Στον Δημήτρη Κούλαλη
Μεσημέρι καθημερινής. Η Αθήνα φλέγεται απ’ τη ζέστη. Παρότι είμαι συνεπέστατος στο ραντεβού μου, καταφέρνω εν τέλει να τον στήσω! Συναντώ το Σταμάτη κάπου στο κέντρο. Πού είσαι παιδί μου, με ρωτά. Χαμογελαστός. Με κέφι. Ωραία συνέντευξη θα βγει, λέω από μέσα μου. Πράγμα που έγινε. Κρατώ, κυρίως, απ’ αυτήν την κουβέντα μας, μια κουβέντα μεταξύ φίλων, τρία πράγματα: Τη βαθύτατη πίστη, τον απίστευτο σεβασμό του Σταμάτη στον κόσμο του μεροκάματου. Τον οξυδερκή και άμεσο τρόπο με τον οποίο αφουγκράζεται την εποχή. Και, φυσικά, το «φλασάκι» που μου χάρισε, με δεκαπέντε δικές του μουσικές επιλογές…
Πριν λίγες μέρες, έδωσες μια παράσταση στο Βεάκειο. Θέλω να μου πεις δυο λόγια σχετικά με τα όσα διαδραματίστηκαν.
Ήταν μια βραδιά καινούρια. Απ’ τα τέλη του Γενάρη που είχαμε να παίξουμε .Απ’ το Λονδίνο. Ελαφρύ αεράκι .Κόσμος Πειραιώτης , με γεμάτη την Αθήνα από εκδηλώσεις, μας διάλεξε και μας φανέρωσε τη δύναμή του. Ενωθήκαμε. Τρυφερότητα . Ένα φεγγάρι από ψηλά κι η θάλασσα. Φίλοι από εδώ. Η ομάδα Libro Coro με τη μαέστρο τους Ανθή Γκουρουντή, πρωτοστάτησε στη χορωδία του κοινού. Μοιάζει να μην τελείωσε αυτό το ταξίδι. Η καμπάνα βάρεσε στη σωστή στιγμή, πάνω στον αποχαιρετιστήριο Χατζιδάκι, κραταιά ως θάνατος. Αγάπη. Αυτό. Η δύναμη των τραγουδιών μέσα στα χρόνια.
Κάνοντας κάποιος μια αναδρομή στη μέχρι τώρα πορεία σου, διαπιστώνει ότι, εδώ και αρκετά χρόνια, μέσα από τα τραγούδια σου, μέσα από την εν γένει καλλιτεχνική στάση σου, είχες μιλήσει για πράγματα που, σήμερα, αποτελούν καθημερινή κανονικότητα. Πνευματική, κοινωνική και πολιτική διορατικότητα ή κληρονομικό χάρισμα περί του μέλλοντος;
Όχι, δεν είναι κληρονομικό χάρισμα. Τα παιδιά από τη Σπείρα- Σπείρα μού έλεγαν, όταν τους είχα στείλει ένα νούμερο, ένα καλοκαίρι που βρισκόμουν στην Κύπρο, για το πώς παραδίδει ο Καραμανλής στον Παπανδρέου την κυβέρνηση. Δεν έχει γίνει ακόμη τίποτα. Τους το στέλνω. Γελάνε. Σε μια βδομάδα αφού τους το ‘χα στείλει γίνεται η «πάσα». Με παίρνει η μικρή η Χοροζίδου και μου λέει: «Καλά, έχεις κληρονομικό χάρισμα;». Όχι! Ούτε έχω αυτό που θα λέγαμε πολιτική σκέψη. Κάνω, όμως, κάτι. Όταν θέλω να κρίνω κάτι, μπαίνω στη θέση του «κτήνους». Δεν σκέφτομαι σαν ο αντίποδάς του, σκέφτομαι σαν το αφεντικό. Λέω: Τι θα ‘κανα αν ήμουν εγώ αυτός, τώρα; Θα πέταγα μια κοκκάλα στους Ιθαγενείς, θα έπαιρνα το συνάδελφο τού αντίπαλου κόμματος, θα του ‘δειχνα πού έχω τα παιχνίδια, πού έχω τους «νεσκαφέδες», σε ποιο ντουλάπι βάζουμε τη ζάχαρη, πού έχω τους κρυφούς φακέλους… Και θα του ‘λεγα, εγώ αγοράκι, δεν το σηκώνω άλλο το πακέτο, παρ’ το πάνω σου. Μάλιστα, όταν παίξαμε το νούμερο το καλοκαίρι του 2007, που είχα κάνει και ένα «μέντλεϊ», καθότι κάναμε αρκετά τέτοια με τη Σπείρα πολλές φορές, πειράζοντας τις λέξεις, αντί για «τόσα καλοκαίρια», είχαμε πει «τόσα κακοκαίρια». Κι όλα αυτά, το 2007. «Το ‘δα και στα αστέρια, ότι θα ‘ρθουν καλοκαίρια που δεν θα ‘χεις να γλείψεις ούτε χωνάκι παγωτό»…
Παρατήρησα το προηγούμενο διάστημα την ιστορία με τα σκουπίδια. Οι δεξιοί δήμαρχοι, ή τ’ άφησαν να γίνουν βουνά ή πήραν ιδιώτες και τα μάζεψαν. Η ιστορία των σκουπιδιών έλκει από μείζον ΠΑΣΟΚ. Λυσσάνε να φέρουν εταιρείες που να τα ανακυκλώνουν και δεν τους κάθονται οι δήμαρχοι. Παίζονται μεγάλες μίζες στην ιστορία των σκουπιδιών. Και θα ‘πρεπε, σ’ αυτό το σημείο, αφού το είχε υποσχεθεί, η Περιφέρεια Αττικής, να το ‘χει λύσει. Τα σκουπίδια θέλουν εργοστάσια ανακύκλωσης σε κάθε δήμο και τέλος!
