Προχωρώντας με σταθερά βήματα την πορεία τους προς την πλήρη μετάλλαξη σε ένα υβρίδιο μετα-φιλελευθερισμού με πολλές δόσεις πασοκισμού και αυριανισμού, τα στελέχη της κυβέρνησης συνεχίζουν ακάθεκτα το έργο που ξεκίνησαν τον περασμένο Αύγουστο όταν οι μύγες ήταν ακόμη παχιές.
Μετά το μνημόνιο του καλοκαιριού, τις εκλογές του Σεπτέμβρη –που ο Τσίπρας απέκλειε ενώ ήδη είχε προαποφασίσει από τον Ιούλη- και την ανανέωση του χριστιανοταλιμπανικού συμφώνου συμβίωσης με τον Πάνο Καμμένο, ετοιμαζόμαστε τώρα να ζήσουμε την επόμενη φάση του δράματος της διαπραγμάτευσης των 17 ωρών: την κηδεία του κοινωνικού κράτους όπως το μάθαμε στα βιβλία της ιστορίας.
Η υπόθεση με τις συντάξεις και το ασφαλιστικό, που με έναν πολύ όμορφο τρόπο πακετάρεται πίσω από «επιτροπές σοφών» και άλλες βαρύγδουπες ονομασίες, αποτελεί την απαρχή της εξαφάνισης κάθε έννοιας κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης.
Σε μια χώρα που ένας στους τέσσερις είναι άνεργος κι ένας στους δύο εργαζόμενους υποχρεούται να βιώνει συνθήκες ελαστικής εργασίας και υποαπασχόλησης, θεωρείται βέβαιο ότι θα αποτελέσουμε τις επόμενες δεκαετίες μέρος της τεράστιας πλειοψηφίας που δεν θα έχει τα χρήματα για να ζήσει τα γεράματά του.
Δημιουργείται όμως και μια άλλη, ακόμη πιο επικίνδυνη, κατάσταση: Η εθελοντική μεταστροφή των εργαζόμενων στην ιδέα ότι η κοινωνία των πολιτών δεν έχει πλέον ανάγκη την κοινωνική ασφάλιση, αφού ο ιδιωτικός τομέας παρέχει πολύ φτηνότερες υπηρεσίες δίχως τον κίνδυνο της κατάρρευσης από τη μια μέρα στην άλλη. Ο ίδιος ο ιδιωτικός τομέας που μοναδικό του στόχο έχει το κέρδος και τίποτε άλλο.
Είναι κάτι σαν τις ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας: Πρώτα ήρθε η πολυδιαφημισμένη δημιουργία της, έπειτα το τεράστιο φαγοπότι και οι ατελείωτες προμήθειες, στην πορεία η απαξίωση και η κραυγαλέα υποτίμησή της, λίγο πριν το τέλος η προώθηση της ιδέας ότι δεν την έχουμε πλέον καμία ανάγκη γιατί μας φέρνει μόνο ζημιές, κι ως κατάληξη ήρθε η τοποθέτησή της σε έναν δίσκο για σερβίρισμα στους πρόθυμους δανειστές μας.
Κι αν το πάμε λίγο παραπέρα, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η στοχευμένη απαξίωση δεν περιορίζεται μόνο στα άψυχα υλικά, αλλά και στα έμψυχα. Δηλαδή τους εργαζόμενους· τους πολίτες· τους φτωχούς. Κι αν θέλουμε να το φτάσουμε μέχρι τέλους, τότε δεν μπορούμε παρά να παραδεχθούμε πως η προπαγάνδα του “φτηνιάρικου” έχει ως τελικό της στόχο οποιαδήποτε κοινωνική κατάκτηση κερδήθηκε πριν από εμάς, για εμάς. Η σταθερή και μόνιμη δουλειά, το δικαίωμα στον συνδικαλισμό, οι συλλογικές και ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα, οι ίσες ευκαιρίες, η δικαιοσύνη.
Απαξιωμένες λέξεις, μασημένες από τα στόματα ανθρώπων οι οποίοι σήμερα δηλώνουν μεν αριστεροί αλλά είναι πάνω από όλα πρόθυμοι να κάνουν ό,τι περάσει από το χέρι τους για να συνεχίσουν να κυβερνούν έναν λαό ο οποίος, μέσα στην απελπισία του, αναζητεί μια προοπτική που χάθηκε πριν την δει κανείς.
(Πάει καιρός που έχω να γράψω κάτι στο μπλογκ μου. Λίγο η δουλειά, λίγο η απόφαση να περάσω μια περίοδο αγρανάπαυσης, με έχουν κάνει να σκεφτώ πολλά χωρίς να τα καταγράψω. Κι αυτό δεν το βλέπω να αλλάζει στο άμεσο μέλλον)