Του Μάκη Γεφυρόπουλου
Οι άνθρωποι έχουμε την ικανότητα να διαμορφώνουμε την πραγματικότητα που μας περιβάλει σύμφωνα με τις πεποιθήσεις που αναπτύσσουμε αδιαλείπτως και σε καθημερινή βάση.
Από τη στιγμή της γέννησης μέχρι και το τέλος μας, αντιμετωπίζουμε τη ζωή ιδεολογικά, στα πρότυπα της εκπαίδευσης και των ερεθισμάτων που λάβαμε στην παιδική μας ηλικία και συνεχίζουμε να παραμένουμε προσκολλημένοι στις συγκεκριμένες διδαχές ακόμα και όταν οι περιστάσεις και η εξέλιξη των γεγονότων μας ξεπεράσουν.
Έχουμε τη τάση να ερμηνεύουμε τον κόσμο μεροληπτικά, κρίνοντάς τον μέσα από το καλειδοσκόπιο των αδυναμιών μας, με άτεγκτο τρόπο που δε σηκώνει καμία αμφισβήτηση.
Είμαστε αυστηροί με την αντίθετη άποψη και δε σηκώνουμε μύγα στο σπαθί μας κάθε φορά που κάποιο νέο ρεύμα τείνει να θρυμματίσει τον σαθρό ιδεοληπτικό μας μικρόκοσμο.
Είμαστε πλάσματα με αδυναμίες. Ζούμε διαρκώς μέσα στο φόβο και έχουμε μάθει να υψώνουμε θεόρατα τείχη γύρω μας, κρατώντας σε απόσταση όσους δεν ταιριάζουν με τις αξίες μας.
Ζούμε απομονωμένοι και ενίοτε βράζουμε στο ζουμί μας, γιατί στα αλήθεια είμαστε κοινωνικά όντα και έχουμε την έμφυτη ανάγκη για επικοινωνία και αποδοχή.
Συγχρόνως κουβαλάμε διαρκώς τη κατάρα της έπαρσης και δύσκολα κάνουμε το πρώτο βήμα για να συμφιλιωθούμε με την κακή πλευρά του εαυτού μας, καθώς επίσης και με τους άλλους «ξένους».
Σε μία απέλπιδα και επαίσχυντη προσπάθεια προστασίας του ευάλωτου ψυχικού μας ορίζοντα, εφευρίσκουμε συνεχώς «εχθρούς», χωρίς λόγο και αιτία ουσιαστικά, παρά μόνο για να καθησυχάσουμε την επαπειλούμενη εσωτερική μας φωνή που ουρλιάζει για λίγη προσοχή.
Στιγματίζουμε ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες για να τονώσουμε την αυτοπεποίθηση μας, χωρίς να μας ενδιαφέρει κανένας άλλος, εκτός από το εβένινο κομμάτι της εγωτικής μας πτυχής.
Κλειστές κοινωνίες στην επαρχία και μεγάλα αστικά κέντρα. Παντού τα ίδια. Έρημες καρδιές και απονεκρωμένες προσωπικότητες, αδειανά κελύφη. Το κουτσομπολιό ενδημεί στον ρατσισμό και δημιουργούν από κοινού απροσμέτρητους πυρήνες παραλογισμού. Η ανορθολογική κοινωνία μας ένα απέραντο γκέτο.
Ο Κινηματογράφος ως πνευματικό παράγωγο της ανθρώπινης διάνοιας, δεν έχει ξεφύγει από τις εκφυλιστικές παθογένειες της διάτρητης ψυχοσύνθεσης του είδους μας.
Μέσα από τις ακριβές του παραγωγές, τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις υπέρλαμπρων, μα κυνικών υποκριτών και στρατευμένων σκηνοθετών, έχει συμβάλει στη γκετοποίηση της ανθρωπότητας, σε μία παγκόσμια κλίμακα άνευ προηγούμενου.
Αλυσοδέσμιος των κοινωνικοπολιτικών συμφερόντων της καθεστηκυίας τάξης, ο κινηματογράφος κατά καιρούς έχει περιθωριοποιήσει προσωπικότητες, μόνο και μόνο για την αγέρωχη στάση ζωής που εκείνες συχνά επιδεικνύουν, πηγαίνοντας κόντρα στο κομφορμιστικό ρεύμα της παθητικής αβελτηρίας.
