Στον Δημήτρη Κούλαλη, αποκλειστικά για το Νόστιμον Ήμαρ
Κύριε Μιχαηλίδη, καταρχάς θα θέλαμε να μας πείτε δυο λόγια για το νέο σας βιβλίο, «Σφαιρικά κάτοπτρα, επίπεδοι φόνοι».
Το βιβλίο, κινείται παράλληλα σε δύο εποχές. Η πρώτη, είναι η εποχή της τρίτης Σταυροφορίας,το 1191, όταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατακτά την Κύπρο, εκεί όπου, παντρεύτηκε την Βερεγγάρια της Ναβάρρας . Η βασική ηρωίδα αυτής της εποχής είναι η Δόνα Εστεφάνα (μυθοπλαστικό πρόσωπο), γιάτρισσα, σπουδαγμένη γιατρός, κυρία επί των τιμών στην υπηρεσία της πριγκίπισσας Βερεγγάριας. Λίγο μετά την άφιξη του Ριχάρδου στη Λεμεσό και την κατάληψη της Κύπρου γίνεται ένας φόνος! Αυτό, είναι το πρώτο σκέλος της ιστορίας. Τώρα, η δεύτερη φάση, εξελίσσεται γύρω στο 1955, όταν μια Εγγλέζα βυζαντινολόγος,ένας Γάλλος παλαιογράφος κι ένας Έλληνας μαθηματικός, καλούνται στην Κύπρο από την αγγλική διοίκηση, για να αξιολογήσουν ένα χειρόγραφο, το οποίο έχει βρεθεί σε κάποιο μοναστήρι. Κι εκεί πέρα, γίνεται ένας δεύτερος φόνος. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ιστορίες, υπάρχει μια σύνδεση μέσα από τους νόμους των κατόπτρων, εξ’ ου και ο τίτλος.
Στο νέο σας μυθιστόρημα, συναντάμε το γνώριμο συγγραφικό σας στυλ: Μαθηματικά, μυστήριο, Ιστορική περιήγηση. Με δεδομένο, μια παλαιότερη σας δήλωση, ότι όλα σας τα βιβλία αναφέρονται στο παρόν, το νέο σας έργο τι προσπαθεί να επικοινωνήσει μέσα από αυτούς τους θεματικούς πυλώνες στους σύγχρονους του;
Κοιτάτε, αν πω τι θέλει να «πει» το βιβλίο, και δεν το «πει» το ίδιο το βιβλίο, την «κάτσαμε». Με άλλα λόγια, αυτό είναι κάτι, το οποίο κατά την γνώμη μου, κανένας συγγραφέας όχι απλά δεν πρέπει να το λέει, ούτε καν να το σκέφτεται. Προσωπικά, όταν σχεδιάζω ένα βιβλίο, ποτέ, ίσως με εξαίρεση τα «Εγκλήματα δημοσιονομικής προσαρμογής» και το «Μιλώντας στην Άννα», που όντως ήθελα να «πουν» κάτι· ποτέ δεν αποφασίζω τι θα πω. Συνήθως, αυτό που θέλω να πω, το ανακαλύπτω εκ των υστέρων. Μάλιστα, αυτό που με εκπλήσσει ευχάριστα, είναι όταν οι αναγνώστες βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις ούτε καν τα φανταζόμουν. Το δημοκρατικό δικαίωμα του αναγνώστη είναι, διαβάζοντας το βιβλίο μου, κατ’ ουσία να το ξαναγράφει. Ο συγγραφέας από τη στιγμή που δίνει το βιβλίο του προς εκτύπωση, παραιτείται κάθε δικαιώματος πάνω του. Ο αναγνώστης, έχει δικαίωμα διαβάζοντάς το, να το ξαναγράψει, και πολύ συχνά το ξαναγράφει. Το βιβλίο, είναι κτήμα όλων. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν απαντώ ευθέως στο ερώτημά σας, όχι από σνομπισμό, αλλά, επειδή πραγματικά αυτό που θα σας απαντούσα θα ήταν εκ των υστέρων, αφού διαβάσω το βιβλίο.