Η κυβέρνηση, ωστόσο, ισχυρίσθηκε ότι δεν είχε τάξει τίποτα…
Η Δούρου, στον προεκλογικό της αγώνα, το θυμάμαι πάρα πολύ καλά, γιατί, γι’ αυτόν τον λόγο την ψήφισε η μάνα μου που είναι 84 χρονών, η οποία στις τελευταίες ευρωεκλογές μού έλεγε: Παιδί μου, εγώ δεν έρχομαι να ψηφίσω, είμαι πια υπερήλιξ, έχω δικαίωμα να απέχω. Η οποία μόνο στην τελευταία δόση του ’15, μου ‘πε για το Γλέζο, «γαμώ το κέρατό μου». Να σου πω εδώ ότι, πολιτικά, το οικογενειακό μου είναι πάρα πολύ τρελό. Γιατί, απέναντί μας, έμενε ένας πολύ καλός μας φίλος, που είμαι ακόμη φίλος με την κόρη του, η οποία είναι δημοσιογράφος στην Αμερική τώρα. Εκείνος, τότε δούλευε στην «Ελευθερία», δημοκρατική εφημερίδα. Το όνομά του ήταν Γιάννης Σπυριδάκης. Προσωπικός φίλος του Λουκή Ακρίτα, του μπαμπά της Έλενας. Θυμάμαι, λοιπόν, στοίβα τα ψηφοδέλτια της Ε.Κ. στην κουζίνα, όπου βάζαμε σταυρούς, πλην του μπαμπά μου, βέβαια, που ψήφιζε ΕΔΑ. Ο πατέρας μου ήταν πολύ εργάτης από μικρός. Ένας άνθρωπος πολύ καλλιτέχνης. Με πολύ χιούμορ. Δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε «πυροβολημένος» στα πολιτικά, αλλά είχε τεράστια ψυχή με το πού ανήκε. Ήταν παιδί στρατιωτικού, με το Θοδωράκη στη Νέα Σμύρνη… Η πίστη του, δηλαδή σ’ αυτό που λέμε κομμουνισμός ήταν βαθιά. Άσχετα μετά αν «μασούλησε» στον Παπαντρέα, όπως κι όλο του το σόι…
Όταν μου τσούλησε ο μπαμπάς στον Παπανδρέου, ειλικρινά, ήταν απ’ τις μεγάλες προδοσίες που ‘χω φάει στο σπίτι. Η μάνα μου, όμως, η οποία ήταν πιο εναλλακτική, όταν ήρθε ο Παπανδρέου, ως θρήσκα, και τον είδε να κατεβαίνει από το αεροπλάνο, είπε: «Αυτός ο άνθρωπος θα καταστρέψει την Ελλάδα».
Πρόσφατα, για να περάσουμε σε ένα θέμα, το οποίο απασχολεί την επικαιρότητα, πήρες θέση για την υπόθεση της Ηριάννας Β.Λ. Θέλω να μου πεις μερικά πράγματα για το πώς εκλαμβάνεις εσύ ως πολίτης αυτή την υπόθεση.