Οι γυναίκες παρουσιάζονται ως αισθησιακές «γλάστρες», με την ευφυία τους να θυσιάζεται στο βωμό ενός πληθωρικού μπούστου. Φρονήματα, δικαιώματα και λαϊκοί αγώνες γελοιοποιούνται. Άτομα με διαφορετικό χρώμα δέρματος ή σεξουαλική προτίμηση δαιμονοποιούνται και χρησιμοποιούνται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι προς τέρψη των αιμοσταγών ενστίκτων ενός αποβλακωμένου συρφετού που κατακλύζει άκριτα της αίθουσες.
Όλοι μας έχουμε παρακολουθήσει, έστω και για λίγο, ταινίες που έζεχναν από τη δυσωδία ενός αποπνικτικού ρατσισμού που συνθλίβει τα όρια της λογικής.
Όμως, ενίοτε, υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις.
«Στη Φωλιά του Κούκου» (One Flew Over The Cuckoo‘s Nest-1975) του Μίλος Φόρμαν, συναντάμε έναν υπέρλαμπρο φάρο, του οποίου η ακτινοβολία δεν έχει πάψει λεπτό να συγκινεί εκατομμύρια ψυχές, κερδίζοντας δικαιωματικά μία θέση στις καρδιές μας.
Η ταινία- σταθμός που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κεν Κέισι απέσπασε 5 βραβεία Όσκαρ, στις σημαντικότερες κατηγορίες ( Α’ Ανδρικού ρόλου για τη συγκλονιστική παράσταση του Τζακ Νίκολσον, Α’ Γυναικείου ρόλου για την εξαιρετική ερμηνεία της Λουίζ Φλέτσερ, όπως επίσης και αυτά της Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Διασκευασμένου Σεναρίου), όμως η σημαντικότερη διάκριση που σημείωσε, είναι η ανάδειξη της αδάμαστης επιθυμίας που έχουμε για ελευθερία.
Κατάφερε να στρέψει τα φώτα της προσοχής σε μία άκρως ευαίσθητη κοινωνική ομάδα λησμονημένων παριών και να τους επαναφέρει στην επιφάνεια της ανθρώπινης δραστηριότητας, απελευθερώνοντάς τους παράλληλα, έστω και προσωρινά, από τα τάρταρα της ανυπόληπτης λήθης.
Πέτυχε να αναδείξει, έστω και με τη χρήση ενός ιδιαίτερα έντονου συναισθηματισμού, ότι η δίψα για ζωή, έχει τη δύναμη να απελευθερώσει το ταλαιπωρημένο από τις κοινωνικές κακουχίες ανθρώπινο λογικό, ακόμα και χωρίς τη χρήση ψυχοτρόπων φαρμάκων.
“GENTLEMEN, ITS MEDICATION TIME”
Η ζωή σε μία ψυχιατρική κλινική του Όρεγκον, το 1963, κυλάει «φυσιολογικά» με τους ασθενείς του ιδρύματος να ακολουθούν υπάκουα τις προσταγές της νοσοκόμας Μίλντρεντ Ρέιτσεντ (Λουίζ Φλέτσερ), η οποία είναι επιφορτισμένη με την επίβλεψή τους.
Το ημερήσιο πρόγραμμα της καθιερωμένης ρουτίνας τους περιλαμβάνει ανιαρές ασκήσεις γυμναστικής, εξομολογητικές συζητήσεις με τη νοσοκόμα και αρκετά παιχνίδια με χαρτιά. Στο ίδρυμα βέβαια, ο μεγάλος τζόγος δε γίνεται με τα χρήματα και τις μάρκες, αλλά με τα δάκρυα ενός ακαταλαβίστικου σφοδρού πόνου που σουβλίζει τη καρδιά με την οξύτητά του.
Από την άλλη, ο χρόνος φαίνεται να έχει χάσει το νόημά του, με τις μέρες να επαναλαμβάνονται ψυχρά ξανά και ξανά, χωρίς να πραγματοποιείται κάποια ουσιαστική πρόοδος στη λιμνάζουσα ψυχοσύνθεση των καταδικασμένων από τη κοινωνική αδιαφορία, ασθενών.