Η πολιτική σας τοποθέτηση είναι εμφανής σε όλα σας τα έργα. Ισχύει το ίδιο και για το «Σφαιρικά κάτοπτρα, επίπεδοι φόνοι»; Αν ναι, τι είναι αυτό που σας ωθεί στο να εμπερικλείετε στοιχεία της πολιτικής στα βιβλία σας;
Καταρχήν, να ξεκαθαρίσω ότι δεν το κάνω συνειδητά. Δεν γράφω πολιτικά βιβλία, μου βγαίνουν στη συνέχεια πολιτικά. Αν μου επιτρέπετε, ακόμη και το «Εγκλήματα δημοσιονομικής προσαρμογής», που είναι πιο πολιτικό απ’ τ’ άλλα, πάντως δεν γράφτηκε με στόχο το να ‘ναι πολιτικό. Εγώ ήθελα να γράψω κάποιες ιστορίες, που να ‘χουν λίγο ίντριγκα, λίγο χιούμορ, αυτό. Στη συνέχεια, όμως, αποκτά μια πολιτική υπόσταση, μπαίνει η πολιτική στο έργο, γιατί βρίσκεται μέσα στη ζωή μας. Και να πω και κάτι άλλο. Ίσως, οι πολιτικές μου σκέψεις και οι αγωνίες μου, βρίσκουν διέξοδο εκεί, διότι δεν μπορούν να βρουν διέξοδο σε κανένα πολιτικό κόμμα. Ίσως, λοιπόν, αυτό το βράσιμο που νιώθω μέσα μου, να το διοχετεύω στη γραφή, γιατί δεν μπορώ να το διοχετεύσω πουθενά· κι εδώ και λίγο καιρό, λέω ξανά, μα πουθενά!
Ευκαιρίας δοθείσης, θεωρείτε ότι η συγγραφή, μια ριζοσπαστική πράξη από μόνη της, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν φορέα διεκδίκησης, ικανό να κινητοποιήσει πλατιές μάζες πολιτών;
Θεωρώ δεδομένο ότι, το κείμενο, το αφήγημα, το μυθοπλαστικό έργο είναι ένας τρόπος έκφρασης του αδιεξόδου που νιώθει ο πολίτης. Ένας φίλος, ο Βασίλης Δανέλης, σε ένα συνέδριο για την αστυνομική λογοτεχνία είχε πει: «Στις προηγούμενες συμφορές της Ελλάδας, υπήρχαν πολιτικά τραγούδια. Ο τρόπος έκφρασης της αδικαίωτης οργής, του πολιτικού αδιεξόδου ήταν τα πολιτικά τραγούδια. Στις μέρες μας, δεν έχουμε πολιτικά τραγούδια, έχουμε, όμως, αστυνομικές ιστορίες». Αυτήν την άποψη, την ενστερνίζομαι πλήρως. Θα μπορούσε, λοιπόν, η συγγραφή να κινητοποιήσει πλατιές μάζες αρκεί να μην το βάλει σκοπό να το πετύχει. Δεν πιστεύω στη «στρατευμένη τέχνη», γιατί η απόσταση ανάμεσα στη «στρατευμένη τέχνη» και την προπαγάνδα είναι πολύ μικρή. Πιστεύω ότι, η μυθοπλασία, η αφηγηματική τέχνη είναι σε θέση να σηκώσει το βάρος της αδικαίωτης οργής. Αν αυτό θα βγάλει κάπου, δεν ξέρω. Η Ιστορία έδειξε ότι, για να χρησιμοποιήσω ένα σύνθημα της γενιάς μου, της γενιάς του Μάη: «Δεν πάμε στη νίκη τραγουδώντας». Πιθανά, να πάμε στη νίκη διαβάζοντας. Σ’ αυτόν τον καιρό, του άμεσου μηνύματος, που σου προσφέρει την άμεση λύση, ακόμη και αν δεν είναι λύση, ίσως η λογοτεχνία είναι η μόνη τέχνη που σου επιτρέπει να σκέπτεσαι. Αυτό, είναι από μόνο του επαναστατικό.
