Κείμενο: Παναγιώτης Μουντούρης*
ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ
Θηριόμορφοι
εκδ. Πόλις
Μπορεί για τον Φρόυντ η γυναικεία σεξουαλικότητα να ήταν ένα αίνιγμα, μια ανεξερεύνητη ήπειρος, για την Έλενα Μαρούτσου, που εδώ και χρόνια έχει ανοίξει μια συνομιλία με το αναγνωστικό της κοινό, φαίνεται να μοιάζει περισσότερο με ένα μακρύ, βαθύ και σκοτεινό ποτάμι. Αν οι Χυδαίες ορχιδέες (εκδ Κίχλη) με επίκεντρο το σώμα που, άλλοτε είναι διανομέας ηδονής και άλλοτε αποτελεί φορέα του θανάτου, αποτελούν παραπόταμους που φέρνουν (ή κλέβουν;) νερό από το ποτάμι της σεξουαλικότητας, αν το Δύο (εκδ Κίχλη) που ψαύει το μυστήριο της ταυτότητας προσωποποιημένο στη σχέση μητέρας-κόρης αλλά, και σε όσα γενεαλογικά εγγράφονται σε αυτό το δεσμό και δρουν μέσω του φαντασιακού και συναισθηματικού ομφάλιου λώρου, αποτέλεσε έναν ορμητικό χείμαρρο, αν οι Θηριόμορφοι (εκδ Πόλις) προσφέρουν ένα περίπλοκο και πολύπλοκο σύστημα ψυχικών αρδεύσεων, φραγμάτων, καναλιών, τότε, χρειάζεται ένας καλός πλοηγός για να ταξιδέψει κανείς δίπλα του και να εξερευνήσει αυτό το σκοτεινό ποτάμι της γυναικείας σεξουαλικότητας.
Η Έλενα Μαρούτσου, με το καινούριο της βιβλίο “Θηριόμορφοι”, μας προσκαλεί να ταξιδέψουμε στο σκοτεινό ποτάμι της γυναικείας σεξουαλικότητας προτρέποντας τον αναγνώστη – ανεξαρτήτου φύλου – να αμφισβητήσει την παραδοσιακή άποψη που τοποθετεί τις γυναίκες στη θέση του θύματος και τους άνδρες στη θέση του θύτη. Η συγγραφέας αποδομεί, αποσυνθέτει, παραλλάσσει, επανενοποιεί και επανεισάγει στη γυναίκα τη θέση που της ανήκει : ούτε θύμα ούτε θύτης αλλά, ένα αυτούσιο, ανεξάρτητο ον όπου, πέραν της αρχής της ηδονής και ανάμεσα στις διεγέρσεις και στις ορμές που κατακλύζουν και προβάλλονται στο γυναικείο σώμα διαπλέκεται και το αρχέγονο ένστικτο της επιθετικότητας, του μίσους, του φθόνου και της εκδίκησης δίνοντας στα πρόσωπα του βιβλίου ζωομορφικές διαστάσεις.
«Συχνά οι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες φορούσαν ένα κεφάλι ζώου, κι έτσι μασκαρεμένοι απέπνεαν κάτι αισθαντικό αλλά ανοίκειο. Αυτοί οι θηριόμορφοι άνθρωποι ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακοί: το ζωώδες κεφάλι τους έμοιαζε να τους ταιριάζει, να τους ολοκληρώνει ή πώς να τω πω; να τους αποκαλύπτει».
Το βιβλίο αποτελείται από δυο ιστορίες, μια ιστορία εκδίκησης και μια επανόρθωσης. Παρόλο που το κάθε μέρος ιστορείται αυθύπαρκτα και διεκδικεί την αυτονομία και την αυτεξουσιότητά του η συγγραφέας πλέκει το κουβάρι που αναζητά τον μίτο της Αριάδνης, τη λύση του χρησμού του μαντείου, ώστε το τέλος να αναζητηθεί ένα καινούριο ψυχικό νόημα στα ασυνείδητα αδιέξοδα των ηρώων της.
