Από το Γιάννη Δημογιάννη
Ο χρόνος, οι άνθρωποι, η μνήμη. Σεπτέμβρης του 1922, πρώτο φθινόπωρο. Στην προκυμαία της φωτιάς, πρόσωπα χαραγμένα απ’ την οδύνη και το σπαραγμό. Οι πιο ώριμοι καρποί της Ιωνίας, μαντρωμένοι σαν τα αρνιά. Φόβος και θάνατος παντού. Κι ύστερα, ο ξεριζωμός, το φευγιό, η προσφυγιά. Οι πιο προκομμένοι νοικοκύρηδες, που έγιναν με τα πρωτοβρόχια, Τουρκόσποροι, ξενομερίτες, και διακονιαραίοι. Περήφανοι φαμελίτες που ξεσπιτώθηκαν, και έστησαν από την αρχή το βιος τους, σε αντίσκηνα και λασπόνερα, σαν το λασπότοπο της Ειδομένης. Η καλύτερη εκδοχή της φυλής, που ταπεινώθηκε, χλευάστηκε, και πόνεσε από την ίδια τη μήτρα της φυλής.
«Ποιος στα κομμάτια», συνηθίσαμε να λέμε. Την ώρα της οργής, μα κυρίως την ώρα της απόγνωσης. Και πού να ξέρεις, άλλωστε, πώς γεννήθηκαν οι λέξεις. Πώς ενώθηκαν σε μία φράση. Ποιες μνήμες κουβαλούν στο πληγωμένο σώμα τους. Γιατί, πότε, στ’ αλήθεια, βρέθηκε κάποιος ψαγμένος δάσκαλος, για να «οργώσει» τα σχολεία του περιούσιου λαού, λέγοντας την αλήθεια στα παιδιά; Ένας γεωργός, για να στρέψει τα κλαριά στη ματωμένη γη, κι ύστερα να τα μπολιάσει με τη μνήμη, και τη γνώση;
Για να τους μάθει πως κάποτε, σε τούτον δα τον τόπο, κάποιοι ατόφιοι πατεράδες, κάποιες μανούλες παστρικές και λατρεμένες, έδεναν πέτρα την καρδιά τους, και κάθε πρωί έριχναν λαχνό στο ξυπόλητο τάγμα, για να κληρώσουν ποιο παιδί θα ’στελναν στην κουτσομπόλα γειτονιά, να διακονέψει λίγα κομμάτια ψωμί!
Σε ποιο τέκνο θα ’πεφτε σήμερα ο κλήρος; – «να δούμε ποιος, ποιος, ποιος θα παντρευτεί» – κάπως σαν παιχνίδι φτωχικό, για να μωράνουν τη θλίψη στα παιδικά μάτια.
«Ποιος στα κομμάτια, σήμερα;» ∙ για ένα ξεροκόμματο ελπίδας, να μην αφανιστεί από την πείνα, ο σπόρος της καρδιάς. Ίσως γι’ αυτό, συλλογίστηκα, όσοι γέροντες απέμειναν από τον ξεριζωμό του ’22, κάθε που ιστορούσαν σε νέους ανθρώπους, τα μαρτύρια τους σε τούτο δα τον τόπο, πάντα τούς άκουγα να λένε με την ύψιστη τρυφερότητα και αγάπη: «όταν εμείς, παιδί μου…». Γιατί σε μία μόλις λέξη, σ’ ένα τόσο δα αθώο πιτσιρίκι, κρυβόταν μέσα του, όλος ο ήλιος της χαμένης Ιωνίας. Λες και μία μονάχα παιδική λέξη έσφιγγε μέσα της, όλο το Νόστο της επιστροφής. Το Νόστο, αλλά και το μαράζι για τη σκληρότητα της ίδιας μας της φάρας. Αυτούσιος ο καημός του ξεριζωμένου άνθρωπου.
«Ματζίρης» ή – αν η λέξη με την αραβική, τουρκική ρίζα (muhacir) σού κάθεται κάπως άγνωστη και τραχιά για τις εκλεπτυσμένες μας συνήθειες – άραξε τότε στη συνώνυμη της, το «καρμίρης» (βλ. καρμιριά), που σημαίνει ο τσιγκούνης, ο τσιφούτης, ο σπαγκοραμμένος. Γιατί στη Μακεδονική ενδοχώρα – και τονίζω το γεωγραφικό στίγμα – τους Μικρασιάτες αδελφούς μας, οι ντόπιοι τούς αποκαλούσαν χλευαστικά «Ματζίρηδες». Που σημαίνει, πρόσφυγες, ξενομερίτες, οι εν πολλοίς ανεπιθύμητοι μουσαφίρηδες. Και – καθώς ήταν το ξένο σώμα στις κλειστές μας κοινωνίες, αλλά και οι απόκληροι της φυλής – οι Ματζίρηδες απέκτησαν αναπόφευκτα τις δικιές τους αλλόκοτες συνήθειες.
