Είμαι. Είμαι ο κάθε Γάλλος που απόψε σκοτώθηκε ενώ έτρωγε σε ένα εστιατόριο, ενώ έπινε καφέ, ενώ άκουγε μια μπάντα σε μια συναυλία, ενώ πήγαινε να δει ποδόσφαιρο. Είμαι ο καθένας στη χώρα, που κλείστηκε σπίτι του, που τρόμαξε, που κλείδωσε τις πόρτες, που πήγε διστακτικά να κοιτάξει έξω απ’ το παράθυρό του. Είμαι η ανησυχία τους και τα εκατομμύρια τηλέφωνα σε δικούς αν είναι καλά, αν ήταν μακριά απ’ το μακελειό. Είμαι τα δάκρυά τους για όσους έφυγαν, για το άδικο, για το άλογο, για το βίαιο. Είμαι η οργή τους για τους τρομοκράτες, για τους φανατικούς, για τους δολοφόνους που ξεκλήρισαν εκατόν πενήντα ανθρώπους, ίσως πολλούς παραπάνω.
Είμαι. Είμαι ο κάθε πρόσφυγας που απόψε είναι στη Γαλλία, είναι στην Ουγγαρία, είναι στη Γερμανία, είναι στην Ελλάδα, είναι οπουδήποτε στην Ευρώπη. Είμαι ο τρόμος τους για μια εκδίκηση που ίσως έρθει άδικα πάνω τους. Είμαι οι ψιθυριστές κουβέντες τους και οι προτροπές του ενός στον άλλο να μείνουν μέσα όπου μπορούν, να κρυφτούν όσο γίνεται. Είμαι τα κλάματά τους για τον εφιάλτη που παρότι ταξίδεψαν χιλιάδες χιλιόμετρα να του ξεφύγουν, τους ακολουθάει κατά πόδας κι εδώ. Είμαι το τρέμουλό τους για το αβέβαιο ξημέρωμα και το σκούρο σύννεφο για ένα μέλλον με κίτρινα αστέρια στο πέτο που ίσως ξανάρχεται.
Είμαι. Είμαι ο κάθε Ρώσος, ο κάθε Ιταλός, ο κάθε Άγγλος που ευθεία ή μέσω φημών δέχτηκε απόψε ή πριν μέρες, απειλή για την επόμενη επίθεση. Είμαι η σε διάρκεια ανασφάλεια του καθεμέρα τους από εδώ και πέρα. Είμαι η σφιγμένη τους γροθιά και το τρίξιμο των δοντιών τους απ’ τη λύσσα τους απέναντι στις κυβερνήσεις και τους ηγέτες τους, που βομβαρδίζοντας για οικονομικά συμφέροντα ξένους τόπους, φέρνουν τον πόλεμο στην πόρτα τους. Είμαι ο κάθε Ευρωπαίος που προσπαθεί να μείνει ψύχραιμος, να απομονώσει τους φασίστες, να αποδώσει νηφάλια τις ευθύνες στον φανατισμό και στο φαιό κι όχι στους κυνηγημένους ανθρώπους και στο φως τους.
Είμαι. Είμαι ο κάθε Σύρος, Σομαλός, Αφγανός, Ιρανός, Ιρακινός, Νιγηριανός… Είμαι όλοι οι πρόσφυγες που από απόψε εγκλωβίζονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες στις ακτές της Τουρκίας και της Λιβύης, στα καμπ της Ιορδανίας και του Λιβάνου, στη Μυτιλήνη και την Ειδομένη. Είμαι κάθε no, κάθε ليس -κάθε όχι απόγνωσης εννοώ- μπροστά στα τείχη που σηκώνουν πια, μία μετά την άλλη, οι ευρωπαϊκές χώρες. Είμαι το αντικαθρέφτισμα του αδιεξόδου στα μάτια τους στην ενημέρωσή τους ότι δεν έχει πια δρόμους ανοιχτούς γι’ αυτούς. Ότι η επιστροφή στο θάνατο είναι η επιλογή τους. Η μόνη μάλλον.
Απόψε είναι το βράδυ που ξαναλλάζει τον κόσμο. Έγραφε ο Όργουελ “αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου∙ για πάντα”. Ο στρατός στο κέντρο του Παρισιού, ο στρατιωτικός νόμος στη Γαλλία, η Γερμανία που προσφέρθηκε να βοηθήσει στέλνοντας το δικό της στρατό είναι η νίκη των Τζιχαντιστών. Ο φόβος και οι ελευθερίες που στο όνομα της εξάλειψής του στερούμαστε και θα στερηθούμε, είναι το χαμόγελο ευτυχίας των τρομοκρατών. Το παρόν όπως το ξέραμε, έχει τελειώσει. Είμαστε το μέλλον των δυστοπικών μας μυθιστορημάτων. Η μπότα ζορίζει ήδη το πρόσωπό μας. Δε θα φύγει. Πολύ φοβάμαι ότι ετούτη τη φορά δε θα φύγει. Ας είναι να κάνω λάθος. Ας είναι…