Πήρα θέση, για να πω, εν τέλει, τι; Έχετε το νου σας, διότι, αύριο, μπορεί να ‘ναι το δικό σας παιδί, μες στο δικό σας σαλόνι με Καλάσνικωφ και το Καλάσνικωφ να κοιτάζει εσάς. Απ’ την άλλη, δεν έχει σημασία τι λέμε. Σημασία έχει τι κάνουμε. Το να λέμε είναι κάτι εύκολο. Επίσης, υπάρχει κάτι πάνω απ’ όλα. Η ανθρωπιά. Το να σε πειράξει, επειδή κάποιος κάνει έναν άνθρωπο να υποφέρει. Η Τέχνη είναι όπλο, έτσι έμαθα, έτσι ξέρω από παιδί, μιας και μπορείς να μιλήσεις με την Τέχνη σου, μπορείς να παρασύρεις συνειδήσεις με την Τέχνη σου, μπορείς να αφήσεις ίχνος στην εποχή σου λέγοντας κάτι που αν το πεις «πρόζα» δεν θα έχει την ίδια δύναμη. Αλλιώς είναι ένα τραγούδι που έχει τη δυνατότητα να ακουμπήσει συναισθηματικά έναν άνθρωπο, που θα του «λέει» κάτι. Περνώντας τα χρόνια, ειδικά από το 2010 και μετά, όπου για μένα ήταν οριακός ο «Δικαιόπολις», περίοδος όπου πια μπαίναμε κανονικά στο σκοτάδι, κάτι που το έλεγα από το 2002 (είχα λυσσάξει για την Ολυμπιάδα, το έλεγα συνεχώς ότι θα καταστραφούμε και μου ‘λεγαν «τι λες τώρα;»)· κοίταξα να μην εμπλακώ πουθενά που καταλάβαινα ότι από πίσω έχουν εξαγοραστεί πράγματα με ανθρώπινο αίμα. Ότι τα λεφτά που με πληρώνουν δεν έχουν έρθει από «καλή μεριά». Χωρίς βέβαια να κόβω το λαιμό μου. Στο επίπεδο όμως που γνώριζα, απέφυγα, για αυτό ποτέ δεν συνεργάστηκα μ’ αυτούς τους ξαφνικούς επιχειρηματίες που μετά από λίγο τους χάνουμε.
Αναμφίβολα, είσαι μια δυνατή προσωπικότητα. Ένας άνθρωπος με ισχυρή βούληση. Όπως έχεις πει και στο παρελθόν, από μικρός έλεγες όχι σ’ ό, τι δεν σε εξέφραζε. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να το κάνει ένας άνθρωπος αυτό στο χώρο στον οποίο εσύ κινείσαι και μάλιστα από την αρχή; Ακόμη, πώς είναι να συνεχίζει στο ίδιο τέμπο όλα αυτά τα χρόνια;
Είναι αλήθεια ότι έλεγα όχι. Όμως, θέλω να είμαι ειλικρινής: Δεν ξέρω, αλήθεια, αυτό το «όχι», τι όχι ήταν. Ήταν «όχι» ενστίκτου κι όχι σκέψης. Κάτι καταλάβαινα, ζωωδώς. Ότι από εκεί, δηλαδή που ερχόταν η πρόταση ήταν ένα «μαγαζί» που δεν μπορούσα να το υπερασπιστώ. Το έκανα από την πρώτη στιγμή. Από την πρώτη στιγμή που με αναζήτησαν κάποιοι μετά την πρώτη μικρή επιτυχία. Μου ‘χει κοστίσει αυτό. Στα πάρα πολύ δύσκολα, όμως, συγκεντρώνομαι και προσεύχομαι. Δηλαδή, καλώ τις δυνάμεις του σύμπαντος να σταθούν στο πλευρό μου. Κι επειδή είμαι μαχητής του φωτός, δεν είμαι του σκοταδιού, αυτό αργεί λίγο, αλλά έρχεται. Εγώ ξέρεις, είμαι εργάτης. Θα σηκωθώ και θα σκάψω το χωράφι μου. Δεν βλέπω κάτι άλλο. Κακά τα ψέματα, η κοινωνία μας, όσο τρελή και να είναι, είμαστε ένας λαός «γεια σου», το αντιλαμβάνεται και μου το ανταποδίδει.
Απ’ όσο ξέρω κινείσαι μέσα στην κοινωνία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είσαι παλιάς κοπής καλλιτέχνης. Δεν ζεις στο δικό σου, πνευματικό «κλουβάκι».