Η έλευση του γοητευτικού λούμπεν Ραντλ Πάτρικ Μακ Μέρφι (Τζακ Νίκολσον) στο ψυχιατρείο, φέρνει τα πάνω κάτω στις ζωές των τροφίμων, και δικαιολογημένα καθώς ο Μακ Μέρφι είναι ένας κινούμενος ανεμοστρόβιλος αλλαγής, που μαζί με τη συσσωρευμένη οργή του, κουβαλάει και ένα ασίγαστο πάθος για ζωή.
Ο Ραντλ έχει καταδικαστεί για σεξουαλική επίθεση σε ανήλικη, όμως προτιμά να παραστήσει τον «τρελό», έτσι ώστε να γλιτώσει τα κάτεργα της φυλακής, επιλέγοντας τους χαλαρούς βιορυθμούς του ιδρύματος.
Γρήγορα ταράσσει τα νερά και κερδίζει τη συμπάθεια των υπόλοιπων ασθενών, με το μπρίο της προσωπικότητάς του. Καταφέρνει να τους τροφοδοτήσει και πάλι με ενέργεια και κέφι, ανακαλώντας στο ταλαιπωρημένο λογικό τους, την πολύτιμη ανάμνηση μίας αλλοτινής και πιο ανθρώπινης πραγματικότητας.
Ο νεαρός τραυλός Μπίλι Μπίμπιτ (Μπραντ Ντουρίφ) με τα καταπιεσμένα σεξουαλικά ένστικτα ενός οδυνηρού Οιδιπόδειου συμπλέγματος να μπερδεύουν εκτός από τη γλώσσα και τη καρδιά του, ο μικρόσωμος Μαρτίνι (Ντάνι Ντε Βίτο) με τις έντονες παραισθήσεις, ο Ντέιλ Χάρντινγκ (Γουίλιαμ Ρέντφιλντ) με τους εκλεπτυσμένους παρανοϊκούς του τρόπους, ο Τσάρλι Τσεσγουίκ (Σίντεϊ Λάσικ) με τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις ενός υπερευαίσθητου μικρού παιδιού, μαζί με τον γιγαντόσωμο ιθαγενή Τσιφ Μπρόμντεν (Γουίλ Σάμσον) που προσποιείται των κωφάλαλο, όλοι μαζί και ανεξαιρέτως μαγνητίζονται από τον καινούριο φίλο τους.
Ο Μακ Μέρφι άμεσα αντιλαμβάνεται τις αυταρχικές μεθόδους της νοσοκόμας Ρέιτσεντ και δεν αργεί να συγκρουστεί μαζί της. Αηδιάζει με τον επιτηδευμένο καθωσπρεπισμό της, καθώς επίσης και με το πατρονάρισμα που χρησιμοποιεί για να ελέγχει τις σκέψεις και τις συναισθηματικές αντιδράσεις των τροφίμων.
Η καταπίεση κρύβεται στο επαγγελματικό της χαμόγελο, ενώ η αντιμετώπιση που έχει για τους ασθενείς της, ομοιάζει με εκείνη σε «άμυαλα» παιδάκια και φανερώνει την εσωτερική της προδιάθεση για χειραγώγηση.
Αντίθετα, ο Ραντλ συνειδητοποιεί ενστικτωδώς ότι η καλύτερη γιατρειά για μία βασανισμένη ψυχή είναι η ενεργή συμμετοχή της σε ποικίλες δραστηριότητες και σε συλλογικά παιχνίδια αναψυχής που τονώνουν το πνεύμα, δροσίζοντας παράλληλα τα στερημένα από την αγάπη χείλη, με το πηγαίο γέλιο της ελεύθερης βούλησης.
Ο Ραντλ αψηφώντας τους εσωτερικούς κανονισμούς, οργανώνει βραδιές διασκέδασης, γνωρίζοντας στους συντρόφους του το γυναικείο χάδι με τη βοήθεια των φιλενάδων του, ενώ δε διστάζει να τους βοηθήσει να δραπετεύσουν, έστω και για μία ηλιόλουστη μέρα, από τα στενά όρια της φυλακής τους, πηγαίνοντας τους για ψάρεμα.
