ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΉΜΑΡ
‘Να ‘μαστε πάλι εδώ ξανά στον ίδιο στεναγμό
αβέβαιοι πως ήρθαμε, κανένας δε θυμάται.’
Άκουσέ με, όλοι θα’ ναι εκεί. Το ξέρω πως δεν έχεις τίποτα να κερδίσεις, αλλά θα είναι καλές δημόσιες σχέσεις. Ο κόσμος γουστάρει αυτές τις εκδηλώσεις.
Έτσι, με την παρουσία σου, τους δείχνεις να καταλάβουν πώς έχεις ψυχή και ζωή διαθέσιμη και την καταθέτεις. Ρώτα όποιον δημοσιοσχεσίτη θες. Αυτοί έχουν βάλει σχεδόν τους πάντες να κάνουν εθελοντισμό. Δες τον Ψ. μάνατζερ: Στα παπάρια του αν θα πεθάνει κανείς άστεγος ή από σφαίρα μπάτσου ή από κάποιον ελεγκτή σε κάποια αποβάθρα. Ξέρει πως θα αποζημιωθεί, όταν κάνει το επόμενο κινηματικό, ψυχαγωγικό σόου.
Οι περισσότεροι το κάνουν.
Είμαστε οι μάρτυρες των σόου, το κατάλαβες;
Ε;
Έτσι μπράβο!
Παραλίγο να με κάνεις ν’ ανησυχήσω για λίγο.
Όλοι οι δημοσιοσχεσίτες θα’ ναι παρόντες.
Η κανονικο+κυνικότητα ορισμένων πλησιάζει το φόβο και ο φόβος ορισμένων πλησιάζει τη γελοιότητα.
Θαυμάζω τον ονειροπόλο περισσότερο από τον κυνικό και καμιά φορά είμαι είτε το ένα είτε το άλλο και συχνά, τίποτε από τα δύο. Τότε νοιώθω στα πολύ καλά μου. Ούτε κυνικός, ούτε ονειροπόλος, μονάχα κολλάω χαρτάκια μεταξύ τους στο σκαλί της μπλε, καθώς τα δέντρα ανθίζουν με κόπο κι η μουσική μαγεύει, όχι χωρίς να κοπιάζει και αυτή. Και οι καλοί μάνατζερ κοπιάζουνε και προσδοκούν νίκες! Κάποιοι απ’ αυτούς, λίγοι, όχι όλοι, λατρεύουν και το χρήμα και τη μουσική.
Ο Γ. φωτογραφίζει στις μουσικές σκηνές τόσο καιρό, που έχει δει ολόκληρη στρατιά μουσικών να περνάει και να φεύγει, το ίδιο και δημοσιοσχεσίτες, το ίδιο και πρωθυπουργούς και παρατρεχάμενους αλλά, για κάποιο λόγο, οι μουσικοί ήταν εκείνοι που σηματοδοτούσαν κάθε φορά μία εποχή.
Τους έχει δει να έρχονται στραβάδια, τους έχει δει να γίνονται πρώτα ονόματα, να γεμίζουν στάδια, να αποθεώνονται στη σκηνή- σχεδόν πάντα να οδηγούν τη ματαιοδοξία του μάνατζερ στο σύρμα τη στιγμή του φωτο φίνις. Τους έχει δει να συνεχίζουν έτσι για καιρό κι ύστερα ξαφνικά να πέφτουν και, τελικά, ξεζουμισμένοι να παραμερίζουν, για να πάρει τη θέση τους το επόμενο ανερχόμενο όνομα στο χώρο της μουσικής βιομηχανίας. Και στη ζωή επικρατεί ο ίδιος νόμος, αλλά στα δικά του μάτια είναι οι καταραμένοι μουσικοποιητές, που ορίζουν τη χαρά και τη λύπη, τον έρωτα και τον πόλεμο, την τόλμη και τη θλίψη της προσπάθειας του αγώνα.
Ο Γ. για παράδειγμα, που ήταν και είναι ακόμη ένας από τους σπουδαιότερους φωτογράφους, ένας αληθινός φωτορεπόρτερ των stages και του δρόμου, τώρα ξεσκαρτάρει ιστορικό υλικό και συνεννοείται με δημοσιοσχεσίτες αλλά δεν τα καταφέρνει τόσο καλά. Τον βλέπεις στο στούντιο, απέναντι στην οθόνη του υπολογιστή μαζεμένο στην καρέκλα του, να ξεσκαρτάρει φωτογραφίες με τους “ειδικούς προπονητές” των εκδοτικών και να του τις μαζεύουν, αυτοί οι “ειδικοί” μέρα με τη μέρα.
– Ρε Γιώργο, φίλε μου, θέλεις να φωτογραφίσεις;
Οι τύποι σαν τον Γ. ορίζουν την τραγωδία της ζωής στα μάτια μου περισσότερο από το θάνατο του Hemingway ή του τρελού λευκού τζαζίστα Chet Baker.
