ όλους. Οι γυναίκες πήγαν να προσκυνήσουν το μωρό και τον γέρο. Κάποια χήρα, άτεκνη και μαραζωμένη, ζήτησε απ’ το κορίτσι να γίνει μάνα της και γιαγιά του αγγέλου, και τους έφερε όλους στο σπίτι του χωριού.
~~
Αυτό ήταν το πρώτο θαύμα. Το δεύτερο είχε να κάνει μ’ έναν άντρα που άκουγε φωνές δαιμόνων. Το τρίτο με μια γυναίκα που γεννούσε μόνο κορίτσια.
Σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα, άνοιξη με την άνοιξη, κάθε τριάντα του Απρίλη πήγαιναν οι χωριάτες στη σπηλιά για ν’ ακούσουν τι δεν θα τους πει ο γέρος.
Μιλούσαν, έλεγαν, ρωτούσαν, αναρωτιούνταν, συνέχιζαν να λένε, κι ο γέρος μόνο τους κοιτούσε, ποτέ δεν απαντούσε. Τη σιωπή του καθένας την ερμήνευε έτσι όπως ήθελε κι έφευγε απαλλαγμένος απ’ τα αμαρτήματα, τα ερωτήματα και τις ενοχές.
Μέχρι κι ο ίδιος ο ιερέας λένε ότι πήγε στη σπηλιά για να δει τι ‘ταν αυτός ο άγιος. Και γύρισε ξαλαφρωμένος.
~~
Κάμποσο καιρό μετά ήρθε το τέλος του γέρου. Αυτό το διηγούνται με παράξενα λόγια, όμως σίγουρα ήταν όπως του ταίριαζε.
Ο γέρος δεν πέθανε κανονικά -για να αναστηθεί. Ούτε όμως αναλήφθηκε στους ουρανούς με πύρινο άρμα. Μόνο ξεκίνησε να ξεθωριάζει. Στην αρχή του πέσαν τα μαλλιά και τα δόντια, έπειτα άρχισε να ξεφλουδίζει και να χάνει το δέρμα του, σαν τα φίδια. Όμως δεν έβγαζε καινούριο δέρμα. Κάθε λεπίδα που έπεφτε άφηνε πίσω του κενό.
Έσβησε σιωπηλά -έτσι όπως του έπρεπε. Εξαφανίστηκε.
Τις τελευταίες μέρες ίσα που φαινόταν κι αν έβαζες το χέρι σου μπορούσες να το περάσεις από μέσα του, χωρίς πουθενά να σκαλώσει.
Στις τριάντα του Απρίλη είχαν μείνει μόνο τα μάτια και το στόμα του, ξεθωριασμένα κι εκείνα. Κι έπειτα, χωρίς κάτι ν’ ακουστεί, ούτε έκρηξη ούτε καν λυγμός που λέει κι ο ποιητής, ο γέρος χάθηκε.
~~
Οι άνθρωποι συνέχισαν να πηγαίνουν στη σπηλιά, ελπίζοντας κάτι να δουν. Στην αρχή μιλούσαν μόνοι κι ακούγαν την ηχώ τη φωνή τους. Έπειτα σταμάτησαν να μιλάνε. Μόνο κάθονταν εκεί, στο μέρος όπου καθόταν ο Σιωπηλός (έτσι τον αποκαλούσαν πλέον).
Την επόμενη χρονιά, στα τέλη του Απρίλη, όταν βγαίνουν τα φίδια, κόσμος πολύς μαζεύτηκε μέσα κι έξω απ’ τη σπηλιά. Δεν ήταν μόνο απ’ τη Θάλαττα, η φήμη του Σιωπηλού είχε απλωθεί σ’ όλη την Πελοπόννησο.
Το βράδυ, μόλις βγήκε το φεγγάρι, έκατσαν όλοι κάτω, σε κύκλο, λες κι είχαν ανάμεσα φωτιά. Κι έμειναν σιωπηλοί όλη την νύχτα, μέχρι που φάνηκε η ρόδινη γάζα της αυγής. Τότε σηκωθήκαν και γύρισαν όλοι στα χωριά τους και στα σπίτια τους.
Το ίδιο έγινε και τον επόμενο Απρίλη. Το ίδιο και τους άλλους. Οι άνθρωποι πήγαιναν εκεί και κάθονταν σε κύκλο, χωρίς να μιλάνε. Κορυφαίος δεν υπήρχε, ιερέας δεν υπήρχε, γιατί δεν υπήρχε λόγος, γιατί δεν υπήρχε κάποιος που να είναι εκπρόσωπος του λόγου.