Η επαναστατική ορμή του Ραντλ δεν περνάει απαρατήρητη και με πρωτοβουλία της νοσοκόμας καταστέλλεται. Μη μπορώντας να αντέξει τους περιορισμούς που έχουν κυρίως ως στόχο τους τη ψυχική του ηρεμία, ο Ραντλ αποφασίζει να δραπετεύσει με τη συνδρομή του θεόρατου Αρχηγού.
Ωστόσο, η αυτοκτονία του νεαρού Μπίλι που οδηγήθηκε στα άκρα με υπαιτιότητα της νοσοκόμας, θολώνει το μυαλό του Ραντλ. Εξοργισμένος, αποπειράται να την πνίξει με τα ίδια του τα χέρια.
Δε τα καταφέρνει. Αντίθετα κρίνεται θανάσιμα επικίνδυνος και με τη σύμφωνη γνώμη των ψυχιάτρων της κλινικής, καταδικάζεται σε λοβοτομή, αφού πρώτα το ατίθασο κεφάλι του δέχεται ένα καταιγισμό από ηλεκτρικές εκκενώσεις.
Βρίσκει επιτέλους τη «γιατρειά» του, θυσιάζοντας όμως τη δυνατότητα της σκέψης. Της αντίδρασης. Έχει μετατραπεί, αυτός ο εκπρόσωπος της εναργής αταξίας, σε ένα άβουλο κατατονικό «ζόμπι».
Κακέκτυπο πια του αλλοτινού ζωηρού εαυτού του, λυτρώνεται με το θάνατο που του προσφέρει από οίκτο, ο ιθαγενής φίλος του. Ο Αρχηγός το σκάει και τραβάει μόνος προς στο μονοπάτι της ελευθερίας, κουβαλώντας στους πελώριους και ευγενικούς του ώμους, το ολοζώντανο πνεύμα του βασανισμένου συντρόφου του.
Η ζωή είναι ισχυρότερη από τον θάνατο και πάντοτε βρίσκει τρόπους να ανθίσει ακόμα και όταν καταπνίγεται από το ζόφο της ανθρώπινης βαναυσότητας.
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΙΩΝΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ
Στη Φωλιά του Κούκου, ο Φόρμαν επιλέγει συνειδητά ως εργαλείο ανάδειξης της θεματικής του, τη διέγερση της συναισθηματικά ευαίσθητης πλευράς του κοινού του και πράγματι το πετυχαίνει τόσο δυναμικά, που ίσως και να παραβλέπαμε μερικούς από τους προβληματισμούς που αποκτήσαμε κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του φιλμ.
Όμως πολλές φορές ο άλογος συναισθηματισμός μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνος και ιδιαίτερα ζημιογόνος στη κατανόηση ενός τόσο σοβαρού και πολύπλευρου φαινομένου, όπως είναι αυτό που λαμβάνει χώρα στη ταινία.
Ο Φόρμαν επιχειρεί να μετατρέψει την πραγματικότητα του μικρόκοσμου της ψυχιατρικής πτέρυγας σε καθιερωμένο πρότυπο που έχει ισχύ και στον μακρόκοσμο της ευρύτερης αμερικανικής και όχι μόνο σκηνής.
Ο έξω κόσμος παρουσιάζεται ως άλλος χαμένος Παράδεισος, με το συναίσθημα της νοσταλγίας να κυριαρχεί στη ψυχοσύνθεση των ασθενών, των πληγωμένων εκείνων προσωπικοτήτων που δικαιούνται να τον ονειρεύονται, αλλά όχι και να τον χαίρονται.
Οι νοσοκόμοι, όλοι τους Αφροαμερικανοί, αποτελούν καχεκτικά σύμβολα του επιβεβλημένου φόβου που έχουν οι ασθενείς για τον έξω κόσμο. Η χρήση του «μπαμπούλα» από τον Φόρμαν είναι ένα χονδροειδές φληνάφημα, χωρίς κάποια ποιοτική αξία, εκτός ίσως από τη λειτουργική όξυνση των βασικών ρατσιστικών ενστίκτων του θεατή.