Κουράστηκαν, βλέπεις, ολημερίς και ολονυχτίς, ν’ ακούν την ίδια σκληρή, αφιλόξενη λέξη. Ήτανε, εξάλλου, πάμφωτοι ζητιάνοι, κάτι πειναλέοι, οπότε τι άλλο περίμενες να κάνουν; Γεννησιμιού τους, ζούσαν ανάμεσα σε δύο μαύρες Συμπληγάδες, όπως μάς λέει ο ποιητής. Και στον τόπο τους, γκιαούρηδες τούς έβριζαν ανελέητα, μα και στη πατρίδα τους πάλι, «Ματζίρηδες» και Τουρκόσπορους τούς έφτυναν. Θαρρείς, όπου γης, να είναι ολόιδια η μοίρα κάθε ξεριζωμένου, κάθε κατατρεγμένου. Να τον ξεζουμίζουν οι ισχυροί, και να τον χλευάζουν οι μισάνθρωποι κι οι κουτσομπόληδες.
Μέχρι που συνήθισαν και αυτοί να κάνουν «το σκατό τους παξιμάδι», και μπάλωναν μέχρι και το τελευταίο κουμπί στο παντελόνι, έως ότου τ’ αλλάξουν, όταν πια έλιωνε και το τελευταίο μπάλωμα. Αναγκάστηκαν οι δύσμοιροι να στερηθούν έως και το λάδι, να γίνουν σκιές των εμπόρων και των αρχόντων της πρώτης τους της νιότης. Κατάντησαν πρώτα να γίνουν ζητιάνοι στη «μάνα Ελλάδα», κι έπειτα, από ανάγκη, να γίνουν τσιγκούνηδες και σφιχτοχέρηδες, μπας και έβγαιναν έξω τα τεφτέρια της επιβίωσης. Έφτασαν στο σημείο, απ’ το φόβο και την έγνοια, ακόμη και τα κορίτσια τους να μην τα παντρεύουν μακριά στα ξένα:
«Ένας από τους λόγους ήταν στην αρχή ότι ήθελαν να έχουν τα παιδιά κοντά τους, ώστε κάθε ώρα και στιγμή να βλέπουν πώς περνούν. Κι εδώ, όμως, στη δεύτερη, προσωρινή πατρίδα, ένας λόγος παραπάνω, αφού πίστευαν πως, όταν ησύχαζαν τα πράματα και γυρνούσαν πίσω στην πατρίδα, δε θα ήθελαν με κανένα τρόπο να αφήσουν πίσω τα παιδιά τους.»
Αν τώρα υποθέσεις πως όλα τούτα δεν είναι παρά το στίγμα μίας άλλης, μακρινής κι αρχέγονης εποχής, μη βιαστείς, ούτε που να το φανταστείς. Γιατί προσφάτως άκουσα με έκπληξη από μία διαδικτυακή μου φίλη πως – έως τα τώρα, στη μακρινή ενδοχώρα της Φλώρινας, (πιθανότατα και τριγύρω) – τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, που δεν είναι για κακή τους τύχη, ντόπιοι, ακόμη «Ματζίρηδες» τούς φωνάζουνε. Μπας και φιράνει η ρίζα του περιούσιου λαού από τους ξένους, και ατροφήσει το μίσος και το ρατσιστικό σαράκι. Λες και οι ψίθυροι και οι «κόποι» των κουτσομπόληδων πάνε στράφι, μετά το μόχθο τόσων χρόνων.
Για να καταλήξω – ολωσδιόλου τυχαία – και πάλι στην συμπρωτεύουσα, σε μία στάση του αστικού λεωφορείου του ΟΑΣΘ, στη στάση αρ. 5 (γραμμή Βενιζέλου – Νέα Κρήνη). Γιατί – ακούστε το, κι ας το χωνέψουμε καλά – οι γόνοι, παλιοί και νέοι, της Προσφυγούπολης της Καλαμαριάς, αυτή την στάση Νο 5, την «βάφτιζαν», στο όνομα της ματωμένης μνήμης, «Τα απολυμαντήρια»!! Για να μη ξεχάσουν, λέει, ποτέ τους ρακένδυτους προγόνους που τούς έσπειραν και τους ανάθρεψαν.
Σταματώ κάπου εδώ την αράδα μου, και αφήνω τον απόγονο των προσφύγων να διασκεδάσει την όποια τύφλα μας, μερική ή ολική:
26 Δεκέμβρη 2011 (από το δίκτυο MIKRASIATIS. GR)
«Είναι ημέρες εορτών και ίσως το θέμα που θα ήθελα να σας παρουσιάσω σήμερα είναι πολύ λυπηρό και χαλάει την όλη διάθεση των Χριστουγέννων.
Όμως είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας που ενδεχομένως δεν είναι ευρύτερα γνωστό παρά μόνο στους απογόνους των ανθρώπων που βίωσαν την προσφυγιά.