Ναι. Ελεύθερα, θα έλεγα. Μ’ αρέσει να κυκλοφορώ στην πόλη. Μ’ αρέσει να μπω στα ψώνια. Ωστόσο, ενώ σαν συμπεριφορά είμαι, όντως, παλιάς κοπής καλλιτέχνης, είμαι τελείως της αυριανής κοπής σαν σκέψη. Να σου δώσω ένα παράδειγμα τωρινό. Εκλήθην από τρεις καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς που εκτιμώ πάρα πολύ, το Χειλάκη, την Μαξίμου και την Παπαληγούρα να κάνουμε αυτή τη δουλειά με τον Ευριπίδη. Ομολογουμένως με έναν αριστερό μεταφραστή, τον Γιώργο Μπλάνα, ο οποίος έχει κάνει μια αρκετά, δυνατά ταξική μετάφραση. Δηλαδή, δείχνει η μετάφρασή του την κατάντια των ηγετών. Κάτι που το καταλαβαίνει κι ο κόσμος αυτό. Ευανάγνωστα. Τι είχα να κάνω; Μουσική, σ’ έναν πολύ ωραίο λόγο. Μιλάω πια για τη μετάφραση. Γιατί το έργο πια και τα νοήματά του δεν νικιέται. Το αρχαίο δεν νικιέται. Με κανέναν ταλαντούχο μεταφραστή. Τα ζύγια του είναι αξεπέραστα. Για αυτό πάρα πολλές φορές πηγαίνω στο αρχαίο για να κλέψω απ’ τα ζύγια του. Γιατί εκεί είναι το «στάφ». Λέω , τι έχω; Τρεις υποκριτές και οκτώ κορίτσια χορό. Πού θα πάνε; Περιοδεία σ’ όλη την Ελλάδα. Τι σημαίνει αυτό; Πάμε από θέατρο σε θέατρο κάθε μέρα κι αλλού. Τι κάνουμε; «Πλέιμπακ», θα εκτεθούμε. Έβαλα ένα κορίτσι με ένα ακορντεόν, τις συντόνισα και τις οκτώ σ’ αυτή τη συνθήκη και έγραψα μελωδίες, ενδιαφέρουσες και ελληνικές, που να μπορεί αυτό το σύνολο να τις υπερασπιστεί σε οποιαδήποτε συνθήκη. Αυτό, είναι μια κομμουνιστική σκέψη. Το αποτέλεσμα απ΄ όλο αυτό που εισπράττει ο κόσμος, είναι αληθινό. Μπορεί να είναι λιγότερο σε εντυπωσιασμό, αλλά είναι αληθινό. Αυτό ήταν μια άσκηση από την ώρα που καταλάβαινα ότι η πηγή στερεύει από λεφτά, ιδιαίτερα με την ομάδα, που δεν είχαμε ποτέ, η οποία με έκανε ευρηματικό, με την καλή έννοια, στο πώς μπορούμε να τα καταφέρουμε όταν δεν πέφτουν τα ευρώ. Εκεί, κοίταξα να εκμεταλλευτώ προσωπικά, και επιμένω να μιλάω για τα δύσκολα χρόνια, γιατί έζησα και τη δεκαετία της «ανάβασης», με πικ τις μεγάλες φάσεις με την Άλκηστη, το Βουτσινά και τη Λίνα, το γεγονός ότι οι άνθρωποι άνοιξαν τα σπίτια τους και έβαλαν τη μουσική μου μέσα, ήταν μια εποχή που μας εμπιστεύτηκαν. Για αυτό και οι δύο δημιουργοί, οφείλαμε να κρατήσουμε τη σημαία ψηλά. Δεν σου κρύβω καθόλου ότι ήρθαν βαλίτσες με λεφτά. Κι ακόμα γίνεται. Μου ζήτησαν να πάω στα παιχνίδια και σε στιγμές που είχα πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη από χρήματα. Είτε για ‘μένα, είτε για την ομάδα. Δεν υποχώρησα.
Γιατί;
Ντρεπόμουν.
Ποιον;
Τον εαυτό μου. Δεν θα είχα τρόπο να μου το δικαιολογήσω. Ενώ, σε έναν τρίτο μπορώ να το δικαιολογήσω. Σε έναν άνθρωπο που θα μου πει: Ρε, γαμώτο, το έκανα για τα λεφτά, μπορώ να το καταλάβω. Στον εαυτό μου, η προσωπική μου τιμιότητα, δεν μου επέτρεπε. Δεν μπορώ να πω στον εαυτό μου, το ‘κανα για τα λεφτά. Και θα σου πω και κάτι άλλο. Όποτε έτυχε να κάνω πράγματα, δουλειές που δεν τις πολυπίστευα, τα λεφτά έφυγαν αριστερά και δεξιά σ’ αηδίες, δεν φτούρησαν. Αυτό βέβαια, δεν είναι εύκολο. Το να πεις όχι, όπως προείπα. Τρώω και ξενύχτια. Δεν λέω ψέματα. Βεβαίως με τα χρόνια, έχει γίνει και η έξις , δευτέρα φύσις, κατά κάποιον τρόπο. Δηλαδή, δεν μπορείς να χαλαστείς εύκολα ή να χαλάσεις μια ζωή πίσω. Και, στο κάτω- κάτω της γραφής, άντε θα βρεθούν και πέντε μαλάκες που έτσι κι αλλιώς θα βρίσκονταν. Μαλάκες που και την «ίσια» να έκανες, πάλι θα είχαν να πουν. Εδώ, μου ‘χουν κολλήσει τη ρετσινιά, χωρίς να έχω εμφανιστεί πουθενά, χωρίς να έχω πάει στην προεκλογική συγκέντρωση κανενός, ότι είμαι ΣΥΡΙΖΑ. Που το θεωρώ και γελοίο να πει κάποιος ότι δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ, τώρα που όλοι βαράνε τον ΣΥΡΙΖΑ . Είναι πολύ γελοίο. Προτιμώ να κρατήσω, αν αυτό τους φοβίζει όλους περισσότερο, τη δυναμική ανεξαρτησία του ανένταχτου, που τον ενδιαφέρει, και σαν κοινό, ο άνθρωπος του μεροκάματου. Σημασία, λοιπόν, έχει: Δουλειά κάνεις αγάπη μου; Μπορείς; Υπάρχει μια ομοιογενής λάσπη ομοίων. Αυτό πηγαίνει παντού. Και στην πολιτική, αλλά και στην Τέχνη. Πεθύμησα ένα κουστούμι του Διονύση Φωτόπουλου, ρε φίλε, στην τραγωδία και στην κωμωδία. Βαρέθηκα τη λύση με τα αντρικά κουστούμια από το Μοναστηράκι.