Οι τρόφιμοι είναι κατά κύριο λόγο εθελοντές που κλείστηκαν στο άσυλο με προσωπική τους πρωτοβουλία, έχοντας δηλαδή επίγνωση της δικής τους «βλαπτικότητας». Στην αντίπερα όχθη, η κοινωνία παρουσιάζεται υγιής και λειτουργική.
Η ευθύνη, φαίνεται να μας αφηγείται ο σκηνοθέτης με μία νότα κάλπικης επαναστατικότητας, ανήκει στο ψυχικά ευάλωτο άτομο και στην αδυναμία της εύθραυστης φύσης του και όχι τόσο στην παθογένεια των σαθρών κοινωνικών βάσεων που μολύνει τη καθημερινότητα μας.
Ο καπιταλιστικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας, αποτελεί συγχρόνως το βασικό δομικό υλικό που κινεί τα νήματα για δισεκατομμύρια ανθρώπους. Είναι ένας μηχανισμός διαιώνισης της κατάθλιψης, αφού στους κόλπους του ενδημεί η απατηλή «ευτυχία» μίας καμουφλαρισμένης δυστυχίας.
Η κοινωνία που βασίζεται στη κερδοσκοπική εκμετάλλευση της ανθρώπινης ενέργειας, είναι ένας δύσμορφος κανίβαλος που αναπαράγει μονάχα τον πόνο, στα πρότυπα ενός βουλιμικού ιμπεριαλιστικού κτήνους που καταβροχθίζει τα πάντα, προς τέρψη της υλικής του ματαιοδοξίας.
Επίσης, στιγματίζει όλους εκείνους που κρίνει αυθαίρετα ότι δεν έχουν να προσφέρουν το παραμικρό στη γιγάντωση του εξουσιαστικού της πλούτου. Προάγει τον φόβο και τη δειλία σε κάθε πτυχή της, ενώ δε διστάζει να επιβάλει την παθητικότητα, ως αντιστάθμισμα στην αδέξια προσπάθεια των μελών της για συλλογική δράση, μέσω μίας άρτιας και συνάμα απελευθερωμένης εξατομίκευσης.
Χρησιμοποιεί τη κατασταλτική βία για να πετύχει τους στόχους της και αρέσκεται στον έλεγχο του ψυχικού κόσμου των «υπηκόων» της. Λατρεύει το πατρονάρισμα και στήνει χορούς εκατομμυρίων στην προσπάθεια της να καθοδηγήσει τα αγελαία πλήθη στο «σωστό» μονοπάτι για την εκπλήρωση των συμφερόντων της.
Αν αποτυγχάνει λοιπόν σε κάτι η ταινία, αυτό είναι στην περαιτέρω προβολή της κοινωνικής αναλγησίας, καθώς επίσης και στην πειστική ανάδειξη της συστηματικής βαναυσότητας, με τρόπο διαλεκτικό και όχι μένοντας στα πρόδηλα και αυταρχικά πρότυπα μίας κακιασμένης νοσοκόμας.
Το άτεγκτο σύστημα εκτός από κόκκαλα, τσακίζει και τη συναισθηματική υπόσταση όλων εκείνων των ψυχών που προσμένουν μάταια, μα καρτερικά για ένα θαύμα, υπομένοντας στο ενδιάμεσο κάθε είδους ψυχικού βασανιστηρίου.
Η ελπίδα είναι μία φλόγα που κρατάει ζωντανό το πνεύμα, όσο αυτό βρίσκεται φυλακισμένο στο κολαστήριο της ζοφερής πραγματικότητας.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΝΟΧΛΗΣΕ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι αναγκασμένος να εκτελεί καθημερινά ποικίλους απαιτητικούς ρόλους, να τοποθετεί τη ψυχική του υγιεινή σε δεύτερη μοίρα, ακολουθώντας μηχανικά τις νόρμες μίας μεσαιωνικής εργασιακής παραγωγικής διαδικασίας που τιμωρεί συλλήβδην και δίχως δεύτερη σκέψη, κάθε υποψία «αποτυχίας».
Ο πολίτης του σήμερα ζει διαρκώς μέσα στο άγχος, σε μία δυστοπία που κατακλύζει το νου του με παράλογους φόβους κάθε είδους. Το στρες που δημιουργείται από μία πιθανή απόλυση αυξάνει με γεωμετρικούς ρυθμούς τα ποσοστά των αυτοκτονιών, βάφοντας με το εβένινο χρώμα του θανάτου και της ανεργίας, τα αστικά κέντρα της ασφυκτικής ανημποριάς.
