Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Στον επίλογο της δραματικής ταινίας «Snow falling on Cedars», ο γερασμένος πια Max von Sydow, υποδύεται αριστοτεχνικά το ρόλο του συνηγόρου υπεράσπισης. Ο σοφός Νέστωρας, απευθυνόμενος στους ενόρκους, ορίζει το δημοκρατικό τους χρέος, σαν το ισχυρότερο όπλο μίας ανθρωπιστικής κοινωνίας: «Διότι αυτή η περίφημη χώρα υποτίθεται ότι στηρίζεται σε αρχές. Στην αμεροληψία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη… Είμαι γέρος άνθρωπος πια. Η ζωή μου πλησιάζει στο τέλος της. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Τα λέω διότι σημαίνει ότι συλλογίζομαι τα πάντα υπό το φως του Θανάτου, που οι περισσότεροι από εσάς δεν μπορείτε να δείτε. Νιώθω σαν ταξιδιώτης που κατέφθασε από τον Άρη και μένει έκπληκτος με ό,τι βλέπει. Οι ίδιες ανθρώπινες αδυναμίες περνούν από γενιά σε γενιά. Μισούμε ο ένας τον άλλο. Είμαστε θύματα παράλογων φόβων, προκαταλήψεων… Κάθε τόσο, σε μία γωνιά του κόσμου δικάζεται η ανθρωπότητα, και η εντιμότητα, και η αξιοπρέπεια. Κάθε τόσο, άνθρωποι σαν και εσάς καλούνται να κρίνουν την ανθρώπινη φυλή. Στ’ όνομα της ανθρωπότητας κάνετε το καθήκον σας.»
Παρ’ όλα αυτά, στο μεταίχμιο της πρωτοχρονιάς – καθώς η ανθρωπότητα πυρακτώνεται στον πυρετό ιλιγγιωδών ανατροπών – αν κάποιος διαπλανητικός επισκέπτης προσγειωνόταν στην Ελληνική ενδοχώρα, τότε ίσως και να υπέθετε πως μόλις πάτησε στον Παράδεισο της αφόρητης ελαφρότητας, στην Εδέμ της απόλυτης χαύνωσης του συλλογικού υποκειμένου. Με άλλα λόγια, την ώρα, που οι πολίτες των Δυτικών κοινωνιών πασχίζουν, παρά τις όποιες αντιφάσεις τους, προκειμένου να διαφυλάξουν τα ιδεώδη της ισότητας, της δικαιοσύνης, της αξιοπρέπειας – όπως τονίζεται και από το σοφό ηθοποιό, εν έτει 1999… Πάνω, δηλαδή, στην κρίσιμη ρωγμή του χρόνου, που ολάκερος ο σύγχρονος κόσμος αιωρείται αβέβαιος, μεταξύ της γνωστικής κοσμογονίας, της τρομοκρατικής παραφροσύνης, και της καταληπτικής ηλιθιότητας, εντούτοις, κάποιος αντιπροσωπευτικός Νεοέλληνας ταιριάζει με εξωγήινο, που κατέφθασε ανυποψίαστος από τον Άρη: πελαγωμένος, προφανώς, εφόσον προσγειώθηκε σ’ ένα αφιλόξενο, και αχαρτογράφητο οικουμενικό περιβάλλον, αλλά ταυτοχρόνως, ανεξήγητα και αψυχολόγητα πρόθυμος ν’ απαντήσει, αποκλειστικά και μόνο, στο πρωτόγνωρο ιστορικό δίλημμα: «μελομακάρονα ή κουραμπιέδες;»
Αυτάρεσκη και μυθομανής, η Ελληνική κοινωνία. Παράλογα περιχαρακωμένη, και εμμονική με το παρελθόν και την παράδοσή της. Αστόχαστη, και δέσμια της ημιμάθειας και των κωμικοτραγικών της προκαταλήψεων. Έρμαια των μαζικών ψυχώσεων, περί μίας, a priori ανωτερότητας, που μόνον εμείς κατανοούμε και βιώνουμε. Λες και υψώθηκε μπροστά της, ένα απροσπέλαστο πλέγμα από αυθαίρετες ιδεοληψίες, και ανυπόστατα στερεότυπα, που συνθέτουν, από κοινού, έναν σχεδόν συμπλεγματικό μικρόκοσμο. Ειδάλλως, ο περιούσιος λαός, που με τη αυταπόδεικτη μαγκιά του, κατοικεί στο ομορφότερο οικόπεδο!!! της Γης, έχοντας προ πολλού ανακαλύψει το νόημα του βίου: «ν’ αερολογείς για τις κορυφαίες προκλήσεις, με την ίδια μνημειώδη ελαφρότητα, που φλυαρείς ανώδυνα, για τα ευτελέστερα»… Κοντολογίς, ο κόσμος να καίγεται πρωτοχρονιάτικα, τριγύρω σου, αλλά εσύ να διαξιφίζεσαι για τα πλέον λιποβαρή θέματα: μία Ρόδα που κοιμήθηκε, πριν καν ξυπνήσει. Η λαϊκή αοιδός, που δίχασε την Εθνική νοημοσύνη, σχετικά με τα όρια και το ρόλο της Τέχνης. Η γρίπη της βασίλισσας. Και ταυτοχρόνως, το πανταχού ελλοχεύον φάντασμα της Κατοχικής πείνας. Να υποβόσκει στην επικράτεια, ανίκητο και αδηφάγο, κρυμμένο πίσω από μεγατόνους από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και βασιλόπιτες. Ένας ισόβιος, θαρρείς, μαραθώνιος μάσας, που, πάντοτε, επελαύνει σαν από μηχανής θεός, ναρκώνοντας τις εγκεφαλικές συνάψεις, και αποκρύπτοντας τον πολιτισμικό «υποσιτισμό» μίας καθολικά χρεωκοπημένης κοινωνίας! Δίχως καν όραμα και πυξίδα, για το μέλλον. Δίχως αντισώματα, και κινήματα, που θα ορθώσουν αναχώματα στη μαζική αλλοτρίωση και τον εκφυλισμό.
Στην ταινία «Χιόνια πάνω στους κέδρους», ο συνήγορος υπεράσπισης τονίζει εμφαντικά: «Οι ίδιες ανθρώπινες αδυναμίες περνούν από γενιά σε γενιά»… Όταν ο Ν.Καζαντζάκης εκδιώχθηκε σαν ιερόσυλος από τους Ορθόδοξους «πατέρες», εξαιτίας του αιρετικού, υποτίθεται, λόγου του στον «Καπετάν Μιχάλη» και τον «Τελευταίο πειρασμό» (1955), ο “δαιμόνιος” συγγραφέας κραύγασε, απέναντι στους ιεροεξεταστές της Εθνικής τύφλωσης, τα λόγια του ομολογητή Τερτυλλιανού: «Στο δικαστήριο σου, Κύριε, κάνω έφεση». Είναι καιρός, επιτέλους, ν’ αναστοχαστούμε ποια έφεση θα καταθέσουμε εμείς στο δικαστήριο της συνείδησής μας.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, την Παρασκευή 6.1.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.