Ορμώμενος από το τελευταίο, έχεις δηλώσει πολλές φορές, ότι το «τραγούδι κακόμαθε», οι δημιουργοί για πολλές δεκαετίες βολεύτηκαν. Αυτό μέχρι ενός σημείου είναι κατανοητό, δεδομένου ότι οι καλλιτέχνες όντας μέλη της κοινωνίας ακολουθούν την κυρίαρχη τάση. Ωστόσο, ούτε σήμερα, στα «ζόρια», εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, έχουμε κάτι πρωτοπόρο. Που το αποδίδεις εσύ αυτό;
Πήγα στο ρεσιτάλ αυτού του σπάνιου δημιουργού που λέγεται Rufus Wainwright. Δεν είδα ούτε έναν συνάδελφό μου, εκτός από τον Γιώργο Ανδρέου. Μιλάμε, για έναν από τους μεγαλύτερους, παγκόσμιους μελωδούς αυτή τη στιγμή. Με ένα μνημειακό έργο πάνω στα σονέτα του Σαίξπηρ απ’ την παράσταση του Ουίλσον. Με μία τρομερή έκδοση από την «ΝτόιτσεΓκράμοφων». Μία μούρη τεράστια. Δεν είδα κανέναν. Όταν ήρθαν οι «Τάιγκερ Λίλις», οι άνθρωποι που ήμασταν στην πρεμιέρα τους, ήμασταν εγώ, η Γαλάνη κι ο Λουκιανός…
Κρύβονται όλοι στην πεπατημένη συνθήκη τους. Καταρχήν, εγώ καλά, κακά, στραβά, ανάποδα, πάω, τσαλαβουτάω, διαβάζω, τραβάω κλωστές από όπου νομίζω ότι θα πάρω κάτι. Είμαι στην καύση. Δημιουργώ.(…) Όταν κοιτάζω πίσω μου, λέω τι έχεις κάνει ρε μαλάκα; Γράψε κανένα τραγούδι. Δεν έχεις γράψει ακόμη το τραγούδι που σου αναλογεί για τη φήμη που έχεις. (…) Την τελευταία δεκαετία, επειδή χρειάστηκε, δεν είχα καμιά φιλοδοξία, να τα πω ο ίδιος, το έκανα κι αυτό. Διάβασα σαράντα σελίδες Βάρναλη, τον έμαθα. Τον έκανα κτήμα μου! Σου ομολογώ ότι του απέδωσα και την αληθινή του αξία. Δεν είχα χαμπαριάσει για τι τεράστιο δημιουργό πρόκειται. Από την κακή χρήση ότι είναι ένας κομμουνιστής βωμολόχος. Όταν αναγκάστηκα να διαβάσω την «Απολογία» και να την μάθω, όχι απλά να την λέω, ήμουν σε τέτοια καταληψία την ώρα που έμπαινα βήμα- βήμα με το ρυθμό, με τις λέξεις, την ώρα που ανακάλυπτα τους εσωτερικούς ρυθμούς, γιατί ήταν ποιητής, ακόμη και στην πρόζα του· εκείνη την ώρα παθαίνω, όπως και με τον «Βικτώρ», όπως και με τον Αριστοφάνη, παθαίνω το σύνδρομο του 20χρονου. Είμαι στη σχολή, θα ‘ρθουν να με εξετάσουν, πρέπει να το κάνω καλά. Εκείνη την ώρα, δεν υπάρχει αυτό που λέμε εξωτερικός παράγοντας. Καταβυθίζομαι. Το εξάμηνο, δηλαδή που δούλεψα για το «Βικτώρ», δεν υπήρχε γύρω γύρω, τίποτα. Αυτό πλουτίζει το μέλλον.
«Φάκελος Έρωτας». Σ’ακούω.