Οι πιο πολλοί από εμάς αποποιούμαστε των πραγματικών μας επιθυμιών και αρκούμαστε να φυλακίζουμε το πνεύμα μας στους δαιδαλώδεις διαδρόμους μιας ονειροφαντασίας που δεν παίρνει ποτέ της, σάρκα και οστά.
Καταλήγουμε μίζεροι, ενώ όσοι πράγματι καταφέρνουν να αποκτήσουν θέσεις εξουσίας και μπόλικο χρήμα, συνήθως συμβιβάζονται με τη δυστυχία τους, αγοράζοντας μερικά «χρυσά κλουβιά» για να αιχμαλωτίσουν τις ανεκπλήρωτες ψευδαισθήσεις τους.
Όμως τι συμβαίνει με τους αληθινά ευαίσθητους; Με εκείνους τους ανθρώπους δηλαδή, που η «μοίρα» υπήρξε σκληρότερη από το συνηθισμένο;
Εκείνους των οποίων η καρδιά εξακολουθεί να χτυπάει βροντερά, αφήνοντας όμως το λογικό αρκετά πίσω, σε αυτή τη στημένη κούρσα, της μίας ανάσας, που ονομάζεται ζωή;
Η κατάληξή τους μοιάζει προδιαγεγραμμένη. Η κοινωνία τούς προσπερνά, τούς εγκαταλείπει στα Ιδρύματα Ψυχικής Υγιεινής, τούς κλειδώνει μέσα στα δωμάτια-κελιά και έπειτα πετάει το κλειδί στο ρέμα της απάθειας.
Η συνέχεια της ιστορίας τους είναι αρκετά γνωστή. Η καθημερινότητά τους συγγενεύει επικίνδυνα με εκείνη των κρατούμενων στις φυλακές. Η κοινή γνώμη τούς έχει ήδη καταδικάσει ως ανίατες περιπτώσεις, στιγματίζοντάς τους.
Οι έγκλειστοι στις ψυχιατρικές κλινικές είναι «τρελοί», «ψυχωτικοί», «παλαβοί». Οι σχιζοφρενείς είναι ικανοί για το χειρότερο έγκλημα. Είναι όλοι τους «δολοφόνοι», «βιαστές» και «κλέφτες» και χρήζουν «θεραπευτικής» τιμωρίας με ηλεκτροσόκ και λοβοτομές στο ατίθασο κεφάλι τους.
Αυτοί είναι μερικοί βάναυσοι χαρακτηρισμοί που έχουν περάσει στο υποσυνείδητο των ενεργών μελών μίας τυπικής αστικής κοινωνίας, δημιουργώντας σαθρά πρότυπα και κίβδηλες στερεοτυπικές εικόνες, προκαλώντας σύγχυση στο μυαλό ακόμα και συνειδητοποιημένων ατόμων.
Οι λόγοι που εμφυτεύονται οι συγκεκριμένες στρεβλές προκαταλήψεις στο μυαλό μας είναι πολλοί. Ο κινηματογράφος με τους παρανοϊκούς του serial killers, τα ΜΜΕ που πλάθουν «δαίμονες» για τη τηλεθέαση, η ελλιπής ενημέρωση, η εκφυλισμένη παιδεία και η απουσία κριτικής σκέψης είναι ορισμένοι εξ’ αυτών.
Για παράδειγμα, πόσοι στα αλήθεια γνωρίζουμε ότι τα ποσοστά των εγκληματιών ανάμεσα σε άτομα που πάσχουν από βαριά μορφή σχιζοφρένειας είναι μικρότερα από τα αντίστοιχα των «φυσιολογικών» ανθρώπων;
Τι συμβαίνει όμως με τους «τρελούς»; Με τους «ψυχωτικούς μπαμπούλες» των ιστοριών που διηγούνται οι ανυπόμονες μητέρες στα παιδιά τους για να φάνε όλο το φαγητό τους;
Απλά, περνούν τις μέρες τους στη λησμονιά και επανέρχονται στο προσκήνιο κάθε φορά που προβάλει στο φως της δημοσιότητας κάποιο βίαιο περιστατικό κακοποίησης που δε δύναται να περάσει στα ψιλά των ειδήσεων.
