Του Σταύρου Αντύπα
Λιμανίσιες προσδοκίες, χερσαίοι αποχαιρετισμοί, βαλίτσες με σπασμένα ροδάκια, στην κωλότσεπη η ηλεκτρονική αποτύπωση ενός ολόκληρου μισθού, διαβατήριο για την διπλανή ουτοπία. Θέρος, ανίκητο στις μικρές μάχες μιας σιωπηλής επιβίωσης, θέρος, θέρος, σκάρτος πόλεμος, θύματα αθώα κι ήρωες ένοχοι, μνήμες παιδικών – το πολύ εφηβικών – αναπαύσεων, έρωτες που κύλησαν έξω από το καπάκι της συμβιβασμένης εκτόνωσης. Σκάρτη διαφυγή.
Επιστροφή. Το κολαστήριο της αέναης βασανιστικής καθημερινότητας, αναβλύζει τις δυσοσμίες της ψυχικής σου αποχέτευσης. Κοιτάς τα ξεχασμένα φύλλα της καρυδιάς και στον ίσκιο τους οι γέρικες κουφάλες αφουγκράζονται τα δικά σου τρύπια κενά. Μ΄ ένα φως τεχνητό, κοιτάς τις πέτρες μιας αυλής, έτσι όπως άψυχες κείτονται σαν χαλασμένες βρεφικές στράτες με κάτι μισοσβησμένα αυτοκόλλητα που πάνω τους περπάτησαν αθώοι μικροί θρίαμβοι. Έντρομο ένα θερμόαιμο ερπετό ξεγλιστρά από τα σιδερένια εμπόδια κι ανοίγει πόλεμο με μια στρατιά μυρμηγκιών που κόκκο τον κόκκο σου αφαίρεσαν την αμμουδιά, ακριβώς στο σημείο εκείνο που έκρυβες την πιο φωτεινή σου όψη.
Κοιτάς το τελευταίο πέταγμα της ντροπαλής δύσης, η βαλίτσα σου παίρνει το αδιόρατο εκείνο σχήμα των σιδερωμένων εσωρούχων. Στην σκάλα σε περιμένει εκείνο το ξεχειλωμένο μαγιό που μέσα του έκρυψες τις φωναχτές σου επιθυμίες. Σκύβεις. Ψάχνεις κάτω από το γερασμένο γεράνι ένα κλειδί, βαρετά σε αντιμετωπίζει το γειτονικό γιασεμί. Ένα σκουριασμένο αποτύπωμα λεκέ σε προσγειώνει στην εσωτερική τσέπη, στο μπρελόκ κρέμεται η λεζάντα της τυπικής σου προέλευσης. Ξεκλειδώνεις τις χειροπέδες σου κι ανοίγεις παράθυρο την οροφή μιας στέγης που χει αντί για φλογερά αστέρια, απόμαχους και παραιτημένους ρόζους.
Οι πρώτες φωνές εκκωφαντικά φτάνουν στο μεδούλι σου. Τρεκλίζουν τριγύρω σου δεκάδες εφιαλτικοί ήχοι. Φοβάσαι να ακουμπήσεις το δροσερό πανωφόρι σου, στους ξύλινους πάγκους οι πρώτες φωτιές αρχίζουν και πυρώνουν ξεχασμένες αναμνήσεις. Ένα βιαστικό κάλεσμα ιστών, εμποδίζει τον δεύτερο βηματισμό σου, μόνο κάτι ξεχασμένοι λογαριασμοί επαναφέρουν στη μνήμη την ύπαρξη ζωής, σε έναν πλανήτη που πάνω του ζωγράφιζες τις ώρες με φλούδες από καρπούζι. Σκόρπια είδωλα, εφηβικά πρότυπα βρεγμένων ερώτων, ριψοκίνδυνοι δάσκαλοι της βουτιάς, καλοστημένες θείες με δροσερά υποβρύχια, “μιράντα” μπισκότα, απλωτές σε κορμούς αυτοσχέδιας σοκολάτας.
Η πρώτη κόρνα σε ξυπνά από τον λήθαργο του αιφνιδιασμού. Θυμάσαι εκείνο το πορτοκαλί LADA, τα βρεγμένα πατάκια, την άμμο να ενοχλεί τον καβάλο σου, ψίχουλα από τις προζυμένιες κόρες που τράβαγες με τα δόντια σου για να μαλακώσεις την θαλασσινή σου πείνα, το στρίμωγμα στην καρότσα, τα ξερά σου μαλλιά, τα κολλημένα από τη ζέστη φύκια, στα πόδια σου. Επιστρέφεις στον χαιρετισμό σου. Το τζάμι κατεβαίνει, ένας μεσήλικας άνδρας σε χαιρετά, στα μάτια του τα γυαλιά σε πλησιάζουν απειλητικά, τα μαλλιά του καλοσχηματισμένα μετρούν τις λευκές αποχρώσεις των καλοκαιριών, ο κλιματισμός δροσίζει τα ανύπαρκτα φύκια, τα ψίχουλα στα καθίσματα δολοφονήθηκαν πριν χρόνια από ένα φορητό σκουπάκι, κάποια παιδικά χαμόγελα, άνετα στο πίσω κάθισμα, σε κοιτάνε με έναν ανεξήγητο θαυμασμό, μόλις που προλαβαίνεις να χαιρετίσεις μια ολόκληρη εποχή που ήδη πέρασες ακόμη πιο σκάρτη.