Η αφήγηση ξεκινά με την περιγραφή μιας πρωταρχικής σκηνής όπου ο Σπύρος, καθηγητής Λογοτεχνίας, ο οποίος θρηνεί την πρόσφατα χαμένη γυναίκα του, σκύβει και κοιτάζει μέσα από την κλειδαρότρυπα του διπλανού δωματίου στο ξενοδοχείο που διαμένει ώστε να δώσει απαντήσεις στους περίεργους ήχους που ακούγονται σαν χτυπήματα πάνω σε σώμα. Τι μπορεί όμως να προκαλέσει ένα βλέμμα; πόσο έτοιμοι είμαστε να αντικρίσουμε αυτό που επιθυμούμε;
«όμως κανείς δεν με είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους που εγκυμονεί ένα βλέμμα. Ένα βλέμμα που θα καρφωθεί με φόρα σε μια γυναικεία μέση μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, ένα ντόμινο από καταστροφές που θα ήταν αδύνατο να αναχαιτιστούν»
Η συνάντηση του Σπύρου με τη γοητευτική και μυστηριώδη Μαριάννα θα εξελιχτεί σε ένα μύθο ή σε ένα παραμύθι – άλλωστε η Έλενα Μαρούτσου κατέχει την πρωτοκαθεδρία στην τέχνη της μυθοπλασίας – και θα αφήσει να ξεδιπλωθούν περιπέτειες, ανατροπές, εκπλήξεις με τρόπο διεγερτικό και καθηλωτικό προκαλώντας συχνά στον αναγνώστη σπλαχνικές αντιδράσεις. Ο Σπύρος , σαν ένας άλλος Οιδίποδας που αναζητά την αλήθεια όσο ανείπωτη και σκληρή αν είναι, στην προσπάθεια να αποδώσει και να προσδώσει ένα νόημα τόσο για την ιστορία της γυναικάς του όσο και για το μεταξύ τους “σχετίζεσθαι” θα δεχτεί το κάλεσμα της Μαριάννας και η γνωριμία τους θα ταξιδέψει τον αναγνώστη σε διάφορα “σημεία” από τον Κάμπο της Χίου και την Κίμωλο, στο στρατόπεδο εξόντωσης στο Άουσβιτς και, από εκεί, μέχρι το μακρινό 1951 σε καθολικό μοναστήρι στη Συρακούσα . Η σχέση τους θα οδηγήσει και τους δυο να σταθούν απέναντι στη μοίρα του πεπερασμένου της ύπαρξης τους. Τα μέρη, τα σημεία και οι τόποι που τοποθετεί η συγγραφέας του ήρωες συγχρονίζονται με το συμβολικό ρυθμό της αφήγησης και αποτελούν τη σκαλωσιά πάνω στην οποία η Έλενα Μαρούτσου συνθέτει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της. Το Άουσβιτς, ιστορικός χώρος μαρτυρίας, βαρβαρότητας, θηριωδίας και κτηνωδίας συμβολίζει την επιθετικότητα και τα ακραία ζωώδη ένστικτα που φωλιάζουν εντος μας ενώ το αυστηρό, στείρο καθολικό μοναστήρι που απαγορεύει κάθε επαφή με το ερωτικό συναίσθημα αντικατοπτρίζει ένα διογκωμένο υπερεγώ που μονώνει κάθε ερωτικό ένστικτο. Ποιος μπορεί όμως να απαρνηθεί και να ξεριζώσει την ερωτική του φύση; η ενόρμηση της ζωής φυτρώνει ακόμη και σε ξέρα γη , ακόμη και μέσα από βράχια.
«Το θέαμα που αντίκρισε της έκοψε την ανάσα: γυμνή, μέσα στο καταχείμωνο είχε τα χέρια ανάμεσα στα σκέλια της και με μανία τριβόταν. Η μοναχή κάλυψε με την παλάμη το στόμα της ενώ το κορίτσι με διασταλμένα μάτια έτρεμε λίγο πριν από την κορύφωση της ηδονής».
Όπως τα παραμύθια – και τα όνειρα – έτσι και ο αφηγηματικός συχνά συμβολικός και αλληγορικός λόγος της Έλενας Μαρούτσου κινείται από εικόνα σε εικόνα παρά από γεγονός σε γεγονός καθώς σκοπός της εξιστόρησης για τη συγγραφέα είναι η ψυχικοποίηση και όχι η επεξήγηση. Προς αυτή την κατεύθυνση οι φωτογραφίες της Laura Makabresku που συνομιλούν με το κείμενο λειτουργούν και συμβάλουν μετατρέποντας την αναπαράσταση και το συμβολισμό σε βίωμα στον ψυχικό κόσμο του αναγνώστη.
*Ο Παναγιώτης Μουντούρης είναι ψυχαναλυτικός ψυχοθεραπευτής και επιστημονικός συνεργάτης σε μονάδα ψυχιατρικής αποκατάστασης