Τα βίαια περιστατικά που συνοδεύονται με το «επικίνδυνο άλογο» πάντα θα έχουν τη δυνατότητα να εξάψουν τη φαντασία των τηλεθεατών και να τους κάνουν να στηθούν μπροστά από την οθόνη της τηλεόρασης για να χύσουν μερικά κροκοδείλια δάκρυα λυτρωτικής συνενοχής.
Όμως δεν είναι μονάχα η σωματική βία που ενδέχεται σε ορισμένες ακραίες καταστάσεις, να νιώσουν στο πετσί τους, οι τρόφιμοι ενός ιδρύματος. Οι παρενέργειες των ψυχοφαρμάκων είναι απτές και διαδραματίζουν καταστροφικό ρόλο στις ζωές των ασθενών.
Δεν είναι λίγοι οι ασθενείς εκείνοι που αυτοχαρακτηρίζονται ως επιζώντες της ψυχιατρικής φαρμακευτικής πρακτικής και καταφέρονται ανοικτά κατά του ψυχιατρικού συστήματος που ευνοεί την εξάρτηση στα φάρμακα και την παθητική υποταγή προς όφελος των φαρμακοβιομηχανιών.
Έχοντας συνασπιστεί σε συλλόγους, έχουν συμβάλει στην άνθηση της αντιψυχιατρικής. Δε διστάζουν να μιλήσουν για τις αρνητικές επιπτώσεις που έχουν τα ψυχοτρόπα φάρμακα πάνω στον οργανισμό τους, που μπερδεύουν περισσότερο, παρά γαληνεύουν το νου.
Οι επιζώντες περιγράφουν τις ψυχιατρικές πρακτικές ως μία χειριστική τακτική από την πλευρά των γιατρών, που έχει ως μοναδικό στόχο την ποδηγέτηση της συμπεριφοράς και τον έλεγχο της σκέψης τους.
Φυσικά, πέρα από το αν συμφωνούμε απόλυτα ή όχι στη χρησιμότητα στης σύγχρονης ψυχιατρικής, δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στη γενναία προσπάθεια πολλών συνειδητοποιημένων επαγγελματιών στο πεδίο της ψυχικής υγιεινής που καταβάλουν τιτάνιες προσπάθειες για να γαληνέψουν τις ψυχές των ασθενών τους.
Ο περιορισμένος αριθμός προσωπικού για οικονομικούς λόγους, η απουσία σύγχρονων και κυρίως φιλικών για τον άνθρωπο εγκαταστάσεων, καθώς επίσης και του πετσοκομμένου χρόνου για εξέταση που έχουν στη διάθεσή τους, αποτελούν μερικά από τα ανυπέρβλητα εμπόδια που καλούνται να ξεπεράσουν.
Ωστόσο, τα προβλήματα των μόνιμων κατοίκων των ψυχιατρείων είναι απείρως μεγαλύτερα και δεν έχουν τελειωμό. Ο ιδρυματισμός διεγείρει τον φόβο που αισθάνονται για τον έξω κόσμο, γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα και δυσκολεύει τις προσπάθειες της ομαλής κοινωνικής τους ενσωμάτωσης.
Επιπρόσθετα, στερούνται εργασιακών δικαιωμάτων και αξιοπρεπούς μισθού που θα τους ανοίξει τον δρόμο για να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Οι εργοδότες έχουν τη τάση να αντιμετωπίζουν τους πρώην έγκλειστους σαν μικρά παιδιά που χρειάζονται συνεχώς επιτήρηση και αυτό το ψίχουλο ανθρωπιάς παρέχεται στη καλύτερη των περιπτώσεων.
Ο Άνθρωπος που ενόχλησε το Σύμπαν είναι ένα γλαφυρό ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη, που περιγράφει εύγλωττα την ανάγκη για έκφραση που έχουν οι χρόνια έγκλειστοι σε ψυχιατρικές μονάδες.