Άνθρωποι σαν αυτόν σημαίνουν για μένα τον αγώνα της ζωής, έτσι ονειροπόλοι και θαρραλέοι που είναι.
Την ώρα που ο Kurt Donald Cobain ξαπλάρει στούς ουρανούς κι ο Ernesto “Che” Guevara κονιορτοποιείται, ο Γ. τραβάει ένα καλό χαρτί κι επιτέλους κερδίζει μια παρτίδα. Ναι, είναι ρομαντικός και υπερβολικά συναισθηματικός. Ανήκει στο ανθρώπινο είδος που λατρεύει τους αυθεντικούς ήρωες, δεν την παλεύει με τους δημοσιοσχεσίτες και δεν πρόκειται να απολογηθεί γι’ αυτό. Αντιθέτως, σέβεται τον Μπάροουζ που πυροβόλησε και σκότωσε τη γυναίκα του (αστόχησε, το μήλο που ήταν πάνω από το κεφάλι της δεν το πέτυχε), τον Νίτσε που τρελάθηκε, τον Χάξτελ που έπαιρνε παραισθησιογόνα και πλούτιζε με αμύθητους θησαυρούς τη φαντασία του, τον Σωκράτη που κατέβασε το κώνειο με το χαμόγελο στα χείλη, τον Γ. Αγγελάκα που αμφισβήτησε τον Μ. Θεοδωράκη και τον Σ. Μάλαμα, που σκέφτηκε την ”Πριγκηπέσα”, γιατί δεν είχε χρήματα να πάρει δώρο στο κορίτσι του. Τι συμμορία κι αυτή;!!! Τι φως και τι πηγή έμπνευσης!
Είναι καλοί, ακόμη κι όταν δεν είναι στα καλύτερά τους όλοι τους, Άνθρωποι που πρέπει να παρατηρούμε και να θαυμάζουμε από μακριά, ενώ ξυπνάμε από τα συνηθισμένα μας όνειρα κάθε πρωί.
Φυσικά, υπάρχουν κάμποσοι ακόμη τέτοιοι ήρωες, ακόμη και κάποιες εξαιρέσεις από δημοσιοσχεσίτες. Εντάξει, κι εγώ συνεχίζω να μην κουράζομαι και βρέθηκα εκεί στις 11 Σεπτέμβρη, Δευτέρα βράδυ στο κατάμεστο Θέατρο Βράχων, μέσα σ’ ένα πλήθος από ευλογημένους, καταραμένους, διανοούμενους, ερωτευμένους, μόνους, ευτυχείς, κολασμένους και πότες και συστηματικά απαισιόδοξους. Και οι χωρίς έμπνευση ήταν εκεί, όπως και η αστυνομία, που μας άφησε την κλήση κάτω από τον αριστερό υαλοκαθαριστήρα. « Και τώρα την κλήση ποιος την πληρώνει; ΜΓΔ».
Όλοι ήταν εκεί, όλοι, για τον Σωκράτη.
Αυτός ο τύπος λέγεται πως ξημέρωνε, νέος τότε, τον Ν. Παπάζογλου σε κάποιο υπόγειο στη Θεσσαλονίκη, λέγοντάς του πως τα τραγούδια του είναι κάποιου άλλου.
Πίστευε στη διδασκαλία της ποίησης στις φυλακές και στα σχολεία και στα γυμνάσια, έπαιζε μουσική παντού κι έφερνε το λόγο του παντού. Ναι, αυτός ο Σωκράτης είχε μαθητεύσει στην πραγματική ζωή κι είχε μαζί του πάντα κουράγιο και μπόλικη φαντασία για τις δύσκολες στιγμές, ώστε να τις ξεπερνάει. Έμεινε σωστός, σωστός και μάγκας, ναι, αυτός ο μουσικός είχε κερδίσει, στις άκαρπες περιόδους, ακόμη κι εμένα.
Άφησα τις σκέψεις και το τσιγάρο μου να πέσουν στο χώμα, σηκώθηκα, πήγα στη σκηνή και φωτογράφισα μια από τις καλύτερες συναυλίες του Σωκράτη Μ. και το ευχαριστήθηκα!
Υ.Γ Τη στιγμή που η εισαγωγή από το Αερικό του Θανάση Παπακωνσταντίνου ακούστηκε, φώτισε με μιας το – σκοτεινό εκείνη τη χρονική στιγμή – Θέατρο Βράχων κι ο Φ. Σιώτας σταύρωνε με το δοξάρι το βιολί του, μια πάνω και μια κάτω, ενώ στο ένα μέτρο απόσταση υποκλινόταν μπροστά στο μεγαλείο αυτού του τραγουδιού, ο πολύς Manu Chao, ο οποίος ακίνητος, υπνωτισμένος, παρακολουθούσε τον υπέροχο βιολιστή να μαγεύει το εκστασιασμένο κοινό, που τραγουδούσε τους στίχους: «Όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει …» .