Από την Ελεάννα Μπάρδη
«Άσε που εδώ δε μας ζητούσανε μινόρε… Βλέπεις εμείς στη Σμύρνη λέγαμε τον καμό μας μ’ αυτό… Εδώ ήμαστε λεύτεροι… δεν είχε αξία… Εδώ δεν αρχίζαμε με μινόρε… δεν τελειώναμε με μινόρε… δε μας το παραγγέλνανε συνέχεια όπως στη Σμύρνη που τόχανε καμάρι να το παραγγείλουνε, να το ακούσουνε και να το ξανακούσουνε, όπως στην εκκλησιά που ανάβει ο καθένας το δικό του το κερί στην Παναγιά… με το μινόρε τραγουδούσαμε τον πόνο μας πούμαστε σκλαβωμένοι στην τουρκιά… με το μινόρε δεν το ξεχνούσαμε… θέλαμε όλο να το θυμόμαστε… ν’ ανάβουμε μέσα μας καντήλι… ελπίδα… ζεστασιά…
“Μόνο μιαν ώρα χαίρομαι όταν γλυκοχαράζει,
που αναπαύεται η καρδιά και δεν αναστενάζει” και εννοούσαμε τη σκλαβιά…
Στη Σμύρνη λέγαμε τον καμό μας με το τραγούδι, αλλά και τον μεγάλο τον καμό δεν τον ξέραμε… Ξέρεις ποιος είναι ο μεγάλος ο καμός;
Ο μεγάλος ο καμός είναι να σε φλοΐζουνε, να σε τσιτσιρίζουνε, να σε σφάζουνε, να σε καταστρέφουνε, κι όταν ξαναγεννηθείς και σε ρωτήσουνε: “Τι θες να γένεις;” Εσύ ν’ απαντήσεις: “Πάλι Ρωμιά… πάλι Σμυρνιά… πάλι Αγγελική Παπάζογλου… κι όταν ξαναπεθάνω, ξαναβάλτε μου πικροδάφνη στο στόμα,
για το ινάτι πούμουνα Ρωμιά
για το ινάτι πούμουνα Σμυρνιά
που δεν έβλεπα…»
(Από το βιβλίο «Τα χαΐρια μας εδώ» που περιέχει διηγήσεις της Αγγελικής Μαρωνίτη – Πάπαζογλου καταγεγραμμένες από το γιο της, Γιώργο Παπάζογλου).
Ζωές ελάσσονες που γίνονται ήχος, οι Σμυρνέικοι μανέδες είναι μια ολόκληρη κατηγορία μόνοι τους στην ιστορία της σμυρνέικης μουσικής και του ρεμπέτικου. Απ’ τη Σμύρνη στον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη ως την Αμέρικα ακόμη, ο «καμός» ταξιδεύει σχεδόν έναν αιώνα τώρα με την ίδια περηφάνια, την ίδια εντιμότητα ψυχής, με αναλλοίωτη ακρίβεια.
Ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα έχουμε κιόλας τις πρώτες ηχογραφήσεις. Ένα απ’ τα κλασσικότερα δείγματα του είδους, το «Σμυρνέικο Μινόρε» (Αν μ’αγαπάς κι’είν’όνειρο) με ερμηνεύτρια τη Μαρίκα Παπαγκίκα, ηχογραφείται στην Αμερική το 1918.
Για το συγκεκριμένο μινόρε έχουν καταγραφεί κι άλλες εκτελέσεις της ίδιας μελωδίας, με διάφορους ερμηνευτές και κάθε φορά με διαφορετικούς στίχους – ίσως πρόκειται και για αυτοσχεδιασμό πάνω στην πρώτη εκτέλεση, που λέγεται πως ανήκε στο βιολιστή Γιάννη Αλεξίου ή Γιοβανίκα, απ’ το Γαλάτσι της Ρουμανίας, έναν απ’ τους πρωτεργάτες του Σμυρνέικης μουσικής σχολής, που μάλλον υπήρξε και ο συνθέτης της μελωδίας.
Ο μανές τελειώνει με ένα klezmer (παραδοσιακή μουσική των Εβραίων της Ανατ. Ευρώπης) βαλσάκι που λέγεται Ozhidanie (expectation, βαλς της προσμονής), που λέγεται πως έχει γράψει ένας ρώσικης καταγωγής εβραίος στα μέσα του 19ου αιώνα.
Σμυρνέικο μινόρε και βαλς, λοιπόν, παντρεύονται σ’ ένα στούντιο στην Αμερική, καθώς πρόσφυγες μουσικοί κουβαλώντας την παράδοσή τους απ’ τα διάφορα μέρη της γης, αυτοσχεδιάζουν ρεφενέ τον πόνο τους. Και ιδού το μοναδικό αποτέλεσμα:
*Κι εμείς ευτυχείς που κατάφεραν να το γράψουν σε βινύλιο για να προλάβουμε να συναντηθούμε μαζί του πολύ αργότερα περαστικοί στη βουή του χρόνου.
<
(Expectation – Russian waltz )