Ξαναγυρνώντας στο βιβλίο, ο Χίτσκοκ έλεγε, ότι στον καθένα αρέσει ένα καλό έγκλημα, με την προϋπόθεση ότι δεν είναι το θύμα. Τι υπάρχει, λοιπόν, πίσω από τις γλαφυρές περιγραφές σας εγκληματικών ιστοριών; Μήπως, η επιβεβαίωση της καμικής ρήσης ότι, ο καθένας είναι ένας εγκληματίας που παραμένει άγνωστος;
Στα «Πυθαγόρεια εγκλήματα», μου απέδωσαν τον τιμητικό τίτλο του αστυνομικού συγγραφέα. Στο συγκεκριμένο αφήγημα, ανέδειξα το θέμα του οράματος και της διάψευσης. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με το έγκλημα. Το έγκλημα, είναι εξ’ αρχής καταδικασμένο να αποτύχει. Ποτέ ο εγκληματίας δεν πετυχαίνει το στόχο του, έστω κι αν πετύχει το έγκλημά του. Δείτε, φερειπείν, το «Έγκλημα και τιμωρία», όπου ο «Ρασκόλνικωφ» αν και διέπραξε το τέλειο έγκλημα, ουσιαστικά δεν πέτυχε το σκοπό του. Γενικά, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ένα έγκλημα να αποδώσει. Άρα, σε εκείνο το βιβλίο, και πάντα εκ των υστέρων, ο λόγος που με εξυπηρέτησε η φόρμα του αστυνομικού συγγραφέα, είναι, διότι κατάφερα να αναδείξω ακριβώς αυτό· το όραμα και την διάψευση, το σχεδιασμό και την αποτυχία. Ακόμη, και αυτό μου το «έδωσαν» οι περιπέτειες της Όλγας Πετροπούλου, είναι η ανάδειξη του ελλείμματος δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει πουθενά δικαιοσύνη. Δεν υπήρξε ποτέ!
Τώρα, όσον αφορά το τελευταίο μου βιβλίο, ήθελα να « ταξιδέψω» σ’ αυτήν την εποχή, της κατάκτησης της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Κύπρου -κάτι που κάνω για πρώτη φορά-, από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Ήθελα ακόμη, να μεταφέρω στην Κύπρο έναν μυθοπλαστικό ήρωα στον οποίο έπρεπε να του δώσω μια υπόσταση. Θέλοντας, λοιπόν, να του δώσω μια ύπαρξη, μια ύπαρξη που να εγείρει την περιέργεια, μου φάνηκε ότι, το να συντελεστεί ένα έγκλημα θα ήταν μια.. καλή λύση. Σημειώστε επίσης, ότι ένα έγκλημα μπορεί να συνδέσει διαφορετικές, μεταξύ τους, εποχές, όπως εδώ. Τι κοινό έχουν οι εποχές μεταξύ τους; Δύο πράγματα: Το έγκλημα, μια διαχρονική αξία από την εποχή του Άβελ και του Κάιν ως τις μέρες μας, και τα μαθηματικά. Το έγκλημα είναι κάτι διαχρονικό, το ίδιο και τα μαθηματικά.
Σε πολλά από τα βιβλία σας, αναδεικνύεται με έμμεσο τρόπο ένα δίπολο· ανάμεσα σε αυτό που λέμε «μαζική εγκληματική πράξη», όπως είναι ο πόλεμος, και το μεμονωμένο έγκλημα. Τι προσπαθείτε να επιτύχετε μέσα από την επισήμανση αυτού του διαχωρισμού;
Θα σας παραπέμψω πάλι, στα μαθηματικά. Να σας το πω διαφορετικά, και αυτό νομίζω ότι είναι μαρξιστικό. Μέσα από αυτό το δίπολο, το οποίο επισημάνατε, φανερώνεται πώς η ποσοτική μεταβολή εξελίσσεται σε ποιοτική. Ένας φουκαράς, επί παραδείγματι, που χρωστά 200€ στην τράπεζα ή στην εφορία, είναι ένας «εγκληματίας». Εάν χρωστά, 2000 ευρώ είναι ένας φοροφυγάς. Εάν, όμως, χρωστά 200χιλ. ευρώ είναι ένας επιχειρηματίας που αντιμετωπίζει «δυσκολίες», ένα εξαιρετικά ευυπόληπτο άτομο. Με την ίδια λογική, ένας φουκαράς που έχει κλέψει 200- 500€, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγκρίνω την μικροκλοπή, κι είναι φυματικός θα πεθάνει στη φυλακή. Έναν μεγαλοεπιχειρηματία που έχει κλέψει 200εκ. ευρώ, η ασθένεια του θα τον «βοηθήσει» ώστε να μην μπει φυλακή. Το ίδιο πράγμα ισχύει και με τις δολοφονίες. Μια δολοφονία ενός ατόμου, είναι ένα στυγερό έγκλημα. Μια δολοφονία 100 χιλιάδων Εβραίων, Αράβων, κομμουνιστών είναι «πατριωτικό καθήκον». Άρα, αυτός ο διαχωρισμός που είναι καθαρά ποσοτικός – ποιοτικός, υπάρχει ως μια πραγματικότητα.