Μιλάμε λοιπόν για τα γνωστά Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς.
Την περίοδο 1922-1924 φθάνουν στη Θεσσαλονίκη πάνω από 270.000 πρόσφυγες.
Η Ελλάδα τότε βρισκόταν σε μεγάλο οικονομικό αδιέξοδο, κάνοντας αγωνιώδεις προσπάθειες να συμμαζέψει και να αποκαταστήσει, στη νέα άγνωστη πατρίδα, τις εκατοντάδες προσφυγικές οικογένειες.
Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν μέσα σε σκηνές. Οι μεγάλες κατασκηνώσεις που δημιουργήθηκαν έγιναν σύντομα συνοικισμοί και σιγά-σιγά οι σκηνές αντικαταστάθηκαν από παράγκες και αργότερα άρχισαν να χτίζουν τα γνωστά πλινθόκτιστα σπίτια (Αμπελόκηπους, Αρετσού , Τούμπα, Νεάπολη, Νέο Κορδελιό, Ωραιόκαστρο, Καλαμαριά, Πανόραμα, Θέρμη, Περαία, Αγία Τριάδα, Νέους Επιβάτες, Νέα Μηχανιώνα, Νέα Καλλικράτεια, Χαριλάου, Νέα Μάλγαρα, Αγιο Αθανάσιο, Βαθύλακκο, Κάτω Σχολάρι και Πολίχνη)
Το κέντρο της προσφυγιάς αποτέλεσε η παραλία της Αρετσούς και γενικότερα η Καλαμαριά, το τρομερό προσφυγοθάνειο, όπου θάνατος και τύφος έστησαν το δίδυμο εργαστήρι τους και θέριζαν ψυχές.
Η Καλαμαριά ονομάστηκε Απολυμαντήριο, γιατί εκεί οδηγούνταν τα χιλιάδες ανθρώπινα ράκη για να καθαριστούν και να απαλλαγούν απ’ τις αρρώστιες, έτσι ώστε να μην κολλήσουν οι υπόλοιποι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης.
Τα καράβια, καθημερινά, άδειαζαν νύχτα μέρα πλήθη από ρακένδυτους πρόσφυγες στο λιμάνι…
Η ελονοσία θέριζε κυριολεκτικά και καθημερινά σημειώνονταν 50 περίπου θάνατοι προσφύγων απ’ την αρρώστια αυτήν και τις κακουχίες.
Και η λύση ήταν μία……Ο ΚΛΙΒΑΝΟΣ!!!!!
Όλοι στο κλίβανο…. ο ένας πάνω στον άλλον στη κυριολεξία, κάτω από ένα ντους με μια πλάκα πράσινο σαπούνι με ποτάσα να λούζουν το κεφάλι και το σώμα τους.
Άντρες, γυναίκες, γέροι ,παιδιά ,άρρωστοι και υγιείς όλοι μαζί κάτω από το καυτό νερό.
Απολυμαίνονταν τα ρούχα τους και έκοβαν τα μαλλιά τους με το φόβο της ψείρας.
Και μετά;
Μετά έτσι γυμνοί και «χτυπημένοι» αλύπητα από το κρύο Βαρδάρη περίμεναν τα ρούχα τους, που τις περισσότερες φορές έβγαιναν μισά και κουβάρια.
Η σάρκα τους σχιζόταν, τα χείλη τους μελάνιαζαν, δεν ένιωθαν χέρια ή πόδια και αν δεν πέθαιναν από τις μολυσματικές ασθένειες, τελικώς πέθαιναν από πνευμονία.
Οι «καθαροί» πλέον πρόσφυγες περπατούσαν προς τους θαλάμους που είχαν αφήσει τα συμμαχικά στρατεύματα, καθώς και σε σκηνές. Η έκταση των θαλάμων και των σκηνών ήταν περιφραγμένη με ισχυρό συρματόπλεγμα και υπήρχαν και έξοδοι, στις οποίες υπήρχαν φυλάκια του στρατού, έτσι ώστε να διαφυλάξουν την μη είσοδο των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη διότι είχαν παρατηρηθεί κρούσματα τύφου και ήταν κίνδυνος να μολυνθεί και η υπόλοιπη πόλη.
“…Μας βάλαν στη σειρά τα μικρά και τις γριές, και μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κούρεψαν, Σα κολοκύθι με κάνανε. Πολύ καιρό μετά ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω”.
(Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου από το χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας)
Πέθαναν πάνω από 50.000 πρόσφυγες στη Καλαμαριά και όσο και αν ήταν αδύνατη η διαβίωση τους στις χαμένες τους πατρίδες άλλο τόσο ανυπόφορη ήταν και στη μητέρα Ελλάδα.
Η κατεδάφιση των κτιρίων των Απολυμαντηρίων έγινε το 1965.»
Στάση Νο 5 «Απολυμαντήρια» – Ωραιόκαστρο… ένα τσιγάρο δρόμος!