Χωρίς τον έρωτα δεν υπάρχει έναυσμα για τίποτα. Χωρίς να θέλω να γίνω βλάσφημος, πίσω απ’ τα μεγάλα πρόσωπα της Ιστορίας και του Πολιτισμού, πάντα υπήρχε ένας έρωτας που κινητοποιούσε. Αποκλείεται να μην υπήρχε. Είτε κρυφός, είτε φανερός. Ο Τζον Λένον, για παράδειγμα, τα μεγάλα τραγούδια του τα έγραψε με τη Γιόκο. Τα μεγάλα διεθνιστικά του τραγούδια ήταν με τη Γιόκο. Πρέπει κάτι να μας κινητοποιεί προς τα κει. Εμένα, ακόμη κι η αποδοχή του ανθρώπου που μ’ αγαπάει, ο οποίος μάλιστα μπορεί να είναι πολύ σκληρός μαζί μου, π.χ. η Λίνα, οι δικοί μας άνθρωποι επειδή μας έχουν σε χρήση καθημερινή, για να τους κερδίσουμε, πρέπει να κάνουμε κάτι παραπάνω από αυτό που έχουν συνηθίσει. Ασχέτως, αν σβήσει το φως και τα ξεχνάμε όλα.
Όπως είπαμε προηγουμένως είσαι ένας άνθρωπος που του αρέσει να κινείται μέσα στον κόσμο. Αν σου ζητούσα, λοιπόν, αφουγκραζόμενος το κοινό αίσθημα, πιάνοντας τον σφυγμό των ανθρώπων αυτή τη στιγμή, να γράψεις ένα τραγούδι, τι τίτλο θα έβαζες;
«Μόνο μπροστά». Πιστεύω Δημήτρη μου ότι αυτό λέμε στον εαυτό μας, οι άνθρωποι που παλεύουμε με τη ζωή και με το μεροκάματο. Το πρωί που ξυπνάμε και βλέπουμε ότι είμαστε κομμάτια ενός κύκλου, αέναου, αυτό που λέμε στον εαυτό μας για το μικρό πέρας του ανθρώπινου μέτρου, πρέπει να ‘ναι μόνο αυτό. Πάμε να δούμε τι άλλο θα γνωρίσουμε. Αυτή τη στιγμή, η ανθρωπότητα μέσα σ’ αυτόν τον πυρετό της σύγκρουσής της με τον εαυτό της, μας δίνει όλα τα δικαιώματα για αυτό το παιχνίδι. Ας μην είμαστε τρελοί. Οι αρχές κάθε αιώνα είναι δύσκολες. Τα τριάντα πρώτα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα.
Είσαι αισιόδοξος για το μετά;
Αυτό, δεν έχει να κάνει με το τι βλέπω, αλλά με το τι άνθρωπος είμαι, γιατί αυτό που αυτή τη στιγμή φαίνεται, είναι σκοτεινό. Ο κανόνας της φύσης είναι ότι κάποτε ξημερώνει. Έχω σιχαθεί να ακούω την εξής άθλια φράση: Έξοδος στις αγορές. Από μία χώρα που εφηύρε την Αγορά. Να πάνε στο διάολο οι αγορές τους. Οι αγορές που καταπίνουν ανθρώπινο κρέας.
Μα, από τις αγορές δεν εξαρτιόμαστε; Αν δεν κάνουμε όσα υπαγορεύουν οι «νόμοι της αγοράς» για να «βγούμε στις αγορές» δεν θα πεθάνουμε της πείνας; Έτσι, δεν μας λένε;
Δεν θα πεθάνουμε της πείνας στην Ελλάδα.
Κάποιος αυτή τη στιγμή θα μπορούσε να σε κατηγορήσει για λαϊκισμό.
Καλά κάνω. Είμαι ένας τέλειος λαϊκιστής. Φιλέλλην. Απ’ την Αλεξανδρούπολη στην Κρήτη να πας με τα πόδια, φαΐ , θα κόψεις από ένα δένδρο, θα βρεις.
Δηλαδή, τώρα εσύ έρχεσαι να διασαλεύσεις το νόμο της αγοράς; Αυτό πας να κάνεις;
Μην ξεχνάς: «Δικαιόπολις»… Τους φώναζα τότε ότι έρχονται να τον σκίσουν οι άνθρωποι που κατέχουν το Καύσιμο. Οι καρβουνιάρηδες. Δηλαδή, οι βενζινάδες σήμερα. Έρχονται με τα «Ντάτσουν» να τον σκίσουν. Πήγε και κανόνισε μόνος του με τον εχθρό, για πάρτη του, και άνοιξε μαγαζί που τα ‘χει όλα. Τρελός ήταν ο Αριστοφάνης; Γιατί, τους το κάνει αυτό;
Μήπως ήταν κι αυτός λαϊκιστής;
Αριστοκράτης ήταν. Και δεξιός, αλλά σε μια κοινωνία που ήταν άλλα τα μέτρα. Επίσης και άλλη θρησκεία. Οι θεοί ήταν ανθρωπόμορφοι.
