Πρόβατο Όχι Αρνί & Ma[T]Ita Colorata
Σου χρωστάω ένα κείμενο. Καιρό τώρα. Ξαφνικά, σαν και να ‘παψα να εμπνέομαι από κατηφορικές κοιλάδες και τατουάζ γλάρους. Σαν και να σταμάτησα τη χαρτογράφησή μου στο πρώτο σου σημάδι που όριζε κάποια παραλία του κορμιού σου. Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά σαν και να αιφνιδιάστηκαν οι λέξεις μου, να πισωπάτησαν στην αταίριαστη εικόνα της ευτυχίας που έσκασε δίπλα τους και να ξεκίνησαν να αφηγούνται άλλων κόσμων τα σημαντικά.
Σου χρωστάω ένα κείμενο. Μιαν απόδειξη για ‘μένα ότι το καθεμέρα δεν ξεθώριασε την ικανότητα της πένας μου να ανοίγεις τον υπολογιστή και να με ψάχνεις, να σηκώνεις το τηλέφωνο και να με διαβάζεις σε κάποιον, να ξεφυλλίζεις τα σημειωματάριά σου και να με σημειώνεις φυλαχτό για τα άσχημα των ημερών σου.
Τα ασυγχώρητα δεν είναι να τα περιφέρουμε καιρό έξω απ’ τις εκκλησίες των αισθημάτων. Χάνουν την αίγλη τους έτσι, σαν ξεπεσμένοι διάβολοι που περιμένουν τους ιερείς-μάγους να ξεχάσουν την πόρτα ανοιχτή και το λιβάνι σβησμένο. Τα ασυγχώρητα θέλουν εξομολόγηση σε στήθη με τις ρώγες τους σκληρές και μόνο απ’ την εκεί τριγύρω παρουσία τους. Οφείλουν να πουν για τα αφελή γονατίσματά τους που τα έφεραν στο «δεν έχει παραπέρα» παρόν. Οφείλουν να παραδεχτούν τις ανόητες στιγμές που θεώρησαν εαυτούς αλώβητους στο ασέξουαλ της ρουτίνας. Τα ασυγχώρητα έχουν τύχη συγχώρεσης μόνο αν ο λαιμός γείρει στο πλάι κι η προστακτική ενός «φίλα» μπει λεζάντα στο σκιτσάκι.
«Κι αν αργήσω»; Θα σε περιμένω. «Κι αν αργήσω πολύ»; Δε θα το κάνεις γιατί δεν μπορείς τόσο.
Αλλάξαμε; Αλλάζουν οι άνθρωποι που έχουν κοινό σαλόνι, κοινή κουζίνα, κοινό κρεβάτι; Είναι κάτι διαφορετικό εκείνος που βγάζει βόλτα τον σκύλο κι εύχεται να σε συναντήσει παρότι πριν λίγες ώρες ήπιε καφέ μαζί σου, από εκείνον που σε ρωτάει αν ήδη τον έβγαλες βόλτα όταν γυρίζει στο σπίτι; Πώς ξαπλώνουν οι νύχτες στα ζευγάρια που περνάνε ολόκληρες μέρες χωρίς να αγγίζουν τις γλώσσες τους; Το μυαλό δεν ξεκολλάει, σε στήνει απέναντι κι όλο ρωτάει «μα είναι φυσιολογικό όλο αυτό; Πάντα έτσι γίνεται; Κάποτε κι η Μαλβίνα δεν ενθουσιαζόταν, κάποτε κι η Βίνα Άπσαρα δεν παρέσερνε τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια της»;
«Θες να δούμε μια ταινία»; Ναι. «Και μετά τι άλλο»; Μετά θέλω να σε γλείψω και το στόμα μου να έχει βούτυρο απ’ τα ποπ κορν που μόλις φάγαμε.
Σου χρωστάω ένα κείμενο. Θα κάτσω απόψε να το γράψω. Θα σε έχω τρία μέτρα πιο εκεί να κάνεις όλα αυτά που ορίζουν τον κόσμο σου. Θα σε κοιτάζω, θα σε ακούω να μου μιλάς πού και πού, θα δυναμώνω τη μουσική, θα πίνω κονιάκ. Θα σε κοιτάζω. Θα γράφω μια-δυο προτάσεις, θα τις σβήνω, θα ψάχνω τεφτέρια για να μη μείνουν ανυπολόγιστοι λογαριασμοί, θα ζηλεύω στα «γκλιν» του messenger, θα γράφω κάτι που θα μου αρέσει πολύ, θα χαμογελάω, θα είμαι ερωτευμένος. Θα σε κοιτάζω… Αλήθεια, υπάρχει άλλος τρόπος να θυμηθώ μια μέρα, πολύ γέρος και με άνοια, τον δρόμο για τον παράδεισο απ’ το να ακολουθήσω τα σημάδια που θα αφήνω μια ζωή στην άκρη των δρόμων μου κοιτάζοντάς σε;
Υγ. Η Ma[t]ita Colorata έστειλε ένα σχέδιο καθρέφτη απέναντι στις σκέψεις μου. Της οφείλω κι απ’ τις λέξεις μου.