Τα μαθηματικά, σε όλα τα βιβλία σας, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Θα μπορούσε αυτή η προσέγγιση των μαθηματικών να αποτελέσει πόλο έλξης για τους νέους, ώστε να αποβάλλουν την «μαθηματικοφοβία» τους;
Καταρχάς, ας απαντήσω το αντίστροφο ερώτημα: όχι τι θα εισπράξουν τα μαθηματικά από τα βιβλία μου, αλλά τι εισπράττουν τα βιβλία μου από τα μαθηματικά. Μου είναι εύκολο να δημιουργώ στο μυαλό μου στατικές εικόνες- σκηνούλες. Για να τεθούν όλες αυτές οι εικόνες σε κίνηση χρειάζεται ένα «μοτεράκι». Για ‘μένα, αυτό το «μοτεράκι» είναι τα μαθηματικά, το μόνο πράγμα που διαθέτω για να τα θέτω σε κίνηση. Άρα, εάν γράφω αυτό που λένε μαθηματική λογοτεχνία, δεν το κάνω, επειδή έχω πατενταριστεί σαν ένας από αυτούς που το κάνουν, φοβούμενος ότι, εάν φύγω από αυτό δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα. Αλλά, γιατί είναι το μόνο μέσο που έχω για να κάνω τις εικόνες μου ιστορίες. Τώρα, για να απαντήσω στο αρχικό σας ερώτημα, υπάρχει το είδος της «προσχηματικής μυθοπλασίας», το οποίο επιχειρεί , μέσω του μύθου, να διδάξει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου μυθοπλαστικού είδους είναι το «θεώρημα του παπαγάλου», του Guedj Denis· ένας πολύ χαλαρός, αστυνομικός μύθος, που χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να εκθέσει με εξαιρετική μαεστρία τα μαθηματικά της εποχής του. Κάτι αντίστοιχο, προσπάθησα να κάνω κι εγώ στο «Μιλώντας στην Άννα για τα μαθηματικά». Είναι πολύ χρήσιμο, έχει συγκεκριμένο στόχο, γράφτηκε με συγκεκριμένο σκοπό. Πιστεύω ότι αυτά τα βιβλία, με τη σωστή διαχείριση μπορούν να βοηθήσουν στην αλλαγή στάσης απέναντι στα μαθηματικά. Είναι πολύ σημαντικό να μάθουμε ποια είναι τα βασικά μαθηματικά προβλήματα αυτή τη στιγμή στην «πιάτσα», μια πραγματολογική προσέγγιση των μαθηματικών. Αλλά, ως εκεί. Μην νομίζει κανείς, ότι διαβάζοντας μαθηματική λογοτεχνία θα μάθει μαθηματικά. Θα αλλάξει τη στάση του απέναντι στα μαθηματικά, θα ενδιαφερθεί για αυτά, αλλά τα μαθηματικά, όπως και κάθε αντικείμενο της σκέψης, απαιτούν λιωμένα παντελόνια, μολύβι και χαρτί.
Ωστόσο, κάποιος θα μπορούσε να σας αντιτείνει ότι αυτός ο στείρος τρόπος διδασκαλίας των μαθηματικών στο σχολείο, του «μολύβι και χαρτί», είναι η αιτία τα εχθρικής αντιμετώπισης των μαθηματικών από μεγάλη μερίδα του κόσμου.
Εν μέρει, θα συμφωνήσω. Υπάρχει, όμως, κάτι και πέρα από αυτό. Ο κύριος λόγος που έχουν μπει σ’ αυτή τη θέση τα μαθηματικά, είναι γιατί η πολιτική ηγεσία -παγκοσμίως- τους έχει προσδώσει ένα ρόλο, τον οποίο ,ναι μενεξυπηρετούν άριστα, τον ρόλο του εργαλείου κοινωνικής επιλογής, αλλά που δεν είναι τα μαθηματικά. Από το Harvard μέχρι την τελευταία τεχνική σχολή της Ζιμπάμπουε, τα μαθηματικά, είναι το «κοφτήρι», το ψαλίδι επιλογής. Όταν, μια επιστήμη έχει επιφορτιστεί με το έργο της κοινωνικής ανθρωποφαγίας, είναι επόμενο να μισηθεί. Αυτό, λοιπόν, έρχεται πριν τη στείρα απόδοση τους στο σχολείο, στερούμενα φαντασίας, με εχθρική στόχευση. Όταν ξαναγυρίσουν στον άνθρωπο και την φαντασία, βεβαίως θα αντιμετωπιστούν διαφορετικά, αλλά δεν θα πάψουν να αποτελούν ένα πεδίο γνώσης που απαιτεί κόπο και χρόνο.