Τη σιωπή όλοι μπορούσαν να την εκφράσουν. Κι αυτή η σιωπή τους έκανε όλους ίσους.
Οπότε κάθονταν σε κύκλο στην “εκκλησία” τους, στην σπηλιά, χωρίς να ψέλνουν, χωρίς να υμνούν, χωρίς καν να μιλάνε μεταξύ τους.
~~
Οι Σιωπηλοί έγιναν με τα χρόνια ομάδα. Τους αναγνώριζαν όλοι οι άλλοι. Οι Σιωπηλοί δεν μιλούσαν πολύ. Έκαναν τις δουλειές τους και τις συμφωνίες του χωρίς περιττά λόγια, κάποιες φορές χωρίς καθόλου λόγια.
Στο καφενείο ήταν εκείνοι που έπαιζαν χαρτιά και τάβλι χωρίς να φωνασκούν. Στις γιορτές, στους γάμους και στις κηδείες, ήταν εκείνοι που έπιναν ήσυχα. Στις γειτονιές ήταν εκείνοι που ποτέ δεν κουτσομπόλευαν.
Παραδόξως αυτή η ησυχία τους έκανε να είναι πιο αποδοτικοί σε κάθε δουλειά και ασχολία απ’ τους θορυβώδεις γείτονες. Αλλά και να φαίνονται επικίνδυνοι.
Τα παιδιά των Σιωπηλών ήταν κι εκείνα ίδια σιωπηλά. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από ένα παιδί που κάνει ησυχία.
~~
Κάποια στιγμή ο ιερέας εκ του άμβωνος μίλησε ενάντια στους Σιωπηλούς. Βροντοφώναξε ότι δεν μπορούν να λατρεύουν “καινά σιωπηλά δαιμόνια”.
“Εν αρχή ην ο λόγος”, είπε. “Χωρίς τον Λόγο δεν υπάρχει θεός, δεν υπάρχει εκκλησία, δεν υπάρχει νόμος, δεν υπάρχει ο άνθρωπος.”
Λίγες μέρες μετά ήρθε η επιβεβαίωση των λόγων του ιερέα. Η συνάθροιση του Απριλίου στη σπηλιά των φιδιών θεωρήθηκε αίρεση -“επικινδυνότερη των γνωστών αιρέσεων, γιατί είναι αθόρυβη και υποχθόνια”.
Όσοι κατηγορήθηκαν ως Σιωπηλοί έπρεπε ν’ αποκυρήξουν την αίρεση. Αρκούσε να μιλήσουν μπροστά στον εξεταστή, να πουν κάτι, οτιδήποτε.
Κάποιοι δεν υποχώρησαν. Δεν απάντησαν, δεν μίλησαν καν, και χαρακτηρίστηκαν αιρετικοί. Λένε ότι η τιμωρία τους ήταν να τους κόψουν τη γλώσσα, ώστε να τους αφαιρέσουν το προνόμιο του λόγου, να μην μπορούν να ξαναμιλήσουν, ακόμα κι αν ήθελαν.
Κάποιοι άλλοι μίλησαν όταν βρέθηκαν μπρος στη γλωσσητόμο. Αυτοί ήταν τα χαμένα πρόβατα που βρήκαν τη λαλιά τους.
~~
Ο μύθος των Σιωπηλών παραμένει ζωντανός στη Θάλαττα. Όταν κάποιος είναι εσωστρεφής και ολιγόλογος, του λένε: “Τι έγινε; Το παίζεις σιωπηλός;” Κι εννοούν περισσότερα απ’ όσα λένε.
Εγώ, που ως παιδί περνούσα πολλές ώρες στο χωριό αμίλητος, παρατηρώντας και διαβάζοντας, είχα ακούσει τη γιαγιά μου να λέει γελώντας: “Σιωπηλός βγήκε ο μικρός”.
Και στη σπηλιά των φιδιών, όταν πέφτει το Πάσχα κοντά στις τριάντα του Απρίλη, μαζεύεται κόσμος κι αφήνει λαμπάδες και αντίδωρα στο χώμα.
Λένε ότι το κάνουν για την Ανάσταση του Χριστού.
Όμως μέσα στη σπηλιά κανείς δεν μιλάει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Βασίλη Μπάκαλου https://bakalos.com/
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~