Τώρα, σοβαρά: Σ’ έχουν κατηγορήσει ποτέ για λαϊκισμό;
Ναι, μωρέ. Οι ΠΑΣΟΚοι.
Του Ανδρέα ή του εκσυγχρονισμού;
Τα τσιράκια του εκσυγχρονισμού. Του Αντρέα, λίγο πολύ μ’ αγαπούσαν, γιατί καταλάβαιναν ότι είμαι καλλιτέχνης. Μην ξεχνάμε ότι τους « εκσυγχρονιστές» κι ο ίδιος ο Ανδρέας τους σιχαινόταν. Έχω μαρτυρίες από τη φίλη Δήμητρα, ότι τους σιχαινόταν πολύ. Και ότι τον ΓΑΠ, τον πλάκωνε στο ξύλο. Έχει φάει χαστούκια. Πήγαινε και μίλαγε με τους Αμερικάνους μόνος του και το μάθαινε ο Ανδρέας και γινόταν «κόκκινος». Έπαιρνε χαρτιά από την Πρεσβεία και του ερχόταν τρέλα. Και τον φώναξε στα τηλέφωνα και του ‘ριξε μπάτσα. Θα μείνεις με το «Τζέφρι», του είπε. Όπως και για τον Βενιζέλο, έχει πει το κορυφαίο την μέρα που τον γνώρισε: Αυτός, μπορεί να πάει μ’ οποιονδήποτε.
Μιας και σ’ έχω εδώ, θα το εκμεταλλευτώ και θα σε ρωτήσω για ένα αγαπημένο μου τραγούδι. Το «Για Σένα». Τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις και τη μελωδία του συγκεκριμένου κομματιού;
Πολλά νεύρα. Εκείνη την ώρα «έπεσε» μέσα μου η τελευταία μου ελπίδα για το αγώνισμα εκείνο των επτά τελευταίων ετών. «Δικαιόπολις», Αριστοφάνης, έρανος για να ζήσει η ομάδα, Βάρναλης, Ντάριο Φο· δηλαδή, ανήσυχο το βλέμμα για να κρατηθεί ο Νότος. Συναντηθήκαμε με ανθρώπους από την Ιταλία, απ’ το Πρίντεζι συγκεκριμένα, και εκεί καταλαβαίνεις ότι ο Διόνυσος υπάρχει. Ελευθερώνεται κάτι που δεν θα το ‘κανες εύκολα σ’ αυτούς που σε ξέρουν. Εκεί καταλαβαίνεις ότι η υπόγεια γραμμή από λαό σε λαό, κάτι έχει κρατήσει ζωντανό που δεν νικιέται με κανένα πόλεμο. Κάτω απ’ τη γη να τους θάψουν, θα βγουν τα φαντάσματα σε 100 χρόνια και θα τους φάνε.
Δυόμισι χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. Δυόμισι χρόνια αντιπολίτευσης Ν.Δ. Ενάμισης χρόνος τρίτο μνημόνιο. Ένας μήνας απ’ το τέταρτο. Κοντά δυο χρόνια αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Θέλω το σχόλιό σου, για όλα τα παραπάνω.