Την έμφυτη ανάγκη που έχουν για ελευθερία και εξατομικευμένη ζωή. Τη δίψα που έχουν για την ανάληψη πρωτοβουλίας και δράσης. Για τη βαθύτατη απόγνωση που βασανίζει τη καρδιά τους και τον αγώνα δρόμου που κάνουν για να επαναπροσδιορίσουν το είναι τους.
Αλήθεια ποιοι στο καλό είμαστε εμείς για να κωφεύουμε στις απεγνωσμένες εκκλήσεις των συμπολιτών μας για βοήθεια; Ποιες είναι εκείνες οι κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις που επιμένουν να απαρνιούνται την ανθρώπινη φύση τους; Να απαγορεύουν τα αναφαίρετα δικαιώματά τους στην ευτυχία και την εξέλιξη;
Και αν όντως ζούμε σε μία ανάλγητη κοινωνία και έχουμε εθιστεί ανεπανόρθωτα στην αδράνεια, τότε θα πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας το παρακάτω ερώτημα:
«Οι πραγματικοί «τρελοί» βρίσκονται όντως υπό κράτηση ή μήπως κυκλοφορούν ελεύθεροι, προσποιούμενοι τους εχέφρονες;
Και αν ισχύει η συγκεκριμένη παραδοχή, μήπως τότε ολόκληρος ο κόσμος δε θα χρήζει ζουρλομανδύα;».
Η ΑΓΑΠΗ, ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΟ
Ίσως κάποτε ζήσουμε τη μέρα εκείνη που ο ανθρώπινος πόνος δε θα κρύβεται κάτω από το χαλάκι και οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες δε θα αφήνονται παρατημένες στη τύχη τους, να φυτοζωούν ξεροσταλιάζοντας για μία αχτίδα ελπίδας.
Ίσως κάποτε μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μία αληθινά ανθρώπινη πραγματικότητα που θα στηρίζεται στις στέρεες βάσεις της έγνοιας και της συμπαράστασης. Της αμοιβαίας τρυφερότητας και της υγειούς αλληλεπίδρασης.
Ουτοπική ψευδαίσθηση;
Μπορεί. Ωστόσο, αν δε μοχθήσουμε για να αλλάξουμε ότι μας πληγώνει, δε θα καταφέρουμε ποτέ τίποτα. Τα ευχολόγια είναι ωραία και καλά, όμως από μόνα τους δε διαθέτουν τη δύναμη να μετασχηματίσουν τον κόσμο μας προς το καλύτερο.
Αντίθετα, οι έμπρακτες πράξεις αποτελούν το εχέγγυο αισιοδοξίας που μας κινητοποιεί και δεν μας επιτρέπει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια, μεμψιμοιρώντας για το «ανεδαφικό» της υπόθεσης.
Η αλληλεγγύη και η αγάπη είναι οι δικλείδες ασφαλείας που θα μας βοηθήσουν στον αγώνα για αλλαγή. Προϋποθέτουν υπομονή, επιμονή και πίστη για το δίκαιο του αιτήματός μας.
Εξασκώντας τες σε καθημερινή βάση και σε όσους μας χρειάζονται, δε μας μετατρέπουν αυτομάτως σε «καλύτερους» ανθρώπους, όμως αποτελούν μία καλή αρχή για να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες εκείνες που έχουν σημασία για την ποιοτική εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης.
Συντρίβουμε τις όποιες προκαταλήψεις και εξακοντίζουμε στο άπειρο τους ρατσιστικούς και νεοφασιστικούς σπόρους που με σταθερά βήματα ριζώνουν στην κοινωνική δομή, μολύνοντάς την ανίατα με τον μισανθρωπισμό τους.
Αποδεικνύουμε την αγάπη μας, έμπρακτα και δίχως την παραμικρή υστεροβουλία, με πειστήρια αλληλέγγυας τριβής με τα φαινόμενα εγκατάλειψης και απομονωτισμού.
Επικεντρώνουμε την ενέργειά μας σε όλους εκείνους που μας χρειάζονται. Εστιάζουμε στο κάθε πρόβλημα ξεχωριστά. Ο κάθε άνθρωπος είναι ιδιαίτερος.
Η ίδια η ζωή άλλωστε είναι μοναδική. Φροντίζοντάς την με την αγάπης μας είναι βέβαιο ότι θα φωταγωγήσει με την ομορφιά της τον κόσμο όλο.