Είστε ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, ένα ενεργό πολιτικό υποκείμενο με ευκρινή πολιτική τοποθέτηση. Πως βλέπετε τα πράγματα στη χώρα μας, ύστερα από οκτώ χρόνια συνεχούς κρίσης, με το αίσθημα ήττας και απογοήτευσης να μας έχει κυριεύσει;
Δύσκολα! Νομίζω, ότι το κύριο πρόβλημα της εποχής μας είναι το έλλειμμα ιδεολογίας. Η τελευταία σοβαρή ιδεολογία, που είχε την δυνατότητα να κινητοποιήσει τις μάζες ήταν ο μαρξισμός. Αλλά, ο μαρξισμός πέθανε. Για δύο λόγους. Ο πρώτος, διότι πρόκειται για μια ιδεολογία του 19ου αιώνα, όπου οι προλετάριοι δεν είχαν να χάσουν τίποτα, παρά μόνο τις αλυσίδες τους, ενώ σήμερα οι προλετάριοι έχουν να χάσουν πολλά πράγματα, πράγματα που είναι πολύ σημαντικό που τα έχουν, αλλά τους δεσμεύουν. Το δεύτερο, και κυριότερο, είναι γιατί ο μαρξισμός όπως αναπτύχθηκε σε πολιτική πρακτική αρνήθηκε το μαρξισμό. Είναι μια θεωρία που αναπτύχθηκε με βάση το διαλεκτικό υλισμό, την ιδέα των αντικειμενικών συνθηκών που ωθούν το προλεταριάτο στην επανάσταση κλπ. Όταν, όμως, μεταφράστηκε σε πολιτική πρακτική, το έκανε με καθαρά ιδεαλιστικούς όρους. Η ιδέα της ηρωοποίησης, του ασκητισμού και της θυσίας, είναι καθαρά θρησκευτικές, δεξιές ιδέες, με τις οποίες δεν μπορείς να κάνεις την ανατροπή. Η ανατροπή δεν θα γίνει τραγουδώντας, διότι το τραγούδι είναι εργαλείο των λιτανιών, όχι της αλλαγής. Δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο χτυπώντας στο συναίσθημα. Πιστεύω ότι ο μαρξισμός είναι ξεπερασμένος, αλλά δεν υπάρχει και κάτι άλλο. Όσο δεν υπάρχει, δεν μπορώ να σας πω κάτι. Νομίζω, όμως, ότι για να υπάρξει μια καινούρια κατάσταση, θα χρειαστεί να υπάρξει, και θα υπάρξει, μια νέα ιδεολογία. Ας ελπίσουμε, ότι αυτή η ιδεολογία θα τα καταφέρει καλύτερα από τον μαρξισμό.
Πέρσι, σχεδόν προφητικά, είχατε δηλώσει πως ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ τα κατάφερνε με το κατεστημένο, πράγμα που δεν έγινε, η ίδια η εξουσία θα τον διάβρωνε. Ένα χρόνο μετά, τι έχετε να πείτε για όλα όσα έχουν συμβεί;
Δεν αισθάνομαι καθόλου ευτυχής, αλλά ούτε και πολύ έξυπνος που ήμουν προφητικός. Το πράγμα φαινόταν. Το παράπονό μου από την νέα κατάσταση, δεν είναι τόσο ότι υπέγραψε νέο μνημόνιο, ότι δεν ανέβασε το αφορολόγητο και τον κατώτατο μισθό, διότι αυτά τα πράγματα με αγνό και αφελές τρόπο ήλπιζε ότι θα τα κάνει. Δεν θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα μ’ αυτό. Με ενοχλούν, όμως, οι φωτογραφικές διατάξεις, οι προσλήψεις συγγενών και φίλων, αυτά δηλαδή που μας δίδαξε η ΕΡΕ και το ΠΑΣΟΚ, ο «εκδημοκρατισμός της διαφθοράς», με ενοχλούν. Τους ανθρώπους, που προσπάθησαν με ελλιπή μέσα να κάνουν κάτι δεν θα τους κατηγορήσω. Αυτούς, που ενστερνίστηκαν το παλιό στην τετριμμένη του μορφή, δεν τους συγχωρώ. Ξέρετε, ανήκω σε μια γενιά που πρόδωσε τα πάντα και πάνω απ’ όλα τον εαυτό της. Το μόνο, στο οποίο ελπίζω πλέον, είναι να μας εκπλήξετε εσείς οι νέοι, δεν έχω τίποτα άλλο.
Info: “Σφαιρικά κάτοπτρα, επίπεδοι φόνοι’’, του Τεύκρου Μιχαηλίδη. Κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις «Πόλις».