Καταρχάς, εγώ, ο Δημήτρης Μανιάτης, ο Μιχαλόπουλος και η Σπείρα διεκδικούμε την πατρότητα του νέου κόμματος ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αυτό το «ροζουλί τραβέλι» ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι ατάκα Σπείρας , το 2014. Είναι «τραβέλι», σαν κατάσταση. Τώρα, να πούμε και κάτι άλλο. Έχει είκοσι με πενήντα σεκιούριτι το κάθε «αρχίδι» από τους παλαιούς, τους οποίους πληρώνει ο λαός, παρακαλώ. Θυμάμαι μια φορά, το 2004 πρέπει να ήταν, ήμουν στον Άγιο Νικόλαο και είχε περιοδεία ο Λαζόπουλος με τον «Πλούτο» που είχαμε κάνει μαζί. Έρχονται, λοιπόν, Άγιο Νικόλαο να πάνε στη Ρόδο με το πλοίο. Έχω μείνει, λοιπόν, εγώ στον Άγιο Νικόλαο για διακοπές. Ο Λάκης έμεινε στην Ελούντα. Εκεί που πήγαινε ο Παπανδρέου. Πηγαίνω με τ’ αμάξι εκεί, που με είχαν καλέσει για μπάνιο. Όταν έφτασα, είχε τόσους ελέγχους για να πας στη σουίτα που έμεναν τα παιδιά. Λέω τότε στο φίλο που είχαμε πάει μαζί, εδώ, έρχονται άνθρωποι που φοβούνται να μην τους σκοτώσουν με τόσους σεκιούριτι. Όμως, μία «μπάτσα» σ’ όλους αυτούς δεν έπεσε ποτέ. Ήλπιζα ότι θα πέσει. Ρωτούσα και άκουγα συνέχεια αναβολές. Όχι μόνο δεν έπεσε, αλλά αμόλησαν αυτούς που ήταν μέσα. Δεν θέλω να λέω για ανθρώπους, γιατί, όταν βρίσκομαι με παρέες της Αριστεράς, οποιασδήποτε μπάντας, και είμαστε στα κρασιά και στα τσίπουρα, στα έργα τα ποιητικά και τα ποιήματα, ξανανιώθω κάτι μέσα μου. Για αυτό, δεν θέλω με προχειρότητα και θυμό να χάσω την πίστη μου για όλα. Οι πράξεις, όμως, δείχνουν βαθύτατη υποταγή στα συστήματα. Αν ήμουν νέος ηγέτης, θα ρισκάριζα να με βρουν στο χαντάκι. Αν ήμουν γενναίος δήμαρχος, θα ρισκάριζα να ‘χα πάρει ένα φορτηγό δικό μου και θα μάζευα τα σκουπίδια ο ίδιος. Αν ήμουν σωστός βουλευτής, όταν έγιναν τα ‘’capital controls” και ξεροστάλιαζε ο κόσμος, θα πήγαινα με το αμαξάκι μου, που έκανα λύσσα για να μην το δώσω, ο βουλευτής, και θα βοηθούσα. Θα πήγαινα δυο νερά. Ό, τι έκανα, ακόμη κι όταν πήγα στην Επιτροπή Διαφάνειας που με είχε καλέσει η Κωνσταντοπούλου, πήγα αθώα, ο βλάκας. Πήρα το τρίκυκλό μου και πήγα. Με χαιρέτησαν οι μπάτσοι. Απόλαυσα τιμών λαϊκού καλλιτέχνη. Έφαγα «σκατά» από τα συστημικά sites, που να μην σώσουν, αλλά πήγα, δεν μάσησα. Γιατί; Γιατί, ακόμη και τώρα, στο «Κόκκινο», έχω ακοή τον κόσμο. Τους ακούω τους ανθρώπους. Ακόμη και μέσα στο σταθμό υπάρχουν άνθρωποι που μου λένε «πες τα, πες τα» και τους λέω γιατί δεν μπορείτε, ρε παιδιά, εσείς τι κάνετε ; Τι κάνετε; Είναι σαν να έφαγες τη ζωή σου να στείλεις το παιδί σου σε ένα πανεπιστήμιο να πάρει το πτυχίο του, να αποτυχαίνει συνέχεια στις εξετάσεις και συ να εξακολουθείς να του πληρώνεις νοίκι στο ξένο πανεπιστήμιο. Γιατί ντρέπεσαι να πεις στο σόι ότι το παιδί δεν περνάει. Το λέει και ο Ευριπίδης που τον ‘φαγαν τα σκυλιά στη Μακεδονία και, επιμένω, ποια σκυλιά, άραγε; Τα αληθινά ή τα ψεύτικα; Γιατί δεν τον ήθελαν οι Αθηναίοι καθόλου. Λέει, λοιπόν: Γέμισε η Ελλάδα ηγέτες, που φιλοδοξούν να βελτιώσουν το επίπεδο ζωής.
Κλείνοντας, έχω ένα «φλασάκι» για το αμάξι και θέλω να το γεμίσω με μερικά τραγούδια για ένα ταξίδι. Ποια θα συμπεριελάμβανες εσύ σ’ αυτό;
- Rufus Wainwright: Take all my loves
- Μπαχ : To ν.3 απ’ τα Βραδεμβούργια Κονσέρτα
- Χατζιδάκις, Γκάτσος, Μπιθικώτσης: Πάει ο καιρός
- Μητροπάνος: Όταν έχω εσένα
- Αντύπας, Πρωτοψάλτη, Νικολακοπούλου: Αιγαίο
- Γαλάνη: Αχάριστη
- Maurice Ravel: Bolero
- Rufus Wainwright : Oh What a World
- Γιώργος Ζαμπέτας: Χίλια περιστέρια
- Μπιθικώτσης: Επίσημη Αγαπημένη
- Μπέλλου: Σαν απόκληρος γυρίζω
- Μπέλλου Γιαννόπουλος , Τσιτσάνης: Σε Παλάτια, Σε Τσαντίρια
- Καζαντζίδης: Κάτω απ’ το πουκάμισό μου
- Αιμιλία Χατζηδάκη: Τζιβαέρι
- Arvo Pärt: Fur Alina